Ο Άγιος και Μέγας Βασίλειος βέβαια (330-379 μ.Χ.), τον οποίο ως γνωστόν, αναγνωρίζουν ως Άγιο και Μέγα και οι Καθολικοί, είχε μιλήσει από τον 4ο ακόμη αιώνα για τα σφάλματα των Καθολικών, λέγοντας χαρακτηριστικά:
«Εάν συνεχισθή η εναντίον μας οργή του Θεού, ποια βοήθεια μπορεί να μας προσφέρη η Δυτική αλαζονεία και υπεροψία; Αυτοί ούτε την αλήθειαν γνωρίζουν, ούτε θέλουν και ανέχονται να την μάθουν, αλλά καθώς είναι προκατειλημμένοι από αστηρίκτους υποψίας… εμάχοντο εκείνους που τους έλεγαν την αλήθειαν και εστήριζαν την αίρεσιν με την στάσιν τους.
Εγώ μάλιστα σκέπτομαι να γράψω προς τον πρώτον (τον Πάπα Ρώμης Δάμασον) και κορυφαίον από αυτούς… ότι ούτε την αλήθειαν γνωρίζουν, ούτε καταδέχονται να ακολουθήσουν την οδόν δια της οποίας θα ηδύναντο να την μάθουν… και να μην θεωρούν ως αρετήν την υπερηφάνειαν, η οποία είναι αμάρτημα αρκετόν να δημιουργήση, από μόνον του αυτό, έχθραν προς τον Θεόν » (Μεγάλου Βασιλείου, ΕΠΕ 1, 304).
Τον 4ο επίσης αιώνα, το 381 μ.Χ., η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος με τον τρίτο Κανόνα της, όρισε ότι ο Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως έχει τα πρωτεία τιμής μετά τον Επίσκοπο Ρώμης, επειδή η Κωνσταντινούπολη ήταν η «νέα Ρώμη». Στον Επίσκοπο Ρώμης ανεγνώριζε «πρεσβεία τιμής», επειδή υπήρξε η αρχαιότερη πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους.
Τρεις αιώνες αργότερα, το 680 μ.Χ., η Έκτη Οικουμενική Σύνοδος υπέδειξε στους Καθολικούς ορισμένες καινοτομίες τους, αλλά αυτοί δεν...