Στα μέσα Μαΐου του 2010, λίγο μετά το τέλος της ακαδημαϊκής μας χρονιάς, η Έμιλι κι εγώ γυρίσαμε στην Κύπρο για νέες συζητήσεις με τον πατέρα Μάξιμο. Θεωρούσα ότι η δουλειά μου είχε ολοκληρωθεί ουσιαστικά, επομένως δεν χρειαζόμουν άλλο υλικό για το βιβλίο.
Όμως, η Έμιλι επέμενε να γνωρίσω έναν Κύπριο επιχειρηματία τον οποίο δεν γνώριζε η ίδια, αλλά που, σύμφωνα με μια στενή φίλη της, τη Θέκλα, είχε μια εκπληκτική ιστορία την οποία έπρεπε να ακούσω.
Έχοντας ακούσει πολλές θαυμαστές και παραφυσικές ιστορίες, ήμουν απρόθυμος να επενδύσω κι άλλο χρόνο σε νέες γνωριμίες. Όμως, όπως συνήθως, η διαίσθηση της Έμιλι αποδείχθηκε απόλυτα εύστοχη.
Τελικά, πείσθηκα να γνωρίσω τον Γιάννη, τον άγνωστο με την ασυνήθιστη εμπειρία…
Ο Γιάννης στην αρχή αντιμετώπισε με καχυποψία τις προθέσεις της Έμιλι, όταν έλαβε το τηλεφώνημά της. «Πώς βρήκατε τον αριθμό μου;» ήταν η πρώτη του αντίδραση.
Όπως φαίνεται, η ιστορία του ήταν ένα μυστικό που το γνώριζε μόνο ένας μικρός κύκλος έμπιστων φίλων. Η Θέκλα την είχε μάθει έμμεσα, από φίλους στην ενορία της είναι πάντα δύσκολο να κρατήσεις μυστικά στην Κύπρο Όταν, όμως, η Έμιλι του εξήγησε το λόγο του τηλεφώνημα της, ο άγνωστος μαλάκωσε κάπως.
«Έχω διαβάσει τα βιβλία του συζύγου σας», είπε. «Και δεν θα είχα αντίρρηση να του αφηγηθώ την ιστορία μου».

Μια Δευτέρα πρωί, δύο μέρες μετά το τηλεφώνημα της Έμιλι, ο Γιάννης έφτασε στο διαμέρισμά μας μαζί με ένα φίλο του, τον Σωτήρη, συνταξιούχο κρατικό υπάλληλο. Στην αρχή έδειχνε ανήσυχος, αλλά όταν αρχίσαμε να μιλάμε, ξεπέρασε την επιφυλακτικότητά του.
Το γεγονός ότι ο φίλος του ήταν πνευματικός μαθητής του πατρός Μαξίμου μας βοήθησε να δημιουργήσουμε μια φιλική επαφή από την αρχή. Ύστερα από μερικά λεπτά προεισαγωγικών εξηγήσεων, ο Γιάννης άρχισε να αφηγείται την ιστορία του λεπτομερειακά.
Ήταν ένας πενηντάχρονος επιχειρηματίας, παντρεμένος, με δύο παιδιά, δύο κόρες εφηβικής ηλικίας. Σε ένα επιχειρηματικό ταξίδι σε μια πρώην σοβιετική δημοκρατία, τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν φυλακή με πλαστές κατηγορίες σωματεμπορίας.
Μας εξήγησε ότι οι δεσμοφύλακες στην πραγματικότητα ανήκαν σε ένα κύκλωμα τύπου μαφίας και η σύλληψή του έγινε με σκοπό να του αποσπάσουν λύτρα.
Απαίτησαν τριάντα χιλιάδες ευρώ. Σύμφωνα με τον Γιάννη, η τοπική μαφία συνεργαζόταν με διεφθαρμένους πολιτικούς που είχαν διασυνδέσεις με το δικαστικό σύστημα της χώρας. «Κόντευα να τρελαθώ», μας είπε. «Δεν είχα ιδέα τι θα μου συνέβαινε και οι συνθήκες ζωής στη φυλακή ήταν άθλιες. Κρύωνα και πεινούσα».
Αφού δεν ήξερε την τοπική γλώσσα και δεν είχε κανέναν για να τον υπερασπιστεί, ο Γιάννης βρέθηκε σε έναν καφκικό εφιάλτη….
Η οικογένειά του στην Κύπρο αγωνιούσε. Η γυναίκα του κατάφερε να προσλάβει ένα δικηγόρο, ο οποίος ήρθε σε επαφή μαζί του. Μέσω του δικηγόρου, η θρήσκα μητέρα του του έστειλε την Αγία Γραφή και ένα βιβλίο με τους βίους των αγίων.
«Δεν ήμουν θρήσκος άνθρωπος», εξήγησε ο Γιάννης. «Δεν είχα ξαναδιαβάσει ποτέ την Αγία Γραφή ούτε και κανένα άλλο θρησκευτικό βιβλίο. Όμως, μέσα σε εκείνη την ολοκληρωτική απόγνωση και απομόνωση, άρχισα να διαβάζω αυτά τα δύο βιβλία όταν δεν με έβλεπαν οι φύλακες, καθώς το διάβασμα απαγορευόταν».
Ένα βράδυ, καθώς ο Γιάννης ήταν ξαπλωμένος στην κουκέτα του τρέμοντας και νιώθοντας απαίσια, εμφανίστηκε στο κελί του ένας ηλικιωμένος μοναχός και του είπε ότι ...