Ό Άγιος Νεομάρτυς Ιωάννης (+21η Όκτωβρίου) καταγόταν από τα μέρη της Μονεμβασίας. Ό Ιερέας πατέρας του καταγόταν από το χωριό Γεράκι, άλλ’ ως Εφημέριος τοποθετήθηκε στο γειτονικό χωριό Γούβες, από οπού καταγόταν ή πρεσβυτέρα του και εκεί γεννήθηκε το 1758 καί μεγάλωσε ό Ιωάννης.
Από μικρός ό Ιωάννης προσπαθούσε να μιμείται τον Ίερέα-πατέρα του στη ζωή του, τον βοηθούσε στίς Ακολουθίες της Εκκλησίας καί πάντα θυμόταν ότι αυτός ήταν «παπά γιος» καί έπρεπε να προσέχει τη συμπεριφορά του, ώστε να είναι παράδειγμα για τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του.
Άλλά το έτος 1770 οί ορδές του Αλβανού Χατζή Όσμάν, αφού κατέπνιξαν κάθε σημείο ελληνικής αντιστάσεως, έφθασαν καί στίς Γούβες. Οί Αρβανίτες μεταξύ άλλων φόνευσαν καί τον πατέρα του Ιωάννη (πού δεν διασώθηκε το όνομα του) καί στη συνέχεια αιχμαλώτισαν τον ίδιο καί τη μητέρα του καί τους μετέφεραν στη Λάρισα.
Εκεί τους πώλησαν δύο καί τρείς φορές τον καθένα ξεχωριστά καί υστέρα από δύο χρόνια τους ξαναπώλησαν καί τελικά αγοράσθηκαν καί οί δύο από έναν Τούρκο από τη Θεσσαλονίκη, πού διέμενε στη Λάρισα. Μάλιστα ό Τούρκος δεν είχε παιδιά καί βλέποντας τα χαρίσματα του Ιωάννη, ό οποίος ήταν πολύ έξυπνος για την ηλικία του, πρόθυμος, πειθαρχικός καί σβέλτος στη δουλειά, σκέφθηκε μαζί με τη γυναίκα του νά τον κάνουν ψυχοπαίδι τούς, δηλαδή νά τον υιοθετήσουν.
Έτσι από τη στιγμή εκείνη καθημερινά το αφεντικό του προσπαθούσε νά διαστρέψει τον Ιωάννη από την Πίστη των Χριστιανών καί νά τον κάνει Οθωμανό. Αρχικά προσπάθησε με κολακείες καί υποσχέσεις καί κατόπιν με φοβέρες καί βασανισμούς, ώστε να κάμψει την αντίσταση του Ιωάννη, ό όποιος όμως έμενε στερεός καί ακλόνητος στη Χριστιανική Πίστη του.
Παράλληλα καί η γυναίκα του αφεντικού του προσπαθούσε καθημερινά με μαγείες καί σατανικά γητεύματα να ξεμυαλίσει τον Ιωάννη, ώστε να κυριευθή από σαρκικές επιθυμίες καί έτσι να τουρκέψει. Αλλ’ ό Ιωάννης, έχοντας το Θεό μέσα του, έμεινε καθαρός άπ’ όλα. Η θεία Χάρη τον φύλαξε άπ’ όλα τα διαβολικά τεχνάσματα της γυναίκας του Αγαρηνού.
Αφού κουράσθηκε ό Τούρκος να παρακαλεί και να πιέζει τον Ιωάννη να αλλαξοπιστήσει θυμωμένος τον οδήγησε στην αυλή του Τζαμιού. Εκεί μαζεύθηκαν πολλοί Αγαρηνοί, πού προσπαθούσαν με χτυπήματα, φοβέρες καί σπαθισμούς νά τον κάνουν νά τουρκέψει. Η απάντησή του όμως ήταν ξεκάθαρη: «Εγώ Τούρκος δεν γίνομαι. Χριστιανός είμαι καί Χριστιανός θέλω νά πεθάνω»!
Έφθασε όμως καί ή Νηστεία της Παναγίας, το Δεκαπενταύγουστο. Μόλις ό Τούρκος κατάλαβε ότι ό Ιωάννης δεν ήθελε νά χαλάσει τη Νηστεία καί νά αρτυθή, αποφάσισε νά τον κλείσει σ’ ένα στάβλο. Εκεί τον κλειδαμπάρωσε για όλο το διάστημα των 15 ημερών καί πότε τον κρεμούσε καί τον κάπνιζε με άχυρα καί πότε τον χτυπούσε με το σπαθί του προσπαθώντας νά τον κάνει νά φάει καί νά χαλάσει τη Νηστεία. Αλλ’ ό Ιωάννης όχι μόνο δεν έφαγε αρτυμένα φαγητά, αλλά οϋύτε καν τα δοκίμασε. Προσευχόταν καί παρακαλούσε την Παναγία νά τον βοηθήσει νά μην αρτυθεί. Προτιμούσε καλύτερα νά θανατωθή παρά νά χαλάσει τη Νηστεία.
Βλέποντας ό αφέντης του ότι δεν πείθεται, τον άφηνε νηστικό 2 καί 3 ήμερες, χωρίς να του δίνει τίποτε να φάει. Από την άλλη μεριά, η μητέρα του Ιωάννη, ίσως πιεζόμενη από τον Τούρκο αφέντη, στεκόταν κοντά στο γιο της καί βλέποντας τον αποκαμωμένο από τα βασανιστήρια καί από τη νηστεία, τόν παρακινούσε να φάει λέγοντάς του: «Φάε, γιε μου, από αυτά τα φαγητά, για να μην πεθάνεις, καί ό Θεός καί ή Παναγία σε συγχωρούν, γιατί δεν το κάνεις με το θέλημα σου, αλλά από ανάγκη. Λυπήσου καί εμένα τη φτωχή καί στενοχωρημένη μητέρα σου καί μη θελήσεις να πεθάνεις παράκαιρα καί με αφήσεις έρημη σ’ αυτή τη σκλαβιά καί ξενιτειά».
Στίς παρακλήσεις αυτές της μητέρας του ό Ιωάννης απάντησε: «Γιατί κάνεις έτσι, μητέρα, καί κλαις; Γιατί δεν μιμείσαι τον Πατριάρχη Αβραάμ, ό όποιος για την...