Το Καλογερόπαιδο





Σουρουπωνε πισω απο τα βουνα, περα στις αλυκες.
Τα χρονια, ηταν του Μεσοπολεμου.
Ειρηνη μεθορια, ακριβοπληρωμενη με αιμα και ρογχο θανατου, ακαταμετρητο.
Ξαποστασαν για λιγο οι αγγελοι να μαζευουν τις ψυχες. Πηγαν να πιουν νερο του Παραδεισου. Και αυτοι διψουν.. Την σωτηρια μας. Αλλα δεν ειναι στο χερι τους, παρα μονο στο σακατεμενο δικο μας.
Μεχρι την επομενη, καθως παντα θα υπαρχει επομενη, πληρωμη στον αλαστορα εχθρο, στον εγωϊσμο και το αδικο, η ανθρωποτητα ησυχαζε προσκαιρα, και μετεωριζοταν ανεμελη αναμεσα στο πολυ και το λιγο, το αναγκαιο και το περιττο, το ανοητο και το ουσιωδες.
Οι εργατες του αλατιου, κατακοποι, καθως εργαζονταν απο ανατολης εως εσπερας, σχηματιζαν μια σεπτη και βουβη πομπη με αδειες τσεπες, σκισμενα παντελονια, αγονο βλεμμα, και ολοτελα ξαλμυρισμενες ελπιδες.
Καταδικοι της ζωης, θυματα αρχαιων βουλων, της πονηριας, του ξεπεσμου, και του συμφεροντος.
Το καυτο ηλιοστεφανο, ειχε δωσει την θεση του, σε ενα ονειρεμενο απογευμα, που κοκκινιζε τα παντα, με το αλικο σημαδι της αναχωρησης του, για την αλλη πλευρα του κοσμου.
Μουρμουρες, και στεναγμοι, συμπλεκονταν, καθως αλλοι δοξολογουσαν τον Θεον, που βγηκε παλι το ψωμι, αλλοι δε παλι βλαστημουσαν, ταχα για την κακη τους τυχη, που τους εφερε στα λιγα και στα χαμηλα.
Το παιδι αργοσερνε τα πρησμενα ποδια του, μαυρο και ξερακιανο απο την καψα της ημερας, ακουγε τα λογια των μεγαλων, με μισοκλειστα ματια, απο τον κοπο, χωρις να...
εχει το κουραγιο να τα ζυγισει, να τα προσλαβει μεσα του.
Ενας μονο, μυχιος ποθος το σιγοφερνε, και το δυναμωνε μυστικα, του εδινε ζωη επανω στην ζωη, νεες αναπνοες πανω στην κουρασμενη βραχνη αλυσιδα των ξεπνοων δικων του.
Μεσα απο τα λιοδεντρα, τα αμπελια, το πρασινο και το αγριο, τους λοφους και τα ασπρα σπιτια, εφθανε η πομπη να διαλυθει στο χωριο, να ξαποστασει η καθε μεροκαματιαρα ψυχη του Θεου, στο κονακι της, να δει τα ματια τα αγαπημενα, να ανταλλαξει ενα λογο παραμυθητικο, λογο οικειο.
Ετσι και το παιδι, φθανοντας στο πατρογονικο χαμοσπιτο, πετωντας σαν καιομενο κουκουναρι, μια πνιχτη καλησπερα στην Μανα του, που δεν πηγαινε κι'αυτη πισω σε κοπο, απο ξημερωμα σε ξημερωμα, ανυσταχτη, αϋπνη, σωστη και πονεμενη μυροφορα του μοχθου, μπηκε βιαστικα στο μικρο του δωματιο.
Φωναζε η Μανα: "το φαϊ, να σε δω, να.. " Στρωμενο το τραπεζι, ολα ετοιμα, αλλα..
Την προσπερασε. Εκλεισε την πορτα.
Κοιταξε εκστατικο τα εικονισματα. Το μικρο πηλινο κανδηλακι που εκαιγε υπ'ευθυνη του. Διακονημα ιερο, και ακαταπαυστο, το ειχε υποσχεθει στην υπεραγαπημενη του Θεοτοκο.
Αγια γαληνη, ειρηνη και θαλπωρη τον γεμισαν, με πλησμονη η ψυχη του, αναστεναξε.
Σαν να επαιρνε "Καιρο", οπως κανουν οι Ιερεις λιγο πριν μπουν να λειτουργησουν, περασε ψιθυριζοντας ευχες και με μετανοιες μπροστα απο καθε εικονισμα.
"Η Παναγια μου ζεσταινεται", σκεφτηκε απο την φωτιτσα που της αφιερωνω.
Την εχει παγωσει νοερα, αληθεια, ο κοσμος με τα καμωματα του, τα κολασμενα, και ας ειναι κατακαλοκαιρο εξω.
Δεν ειχε ομως κρατησει πικρα, για τον κοσμο. Κι ας του ειχαν κοψει τον δρομο για να τον γνωρισει. Να μαθει. Να ζησει. Η φτωχεια προσταζε να τον κοψουν απο το σχολειο, και να παει στο μεροδουλι με τον πατερα του.
Εκανε μικρη προσευχη. Εφαγε ελαχιστο φαγητο. Ντυθηκε παλι τα μαυρα ρουχα, και εκανε να φυγει.
"Παλι εκει θα πας;" Τον ρωτησε η Μανα. Τωρα ηταν αλλιως, φανερωμενη.
Κραταια μορφη, μια γερασμενη πριν την ωρα της, αλλα αυστηρη αφεντρα του αναστημενου με δακρυ και πονο σπλαχνου της, μονη τωρα αυτη στεκοταν, εμποδιο μπροστα του, καθως ο Πατερας ειχε αποκαμει εντελως, και ηταν ηδη εν υπνωσει αχρι καιρου, αναποδραστα θα ασκουσε αυτη, την δικαια βασιλικη γονικη εξουσια στο σπιτι, που της ειχε παραχωρηθει.
"Τι σου λεει καθε μερα; Τι σε δασκαλευει; Δεν ειναι τοπος για σενα, εκει, ουτε θα σε ωφελησει σε τιποτα. Αυτα ειναι χαμενα πραγματα, λογια, μονο λογια, και την κοιλια δεν την χορταινουν, ουτε μεγαλωνουν παιδια και οικογενεια.
Δεν θα γινεις ουτε Παπας, ουτε Καλογερος τ'ακους; Τ'ακους; Δεν θα σου περασει! Αλλοιμονο σου! Ξεχνα το!!
Η δουλεια, το σπιτι, και αυτα που.. Μονο αυτα θα σε ωφελησουν. Εδω ειναι η ζωη και ο θανατος. Ολα εδω ειναι.."
Δακρυσε. Κυλησε το καυτο ποταμι της απελπισιας, καθως ηξερε οτι τα λογια της, ελιωναν σαν το αλατι στην καυτη σουπα της ληθης, και της αυξανομενης αγαπης του μικρου για τα ιερα και τα ξενα του κοσμου πραγματα.
Ποιος να τα βαλει με την ιερατικη κλιση, και του Θεου την κληση; Ανισχυρος ο λογος, μπρος στου Θεου τον ποθο.
Η Μανα μεσα στο φαινομενικο απογειο της ισχυος της, εφθανε να λυγισει. Στο παιδι τα ελεγε, αλλα αυτη τα ακουγε.
Αλλιως τα ειχε ονειρευτει, σαν εκανε να ανοιξει τα φτερα της, κι αυτη για την ζωη. Αλλα αλλιως ηρθανε. Σπασανε τα φτερα της, εσπασε μαζι και η πρωτη αντοχη και η υπομονη της.
Δεν ειχε σημασια ποιος εφταιγε, οι εποχες, τα χρονια, οι καιροι, η ταχα αφεντρα "μοιρα" που πλανεμενα πολλοι την πιστευουν, για αληθινη βασιλισσα, αλλα δεν ειναι παρα μονο απατη των πνευματων της πονηριας, ο ενας ο αλλος, οι αρχες και οι εξουσιες, ο κοσμος, και παει λεγοντας.
Σημασια εχει να μπορει καποιος να ανεβει πανω στον Σταυρο θαρρετα και με φρονημα ανδρειας, να παρει την πικρα, να την κανει προσευχη, κι οτι δεν μπορει να κανει ως ανθρωπος, να το νιωσει, και να τα ακουμπησει ολα, ταπεινα και ειλικρινα στα τρυπημενα ποδια του Εσφαγμενου Αρνιου, και ας αγνοει προσκαιρα ποιος τον εστησε και ποιος τον ανεβαζει εκει, να παψει να μενει, να μοιρολογα απο κατω τον εαυτο του χωρις διεξοδο και ελπιδα, μονο να εχει κατα νου του, και στο βλεμμα εμπρος του, την Ανασταση, μακρια απο τον αδη των λογισμων του, και των ανεκπληρωτων ποθων του.
Ματαια φωναζε πια η Μανα..
Ειχε ηδη φυγει το παιδι, διαβαινε γοργα τον δρομο, τον ανηφορικο, και καθως ξεμακραινε απο το χωριο, μεσα στο μισοσκοταδο, γυρισε με καποια ενοχη, ενα μικρο δισταγμο για την πικρα της Μανας, που εβλεπε το λογο της να πηγαινει χαμενος. Δεν καταλαβαινει σκεφτηκε, αλλα εγω την αγαπω, και την πονω.
Λιγο αργοτερα ηταν ηδη καθισμενο καταχαμα, μεσα στο ασκητικο κελλακι, του "παραξενου" Γεροντα.
Ολο το χωριο απο τοτε που ειχε ερθει, εδω και λιγους μηνες, να ασκησει προσωρινα καθηκοντα Εφημεριου, μιας και ο Παπας τους συγχωρεθηκε αναπαντεχα, ενα πρωϊ, τον κρυφοσχολιαζε, γιατι δεν εμοιαζε αυτος ως ενας συνηθισμενος Παπας, δεν συναναστρεφονταν, δεν ερχοταν στο καφενειο, δεν εμενε στα πανηγυρια, δεν ζουσε μαζι τους, αλλα ξεγλιστραγε μολις τελειωνε τις ακολουθιες, στην απομακρη χαμοκελλα του, μακρια απο ολους και ολα.
"Γεροντα, δεν ειναι οτι η Μανα μου, δεν πιστευει, δεν ειναι σαν αυτους που λενε δεν υπαρχει Θεος.. Αλλα, ξερεις.. ειναι που ολα τα εχει θαψει εδω, μεσα σε αυτον τον κοσμο, και εχει μπασει και τον Ακτιστο Θεο μεσα.
Σαν την θεογονια των αρχαιων, που με διδαξες, ολα ενδοκοσμικα, ολα κτιστα, και πεπερασμενα. "
Δεν εχει αναφορα, και σκοπο ζωης, τον Θεο.. "
Χαμηλωσε το βλεμμα, καθως φοβοταν οτι ειχε πεσει ηδη σε κατακριση.
"Ακουσε παιδι μου, αγαπημενο, παιδι του Θεου," ξεκινησε να απαντησει, ο γερων Ιερομοναχος, καταλευκος πια, ομως ευθυτενης, με ματια γερακιου και καρδια περιστεριου, ετσι ειχε ολολευκο το χρωμα και γερα τα φτερα του νου και της καρδιας του.
Μην ζητας απο τους ανθρωπους, αυτο που δεν εχουν να σου δωσουν. Ουτε ο Θεος το κανει.
Πρωτα σπειρε, φυτεψε, καλλιεργησε, ποτισε και φροντισε με το παραδειγμα και την ζωη σου, το βιωμα και την εμπειρια σου, μα πανω απο ολα την προσευχη σου, και τοτε σαν δεις τα πρωτα φυλλαρακια, να πρασινιζουν, να αναθαλλουν στο φως του ηλιου, τοτε να χαρεις, και να πεις:
Κατι εκαναν τα λογια, κατι εκαναν οι προσευχες μου, μα ολα στ'αληθεια τα εκανε ο Θεος.
Αλλα προσπαθησε εως τοτε, να μην απαξιωνεις κανενα, ουτε κρυφα μεσα στον λογισμο σου.
Αλλιως κρινει ο Θεος, κι ολοτελα αλλιως, εμεις.
Εμεις παντα αστοχουμε και τραυματιζουμε απονα και αδικα. Αυτος μονο κεντρο καρδια χτυπα και σωζει φιλανθρωπα και πατρικα.
Ελα παιδι του Χριστου, να κανουμε τον κανονα.
Οπως καθε βραδυ Αποδειπνο και χαιρετισμους.
Αλλα σημερα θα πουμε και μια παρακληση, εαν ειναι ευλογημενο, στην Παναγια μας, να φωτισει, να δωσει δυναμη στους γονιους σου, να μαλακωσουν."
Το παιδι αναφωνησε, με εναν ξεπνοο λυγμο, με βλεμμα αναχωρητικο απο τις χαρες του κοσμου, και με επιμονη που ζηταγε να ανακουφιστει σαν τον ατμο που ασφυκτια μεσα στην χυτρα:
"Εγω θα γινω Καλογερος, γεροντα, θα γινω Ιερεας και Μοναχος σαν και του λογου σου, και ξερεις; το εχω ταξει στην Παναγια! Μυστικα και οριστικα της το υποσχεθηκα, στην χαρη Της.
Απο σενα θελω να με διδαξεις, και να με βοηθησεις να με στερεωσεις με την ευχη σου, να αξιωθω να φορεσω το Μεγα Σχημα τ'ουρανου και των αγγελων, με του Χριστου την χαρη."
Να ειναι ευλογημενο παιδι μου, θα το παλεψουμε μαζι, και οτι ειναι το θελημα Του, ας γινει, ανταπαντησε με μια κρυφη χαρα ο γερων ασκητης, για τον θειο ερωτα του παιδιου, που δεν ηταν παρα ενα μικρο αδυναμο καλαμι, μπρος στους εναντιους και θυελλωδεις ανεμους της νιοτης και του κοσμου, αλλα οχι μονο δεν σαρωνοταν, οχι μονο δεν λυγιζε, αλλα αντιθετα μερα με την ημερα δυναμωνε και ορθωνοταν, αλυγιστο και κραταιο, ενδυναμωμενο μυστικα απο την παντοκρατορικη προγνωστικη Χαρη του Κυριου του συμπαντος.
"Ελα. Ελα τωρα να προσευχηθουμε, και να πουμε τα γραμματα τα αγια, να κανουμε και λογο πατερικο, και λιγο τις γραφες τις Αγιες, και να πας να ξαποστασεις, σπιτι σου, και να ξημερωσει ο Κυριος, μια ακομα μερα, μια μερα πιο κοντα στον ποθο της καρδιας σου, στην πληρωση των οσιων ονειρων σου.. "
Μετα τον κανονα, θα ελεγαν τα "λογια", τα αγια και τα ευλογημενα, που περιμενε καθε βραδυ το παιδι, πως και πως, με την ιδια πεινα και διψα του παλιου ευσεβους Ισραηλ, οπως το μαννα εξ'ουρανου, μεσα στην ανυδρη ερημο, οπως η ξεραμενη γη, που προσμενει την βροχη, να την αναστησει και να την κανει παλι γονιμη και καρποφορα.
Εβαλε ο γεροντας Ιερομοναχος, το: "Ευλογητος ο Θεος.. "
Η ασεληνη νυχτα προχωρουσε πιασμενη απαλα απο το χερι, μαζι με την ταπεινη ακολουθια, και βαδιζαν με απαλο βημα, σαν τα λευκοντυμενα μικρα κοριτσια την Μεγαλοβδομαδα, που πανε χαμογελαστα ολο φυσικη χαρη και μεγαλοπρεπεια ιερη, λουσμενες μεσα στο ανεσπερο φως, και στολισμενες με αειζωα και ευωδη ανθη, να παρασταθουν διπλα στον Νυμφιο της καρδιας τους, στον Σολεα του Ναου.
Εξω του κοσμου, γινοταν προσευχη για τον κοσμο, που ημερευε ανυποψιαστος. Παντα αγνοει ο κοσμος το καλο, που γινεται ερημην του.
Και τεινει να αναμασα το κακο, που τον θελγει, και τον σαγηνευει ανερμηνευτα, σε πεισμα των φιλοσοφων των αιτιων του, τον δενει και τον τραβα, οπως οι σειρηνες τους αρχαιους θαλασσοπορους, ωστε να καθυστερησει οσο ανομα μπορει και θελει, λιγο ακομα, ισως, φευ, και για παντα, εαν το κατορθωσει, τον γυρισμο του στην αληθινη θεοπατριδα του, την Χωρα των ζωντων την Χωρα του Αχωρητου, τον Παντελεημονα, Υιο του Αθρωπου.
Μετα το τρισαγιο, το παιδι ειχε ξεκινησει και διαβαζε με παθος τον Ν' Ψαλμο, και προχωρουσε προς τα ανω με μια πνευματεμφορη ορμητικη φορα, με μια δυνατη ανωφερη θεοθελκτικη κινηση, που του χαριζοταν ανωθεν, ψαλλωντας και δοξαζοντας τω Θεω, τω Σωτηρι, του, και θαρρεις πως συμπασα, ολακερη η εφησυχαζουσα φυση κρατουσε την ανασα της, με ολα τα οργανικα και ανοργανα στοιχεια της, για να αφουγκρασθει να ενωτισθει τα ιερα λογια.
Ποσα ατελειωτα χρονια, ποσες στιγμες, σε ποσα δωματια, σε ποσα κελλια, σε ποσους Ναους, σε ποσες μυριαδες μυριαδων ακολουθιες ακουγονται αυτα τα λογια;
Kαι ομως παντα καινα, παντα πρωτογνωρα παντα ζωντανα.
Λογια του ουρανου, λογια με ψυχη και ζωη δικη τους, που ανεβλυζε αλλομενη και κρυσταλλινη μεσα απο το χαρτι και το μελανι, λογια που σταζουν βαλσαμο στην δηλητηριασμενη υπαρξη του καθε ταλαιπωρου ανθρωπου, λογια βαθιας καρδιακης συντριβης, ειλικρινους αυτογνωσιας και σωστικης αυτοσυνειδησιας, βγαλμενα απο τα αρχεγονα χειλη του Προφητανακτος Δαϋιδ, που ειχε ζησει ειχε δει, τα μεγιστα υψη και τα βαθη, του ανθρωπινου οντος, ειχε ανεβει ως τον ουρανο, και ειχε καταπεσει ως την αβυσσο, ειχε δει την Οικονομια του Θεου να περατωνεται εν Πνευματι, περνωντας ο ιδιος μεσα απο την μαυρη γη, της αποστασιας, της δολιοτητας, της φθορας, και της αμαρτιας.
Μα ηρθε παλι εις εαυτον. Ακουσε μεσα στα βαθη του, την φωνη του Θεου Πατρος. Αυτος ο ανθρωπος θα σωθει. Αυτος που θα ακουσει την Φωνη, την σβησμενη απο τα βαθη του, οσο σκοτεινα και πηχτα και εαν τα εχει καταστησει, αρκει να αφουγκραστει μονομιας αυτην την Φωνη.
Και σταθηκε ορθιος, γυμνος και τετραχηλισμενος ενωπιον Θεου και ανθρωπων, φωναξε, εκεκραξε, αλλαλαζοντας, και πεφτοντας καταγης, σκιζοντας τα σωθικα του, διαλυοντας τον καλοστημενο εαυτο του, γινομενος γη και σποδος, αερικο που επεσε καταχαμα, φορεσε τα ρουχα τα τραχια της μετανοιας, και γυρισε πισω στην λησμονημενη γη της επαγγελιας.
Παραδειγμα επιστροφης και υιοθεσιας εις τους αιωνες. Για τον καθενα. Αλλωστε τι ειναι οι αιωνες μπρος στην υπομονη και την μακροθυμια του Θεου;
Οπως κανει να σβησει το σπιρτο, ετσι περνανε οι χιλιετιες, εμπρος απο τα αχρονα βλεμματα της Τριαδος, και των αναριθμητων αγγελικων ταξεων.
Επειτα η Δοξολογια, και τα θεοπνευστα Χαιρε, στην Κυρια των Αγγελων, την Μητρα την Ηλιοσταλακτη, την μεγαλη σιωπηλη και καταδεκτικη Θεομανα.
Ο Γεροντας, εβλεπε το παιδι, και ταξιδευε πισω στον χρονο της δικης του νιοτης. Αναστεναξε. Τραβουσε το κομποσχοινι, και ευχοταν να ηταν ολος ο κοσμος ενα παιδι, που προσευχοταν.
Τελειωσε η ακολουθια. Η διασωζουσα εν παντι καιρω, εκ των οδυνων και θλιψεων, Παρακληση και τα κομποσχοινια.
Καθισαν να φανε ενα κερασμα, εναν νερο να πιουν, να υγραθει το στεγνωμενο στομα.
Στεγνωνει ο ανθρωπος οταν κραζει τον Θεον, και τον αποζητα με τον ενδιαθετο λογο, με ολη την ορμη του, με αυτο δηλαδη που του χαριστηκε αμα τη κατασκευη του, αυτο που τον ξεχωριζει απο την αλογη κτιση.
Και οταν στεγνωνει η ψυχη και το σωμα, οταν οι χυμοι της φυσης υποχωρουν, και η γη της υπαρξεως ξεραινεται και σπαει, απο την αγωνια της επαφης με τον Επεκεινα του παντος Λογο, τοτε ακαταληπτα ερχεται καταβαινουσα, η θεια δροσος, η αερμων, εκ των ορεων της Σιων, απαλα και αθορυβα, ποτιζει και αρδευει την διψασμενη ανθρωπινη ολοτητα, την κανει να βλαστανει χαρη, την ανακαινιζει μυστικα και την μετασχηματιζει στο καλλος το πρωτοκτιστο, και την Εικονα του Πλαστη.
Aναψαν κανα δυο κερια ακομα, για να βλεπουν και να κανουν το ταπεινο τους μαθημα.
Τα μεγαλα μαυρα ματια του παιδιου, φωτισαν το προσωπο του γεροντα πιο δυνατα απο τα κερια, και το παιδικο αδολο στομα, που εσταζε ακομα λιγο γλυκο του κουταλιου, ρωτησε με πονο..
"Γεροντα, ξερεις, συνεχως με γυριζει σβουρα, με πονα και με στενευει μια σκεψη.
Γιατι το κακο να θριαμβευει στον κοσμο; Γιατι το καλο ειναι τοσο αδυναμο και παντα πισωπατει; Γιατι οι καλοι να ειναι τοσο λιγοι, και oλοενα μενουν στην ακρη, στο περιθωριο, και υποφερουν, αυτοι δε που πραττουν το κακο και το υπηρετουν να ειναι στον αφρο και να εξουσιαζουν;
Πριν πουμε τα λογια, των Γραφων, πες μου σε παρακαλω ποια ειναι η αληθεια για ολα αυτα;"
Αναστεναξε ομοια με τον νοσταλγικο αναστεναγμο του Αδαμ, του εξορισθεντος της Εδεμ, ο Γεροντας.
Ξανα και ξανα η ιδια ερωτηση, η ιδια θεοδικια, ανομη και αδικη, αυτη που συνεχως πληγωνει τον απαθη Θεο, εκουσια εκ των ολιγοπιστων, ακουσια εκ των αγνοουντων, ομως προχειρη παντα στα χειλη ολων.
Ποσες και ποσες φορες την ειχε αντιμετωπισει στην πολυπειρη διακονια του ο Ιερομοναχος Πνευματικος,μα παλι, ορθωνοταν απειλητικη και επιμενουσα, τοσο επικινδυνη ωστε να κλονισει ακομα και βραχο πιστεως.
Ακουσε υιε του Φωτος:
"Κλεισε τα φυσικα ματια αλλα και αυτα της διανοιας σου..
Σκεψου ενα χωριο. Σαν το δικο σου. Καλη ωρα, που κοιμαται τωρα.
Ενα χωριο με μια πλατεια, φωτα, και φασαρια, κοσμο που εχει μαζευτει, και εναν θιασο που εχει ερθει, απο την πολη, με χρωματα και μουσικη, κοστουμια και σκηνικα εντυπωσιακα, και φανταχτερα.
Σπαει η ησυχια, η γαληνη και η τριβη της ημερας. Ολοι πανε να δουν την παρασταση. Ολη η προσοχη, και η σκεψη, ειναι εγκλωβισμενες στην σαγηνη των δρωμενων αυτου του θιασου.
Κανενας δεν προσεχει τιποτα αλλο. Μονο αυτα που παιζονται και γινονται επι σκηνης. Ποσο μεγαλα ταχα και σοβαρα αληθινα φαινονται. Ποσο εμπνευσμενα και λογικα. Σκετη σοφια και αληθεια.
Πληθος ειναι μπροστα απο την σκηνη, και εχει μεινει με δεος να κοιταζει, με κλεμμενη την ψυχη και το νου. Νομιζει οτι ετσι ειναι ο κοσμος, οτι εκει πανω στην φθηνη ξυλινη εξεδρα ειναι η αληθεια της ζωης.
Ομως εγω θα σε παρω νοερα απο εκει, θα σε παω πισω απο την σκηνη, και το στημενο δραμα, με το φτηνο εισητηριο και το κακοψημενο καλαμποκι, μικροκαλογερε μου, αδερφε μου ακριβε εν Χριστω, και θα σε στειλω να δεις τι συμβαινει λιγο, αφου τελειωσει η παρασταση, που μαγεψε τον αμοιρο κοσμο, που παντα ψαχνει να μαγευτει και να πλανευθει, για να ψευτοζησει ταχα.
Πεφτει η αυλαια. Κανει να φυγει ο κοσμος. Γρηγορα μαζεματα, αποτομες φωνες, τσακωμοι, καταρευση και αποδομηση του σκηνικου, πεταγμα των φανταχτερων κοστουμιων σε μια βρωμικη σακκουλα, σβησιμο των λαμπερων φωτων, και αποχωρηση αρον αρον, για αλλες πολιτειες και χωρια, και το υπολοιπο να ειναι μηδεν.
Επειτα παλι, σε μια στιγμη του χρονου, γυρνα η πλατεια του χωριου στην προτερη ειρηνη, την ηρεμια, την γαληνη και την τριβη της. Πεφτει μια σιωπη που εξιλεωνει την υβρι.
Ολα οπως πριν. Και τι εμεινε; Τιποτα. ξαφνου ολα χαθηκαν και εσβησαν και εμεινε η ειρηνη μονη της. Σε οσες ψυχες την ειχαν και πριν, τιποτα δεν αλλαξε, σε οσες αυτη ελειπε, απομακρυνθηκε ακομα πιο πολυ.
Ετσι και ειναι το κακο. Ενας ψευτικος και πλανωμενος θιασος. Αυτο να εχεις παντα κατα νου.
Δεν εχει αληθινη υποσταση δικη του, αλλα ψευτοζει με σοβαροφανη κοστουμια, δανεικα φωτα, μεσα σε χαρτινες σκηνες. Δεν επευλογειται και αφηνει δυσωδια και αποφορα, στο περασμα του, και οσους δουλευουν σε αυτο τους πληρωνει με θανατο και λησμονια στην αβυσσο της μοναξιας, αφηνοντας τους με την απορια για το πως χαθηκαν, πανω εκει που νομιζαν οτι διαφεντευαν την ωρα και την στιγμη.
Γινεται και απογινεται το κακο. Ενας σκοτεινος λεκες ειναι που θα ξεπλυθει απο την θεια φωτοχυσια την Ημερα Κυριου.
Ειναι φανταχτερο, τρομαζει και προκαλει δεος, εντυπωσιαζει και σκοτιζει τον νου, θαρρεις και λες οτι εχει κυριαρχησει, οσο κρατει στην σκηνη, αλλα πριν το καταλαβει κανεις χανεται, μαζευει τις ακαθαρσιες του, και φευγει οπως ηρθε, και παντοτε δινει την θεση του στην ειρηνη της καρδιας, που ειναι η ευρυχωρη πλατεια της αγκαλιας του Χριστου μας.
Και εμεις μικρο μου, ευοσμο ανθος του Θεου, πρεπει να ειμαστε ομοιοι σαν την πλατεια του χωριου.
Δηλαδη ολοενα να πλαταινουμε, να κανουμε μεγαλη και στρογγυλη την καρδια μας, να τριβομαστε με την καθημερινη μας ζωη, εν ειρηνη, και εν ελπιδι, να σκεπαζουμε τον αναγκεμενο αδελφο σαν τα πλατανια της, να τον ποτιζουμε λογο Θεου, σαν τις κρηνες της, να ξεκουραζουμε τον αποκαμωμενο σαν τα παγκακια της, και οταν ερχεται το κακο να δωσει την παρασταση του, εμεις ταπεινα να κανουμε υπομονη, να προσευχομαστε, ωσπου να φυγει, και επειτα να ησυχαζουμε ξανα τις ψυχες που ταραχτηκαν μεσα στην σκονη της ψευτιας του.."
Ανοιξαν τα ματια του παιδιου, και εσταξε ενα δακρυ στο λευκο του προσωπο.
Κοιταξε με το βλεμμα της αναπαυμενης ψυχης, τον λευκασμενο Πνευματικο οδηγο του, και του ειπε:
"Γεροντα εσυ, εχεις πολυ Θεο μεσα στην καρδια σου.. Στ'αληθεια, ποσο Θεο μπορει να χωρεσει ενας τοσο δα ανθρωπος;"
Συγκινημενος και θαυμαζων ο Γεροντας, απο την ενορατικη χαρη του παιδιου, με την υπερ την χιονα λευκανθεισα, ψυχη του, απαντησε:
"Ο Ανθρωπος παιδι μου, ειναι ανακεφαλαιωση, του συμπαντος.
Μικρο κτισμα, με απειρες δυνατοτητες. Εικονα του Θεου, που τεινει προς την ομοιοτητα μαζι Του.
Ενα ταπεινο βιβλιο αγραφο, που οι σελιδες του εαν εχει καλη προαιρεση, και διαθεση για αγωνα, μπορει να γεμισει με την πυρινη γραφη του Λυτρωτη, και να γινει αιωνια βιβλος σωτηριας και θεωσεως.
Εκει που τον χανεις και δεν τον λογαριαζεις, τον εξουδενωνεις και τον αναμετρας για τιποτα, εκει σου γινεται αγιος, και μεγας, συμβασιλευς του Κυριου και των ανω δυναμεων.
Καποτε ρωτησαν εναν εγκλειστο ασκητη επι 30 και πλεον χρονια σε ενα σκοτεινο κελλι, με μια μονο μικρη οπη στην θυρα, απο οπου του εριχναν το παξιμαδι και το νερο του.
Αδερφε, πες μας λογο, τι κανεις εκει τοσα και τοσα χρονια, τι πραττεις, τι καταλαβες, και τι φρονεις;
Και αυτος απαντησε, με παρρησια και αληθεια που σπαει και το πιο χοντρο κοκκαλο στην μεση.
"Συγκυβερνω μετα του Θεου, τον κοσμο! Αδελφοι. Αυτο κανω."
Kαι εμειναν αφωνοι, αλλα και πληρωτικα ωφελημενοι και αναπαυμενοι οι αδελφοι του.
Καταλαβες μικρε μου αλατισμενε αρχαγγελε; Ετσι καταξιωνει ο Θεος τα μωρα και τα ασθενη του κοσμου.
Eτσι δοξαζει τους αντιδοξαζοντας Αυτον, αυτους που στεκονται στην γωνια, στα περιθωρια, στο μηδεν κατα κοσμον, που ζουν λαθραια και λογιζονται ως μηδενικα, που ζουν κατω απο την σκονη του επιπολαιου κοσμου, θαμμενοι για την εγωκεντρικη Ιστορια, παραταυτα ομως την διοικουν ερημην της, οιακοστροφωντας την, επιδεξια ολο χαρη και επιδεξιοτητα, προς την πανοικτιρμονα και απανεμη παραλια της ενθεου καταπαυσεως της.
Και ετσι καταισχυνει και εκμηδενιζει ως σκευη κεραμεως, τους αλαζονες και ισχυρους της ημερας και των καιρων, που νομιζουν καθε φορα, οτι τελειωσαν με τον Εσταυρωμενο, οπως νομισαν οι σταυρωτες Του, στις επι γης ημερες Του.
Γιατι τοτε που τελειωναν ολα κατ'αυτους, τοτε αρχιζαν κατα τον Θεον.."
Πηρε να φωτιζει αργα. 

Αλλη μια μερα θα ξημερωνοτανε, να παει κι'αυτη να κοπιασει, εργατρια δοσμενη στο νερομυλο του θανατου, να ριχνει νερο αεναο, νερο του πονου, νερο πικρο, να προχωρανε οι καημοι και τα παθη των ανθρωπων.

Ανθρωποι, που εν πολλοις, αψηφησανε το Φως, που δεν σκυψανε να πιουν το Νερο της Ζωης, αυτο που για να το πιεις, πρεπει να σκυψεις ταπεινα,
αυτο που μονο ξεδιψα, την αιωνια, απειρη διψα του ανθρωπου, για ζωη, για ζωη αληθινη και περισσον αυτης.

Ακομα το σκοταδι κρατουσε, και οι αποριες του παιδιου, οσα και τα αστρα τ'ουρανου, που ετοιμαζοταν να αλλαξει το σκηνικο.

Γεροντα.. 
Σε λιγο θα φυγω, θα με ψαξουν, και θα βρω μπελα, μα δεν με νοιαζει.

Θελω να σε ρωτησω τοσα πραγματα, να μου φωτισεις το σκοταδι μου, με την λαμπρη σου γνωση και πειρα, που κερδισες τοσα και τοσα χρονια.

Αποκριθηκε ο Γερων, με πατρικο τονο, και προετρεψε το παιδι:

"Μια και δυο, το πολυ αποριες να δουμε, και να πας στο κονακι σου, γιατι ακομα και για σενα ξημερωμα ειναι, δεν πρεπει ο θειος σου ζηλος, να σε χωρισει απο την οικογενεια σου, αλλα ολα στον καιρο τους, για να μην γινεις αιτια, να σκανδαλισθουν ανθρωποι, και ιδιως οι γονεις σου παιδι μου."

Πες μου Γεροντα. Γιατι σταυρωσαν τον Χριστο; 
Τι τους εκανε; Τι καρδια ειχαν για να Τον καρφωσουν; Δεν το βαστα η ψυχη μου.

Δεν μας λεει η Εκκλησια μας, στα ψαλτικα οτι ειπε ο ιδιος ο Χριστος με παραπονο; 

Λαός μου, τί εποίησά σοι, καί τί μοι ανταπέδωκας; 
Αντί του μάννα χολήν, Αντί του ύδατος όξος· 
Αντί του αγαπάν με, σταυρώ με προσηλώσατε.

Αποκριθηκε ο Γερων. 

"Τεκνον οργης, να μην εισαι. Τεκνον ευκλεες, αγαπης καρπος και δεντρο ευχυμο να γινεις. Βλεπεις ο Χριστος και πανω στον Σταυρο, πανω στην εσχατη αναπνοη Του, τους συγχωρεσε.

Αυτοι εκαναν, αυτο που δεν εγινωσκαν. Σκοτισμενοι απο τον παλαιο ανθρωπο και τον διαβολο. Τυφλωμενοι απο την αμαρτια και την αλαζονεια, απο τα ανθρωπινα και τα χωματα της πτωσης.

Ρωτας γιατι Τον σταυρωσαν..

Γιατι δεν τους ειπε, απλως την αληθεια. Αυτο θα ηταν απλως ενοχλητικο. Πολλοι το εκαναν, και προφητευσαν και ελεγξαν το κακο πριν τον Χριστο. Αλλα μεχρις εκει. Το προβλημα ομως του ανθρωπου δεν ειναι μονο το κακο.

Αλλα ειναι ο καρπος του κακου, ο θανατος, που κανεις δεν μπορουσε να νικησει.

Μαρτυρουσαν λοιπον πολλοι για την Αληθεια, αλλα δεν ηταν αυτοι η Αληθεια, που ελευθερωνει.

Τον Σταυρωσαν λοιπον, γιατι ο Ιδιος Ειναι η Αληθεια. Ο Χριστος. Η Αληθεια ως Προσωπο, ως Κυριος και Αιτιος του Παντος. Αυτοπροσωπως.

Και αυτο δεν το αντεξαν. Οι πολλοι, ο οχλος και οι αρχες, και οι εξουσιες, γιατι καποιοι απλοι και μακαριοι στην ψυχη, το σηκωσαν και πορευθηκαν εως θανατου, στον δρομο που χαραξε, το Εσφαγμενο Αρνιον, γιαυτο και συναγαλλονται μαζι Του.

Παντοτε την Αληθεια, ιδιως οταν την εχουμε κατα Προσωπο, δεν την αντεχουμε παιδι μου. Μας ελεγχει και μας σπαει με κροτο την καλογυαλισμενη βιτρινα που εχουμε βαλει να καλυπτει, την ακαθαρσια της ψυχης και της αραχνιασμενης καρδιας μας.

Και οχι μονο "τω καιρω εκεινω", στην Ιουδαια πολυπαθη γη, μα και τωρα και παντοτε, απο το μικρο και φτωχο αλατοχωρι μας, μεχρι την συντελεια του Αιωνος τουτου.

Γιαυτο Τον Σταυρωσαν. Για να γυρισουν επι τα ιδια. Να "ξενοιασουν". 

Να βολευτουν, να κουρνιασουν εκει στο παγωμενο κρεββατι του θανατου, του "εδω", σκεπασμενοι ασφυκτικα με τις κουβερτες της ληθης, της νεκρης συνειδησης, της απατης.

Αλλα δεν ξενοιασαν ποτε. Ουτε αυτοι, ουτε ο ανομος πατερας του ψευδους και συμβουλος τους. Και ακομα στριφογυριζουν, και κλωθουν ιστο θανατου για τυλιξουν την Αληθεια και οσους Την πιστεψαν.

Γιαυτο παιδι μου Τον Σταυρωσαν. 

Και Αυτος τι ανταπεδωσε; 

Αντι χτυπηματων, θεραπειες. Αντι υβρεων, ευλογιες. Αντι κακου και αδικου, Συγχωρεση. Αντι θανατου, Ζωη."

Σιωπησε το παιδι. Αφουγκραζοταν τον αερα.  Ισως και νοερα, να ηταν εκει. Ταξιδευδε ηδη.

Σιωπησε και ο Γερων Ιερομοναχος, και καταλαβε.

Το παιδι δεν ηταν εκει, παρα μονο σωματικα. 

Αυτοπτης μαρτης, προαιρεσεως αγαθης παιδικης, της Γεσθημανειας προσευχης, μεσα στο σκοτος του αγνοουντος κοσμου, να οσμιζεται τον ιδρωτα της αγωνιας, να βλεπει να κυλανε πανω στο προσλημμα της σαρκος, θρομβοι αιματος, να βλεπει τον Υιο του Ανθρωπου, αγογγυστα και λυτρωτικα, να βασταζει ολο το αδικο και το κριμα απαρχης κτισεως.

Ωσαννα!!! και επειτα.. Αρον, Αρον σταυρωσον Αυτον! Μεσα σε λιγες μονο μερες, μεσα σε λιγες ωρες ο ανθρωπος εδειξε ολη την γυμνια του.

Ο Υιος του Ανθρωπου. Θυσια. Λυτρωση. Ανασα. Κλειδα ερμηνευτικη της Υπαρξεως.

Δυσκολα τον αναγνωριζε. Τον εβλεπε εν ετερα μορφη. Ενωπιον των Παθων.

Κατιχνο, αδυναμο, σκονισμενο, ταλαιπωρο, πτωχο και πενητα, περιπατητη με πληγιασμενα ποδια, απο τις ερημους, στους Ναους, στα στενα και τις ρυμες ενος κοσμου, ενος κοσμου που δεν ηθελε να Τον δεχθει, και ακομα και τωρα δεν Τον δεχεται. Δεν Τον πιστευει.

Θελει μονο την θεραπεια. θελει μονο την λυση. θελει μονο το "καλο", και το συμφερον.

Αλλα δεν θελει τον Ιδιο. Δεν θελει τον Χριστο, μονο και μονο για τον Χριστο. 

Και παλι, ξανα και ξανα, καθε μερα, καθε ωρα, Τον σταυρωνει, με τα αϋλα καρφια της μαυρης καρδιας του.

Παιξανε τα ματια του παιδιου, και ηρθε παλι στο νυν. Κοιταξε τον Γεροντα, που το αποθαυμαζε, και τραβουσε κομποσχοινι για να το σκεπει ο Κυριος.

Ειχε την αγωνια της φυγης απο το σπιτι, τι θα συναντουσε παλι στον γυρισμο..

Αλλα η ψυχη του δεν ελεγε να ξεκολλησει απο την πηγη, η οποια την ξεδιψουσε, σαν τον κατακοπο οδοιπορο καταμεσης στην ανηφορικη του διαδρομη, της εδινε διεξοδο, οραμα, νοημα, και την ξανοιγε σε ενα πελαγος λουσμενο στο Φως και την δροσερη αυρα της παρουσιας του Πλαστου.

Εσπασε την σιωπη και ρωτησε τον ηλικιωμενο ασκητη Λευϊτη, που ψιθυριζε αεναα, ανεπαισθητα την ευχη, του ειχε πια γινει αναπνοη, πανω στην αναπνοη, τοσο απαραιτητη, τοσο ζωογονα και τοσο ιερη.

"Ξερεις, γεροντα.." Ειπε. "θελω τοσα να σε ρωτησω, εχω χιλιαδες αποριες, θα ηθελα να γνωρισω και να ξερω οσα ξερεις να ερθω κοντα στον Θεο, να ειμαι μαζι Του, οπως εισαι εσυ, ενα σωμα, μια σκεψη, μια αγκαλια.

Αλλα ειμαι αγραμματο, δεν εχω την σοφια σου, δεν καταλαβαινω πολλα."

Ησυχα και ταπεινα ηρθε η απαντηση απο ενα στομα, αγιο, ευωδες, που οταν δεν δοξολογουσε τον Θεο, και δεν Τον ικετευε, και ποτε δεν ηταν αυτο δυνατο, γιατι παντα συνεχιζοταν εντος και εκτος Λειτουργιας, τοτε θα χαριζε σοφια ευαγγελικη, η λογους παρηγοριας, για τον καθε πονεμενο ανθρωπο, μενοντας με νηπτικη ακριβεια μακρια απο αργο λογο, ολοκαθαρο απο κακια, και κριση.

"Ο Θεος παιδι μου δεν καλεσε στην υπαρξη τον ανθρωπο για να λυσει τις αποριες του. 

Γιαυτο καλεσε τον ανθρωπο ο Θεος, για να ζει μαζι Του και να ευφραινεται την τρισαγια μακαριοτητα Του.

Δεν ειμαστε εδω για να μαθουμε τα παντα. Θυμησου τον σοφο Σωκρατη: Εν οιδα, οτι ουδεν οιδα.

Δεν φτανει μια ζωη γιαυτο. Οσα και να μαθει ο ανθρωπος, παλι αγραμματος μενει ενωπιον Θεου. 

Να θυμασαι παντα οτι τα γραμματα του Θεου, γραφονται πανω στην καρδια, και διαβαζονται ενδιαθετα μυστικα, με την ερμηνευτικη τεχνη της προσευχης και της απλοτητος.

Τους απλους αγαπα ο Θεος και σε αυτους αναπαυεται. Απλους στην καρδια, οχι απλοϊκους.

Γιατι καποιος μπορει να φθανει να γινεται ενας Μεγας Βασιλειος, πανσοφος πανεπιστημων και στα θυραθεν και στα θεια πραγματα.

Αλλα να ειναι παιδι στην καρδια και ανθρωπος της θυσιας και της προσφορας.

Ενω απο την αλλη μπορει καποιος να ειναι ξυλο απαλεκητο, και συναμα φιλαργυρος, φιλαυτος και αλαζων.

Γιαυτο ουτε με την γνωση, καθευαυτη σωζομαστε, αλλα ουτε και με την αγνοια απαλλασομαστε. Καλο και αγιο ειναι να μαθαινεις, αλλα ακομα καλυτερο και τελειο ειναι να μαθαινεις να αγαπας τον Θεο.

Καλειται λοιπον ο καθενας, να αφαιρεσει το αλφα μπροστα απο την απορια του, να της προσθεσει ενα εψιλον, εκει προς το τελος, 
δηλαδη να την κανει, απο α-πορια, μια πορ-ε-ια, και να παρει αποφαση να την περπατησει ανταμα με τον Χριστο.

Μια πορεια μαζι Του. Οδηγος, και Βοηθος, ο Θεος. Δρομος ο αγωνας που ευλογειται, και περναει μεσα απο το Ιερο. Χαρτης αλανθαστος και ακριβης η Πιστη. Καταληξη η αιωνια καταπαυση εντος Του, οχι καποτε, αλλα απο εδω και απο τωρα.

Γιατι παιδι μου, ηδη με την αποφαση, του ανθρωπου, εχει ενεργησει ο Θεος, εχει ξεκινησει η πορεια, και τα πρωτα ευεργετικα αποτελεσματα ειναι φανερα.

Ξεσπασε ο παιδικος αγγελικος ενθουσιασμος.

"Ναι! Ναι! Γεροντα, αυτο θελω, να περπατησω αυτον τον δρομο, οπως τον περιγραφεις.

Φυγε τωρα, και πηγαινε στον δρομο για το πατρικο σου, και εαν θελει ο Θεος, θα τα πουμε παλι αυριο, το συμβουλευσε ο Γεροντας.

"Δι'ευχων σου", Γεροντα αντετεινε το παιδι, και ηδη ξεκινησε καταφορτο απο χαρη και ευλογια, να κατηφοριζει το μονοπατι για το σπιτικο του..
Περασαν μερες..
Το παιδι αναπνεε πλεον με δυσκολια.
Το βλεμμα του χαμενο στο κενο.
Οι μερες περναγαν και ο πυρετος δεν ελεγε να πεσει.
Καποιοι σιγοψυθιριζαν για το ακατονομαστο "χτικιο", αυτο που οι διαβασμενοι το ελεγαν φυματιωση,
αλλοι για βαρυ "του θανατου" κρυωμα, απο παγωμα πρωϊνο του βορια, σε ημιγυμνο ιδρωμενο σωμα,
και ενας τριτος που παριστανε τον γιατρο, ετοιμαζε διαφορα μαντζουνια.
Ειχε σηκωθει σουσουρο.
Οι πορτες των σπιτιων και τα παραθυρα, τοσο κοντα, που ολο το χωριο ηξερε μεχρι και τον λογισμο του διπλανου.
Ελεγαν για τον Γερο-παπακαλογερο, που το ειχε "ξεμυαλισει", ταχατες το παιδι, και ηθελε να το παρει μαζι του.
Ξαναλεγαν, πως το μοναχοπαιδι, δεν επρεπε να φυγει, και να ρημαξει το σπιτικο του, διχως συνεχεια.
Και εβαζαν και τον επιλογο, οπως στις αρχαιες τραγωδιες,
να γινει κατι εκτακτο να φυγει ο παπαΚαλογερος, γιατι θα γινει ζημια στο χωριο.
Αδειες κουβεντες, σκορπια λογια, ρηχες σκεψεις, διχως σπουδη και φρονημα,
εχθροι της αληθειας και της βαθιας ζωης,
που αρεσκεται να πεταει ο ανθρωπος,
οταν δεν εχει διαθεση να παει να κουραστει να φτασει στην αιτια των πραγματων,
να μαθει τι υλικο εχει στην καρδια του, ο αλλος,
αλλα αρεσκεται να μενει στον αφρο, σαν τα χαζοψαρα, γιατι τον βολευει
και τον αναπαυει η δικη του πλαστη θεωρηση,
και οχι η ενοχλητικη για την υπαρξη του, αληθεια των αλλων.
Θελει ο ανθρωπος, συχνα, να μενει με την δικη του μικρο-εικονα,
εκουσια τυφλωμενος, σαστισμενος απεναντι στο μεγαλο τοπιο της συναντησης,
με τα θελω και τις αναμονες των αδελφων του,
με την προσμονη, ενος οραματος, μιας καλυτερης και βαθυτερης ζωης.
Περνανε οι εποχες, αλλαζουν οι καιροι, το υλικο ομως της ψυχης μενει το ιδιο φθηνο, η το ιδιο ανεκτιμητο,
αναλογα με τον κοπο και τον μοχθο που θα δεχτει καποιος να καταβαλλει για να το καλλιεργησει, η να το αφησει χερσο και ξεραμενο.
Η απογνωση στα ματια της μανας, τωρα εσμιγε σε μια ανοσια παρατεταμενη συνουσια,
με την κτηνωδη οργη στο προσωπο του πατερα.
Ο πατερας που δεν τα πηγαινε καλα, με τα "παπαδιστικα", οπως τα ελεγε ειρωνικα, μονολογουσε:
"Θα παω να τον βρω, και δεν θα τον ξαναδει ο ηλιος.." Ελεγε και καταριοταν.
Ειχε επηρεασθει απο καποιους μορφωμενους, με επαναστατικες νοοτροπιες και λογια σοφα, που ειχαν ερθει στο χωριο,
και ειχαν κανει κυρηγματα με υφος πομπωδες και με αυθεντια, για ανατροπη και αλλαγες, για ισο μοιρασμα, και δικαιοσυνη,
αυτην την δικαιοσυνη που γινεται ο "ταφος των εκμεταλλευτων", μοναχα στα λογια, γιατι παντα καταληγει εις βαρος των αθωων και ανισχυρων.
Ετσι εκραζαν και εταζαν μια νεα κοινωνια, με επαγγελιες ευτυχιας, κατα παραγγελια, στα μετρα του καθενος,
με νεες λεξεις, ιδια παλια νοηματα, καινουργια ονειρα, και απαραλλαχτους παλιους εφιαλτες της διαψευσης.
Ειχε διαβασει μετα αρκετης δυσκολιας, ηδη καποια γραμματα, που μοιραζαν ολογυρα αυτοι που ειχαν ερθει απο τα κεντρα αυτα των εξελιξεων
απο ξενες χωρες, και τωρα φυσαγαν, με δυναμη, σαν ανεμοι που ξεριζωνουν οτι βρουν μπροστα τους, για να φερουν καποια καινουργια παραδοξη "αρμονια" καταστροφης.
Σαν πηρε να ησυχασει λιγο το παιδι, που τρεις μερες τωρα δεν μιλαγε, μονο λιγο νερο, και ροδι στιμμενο επινε,
επειδη ελεγε ο ψευτογιατρος οτι σκοτωνει το μικροβιο, κινησε ο πατερας να παει προς το ρημαδοσπιτο του Καλογερου.
Απομεσημερο ηταν και ακουστηκε δυνατα πολλες φορες ο χτυπος στην στραβοβαλμενη πορτουλα, στο χαμοσπιτο που το ελεγαν κελλι.
"Ελα ευλογημενε, σε περιμενα, κοπιασει να σε ευλογει ο Κυριος, να πουμε τα νεα, τα καλα",
ακουστηκε ο Γεροντας.
Σαν ταυρος μπηκε μεσα ο πατερας, με το θυμικο του πεπυρωμενο, και το στομα να βγαζει αστραπες.
Δεν μπορουσε να ελεγξει την οργη του, και να βαλει σε σειρα τους λογισμους και την μιλια του.
Σηκωσε μεχρι και το χερι να τον χτυπησει, αφου τον εβρισε αρκετη ωρα, με ολα τα λεκτικα μεσα, που διεθετε, και ηταν και χυδαια,
αλλα κατι ανεξηγητο και αδιορατο τον σταματησε, και εμεινε κατακοπος, να καθισει αποτομα σε μια παλιοκαρεκλα ψαθινη,
για να καταπαυσει την οργη του, που αλλαξε βιαστικα το ρουχο της, και ντυθηκε την ιδια μαυρη νυχτικια της απογνωσης, ομοια με της μανας.
Τον αφησε να ξεσπασει ο Γεροντας.. και τι δεν ακουσε.
Και τι δεν υπεμεινε, οχι μονο την δυσκολη τουτη ωρα, αλλα χρονια και χρονια,
μα ολα τα καταπινε, και τα εσβηνε ο συγχωρητικος μαυροπινακας του τιμιου ρασου του,
με μια μακροθυμια ομοια με του Κυριου του. Ανεξικακη και αξοδευτη.
Ολα αυτα τα υπεμενε αγογγυστα ο Γεροντας με μια ολυμπια ψυχραιμια,
με μια ειρηνη αταραχη μεχρι που σε αφηνε αμιλητο, και σε ημερευε,
ας παει να ησουνα και θεριο ανημερο, ας σε ειχανε φερει και απο την αγρια σαβανα,
και απο μερη που το ζεστο αιμα θα ηταν η καλυτερη λιχουδια σου.
Απλωθηκε λιγα λεπτα σιγη, χλωμη και παγωμενη, σαν προσωπο νεκρου.
"Τι θελεις απο εμας"; Πεταξε ξερα απο ενα παραθυρο του νου, τον πρωτο λογισμο του, ο πατερας.
"Τι ζητας"; "Ασε μας να ζησουμε οπως μαθαμε, εμεις με τον Θεο σου, δεν εχουμε παρτιδες."
"Τι εχει κανει ο Θεος σου, για εμας; Δε βλεπεις που μας εχει παραπεταμενους; Ποτε μας λογαριασε να εχουμε αξια;
Mεσα στην φτωχεια και την κουραση μετραμε τα μερονυχτα μας, και αλλοι γλεντοκοπουν με τον κοπο μας.
Ερχονται εδω και μας κοροϊδευουν, απο τον ενα πολεμο μας πανε στον αλλον, και μας ξεκανουν τον εναν μετα τον αλλον,
σαν τις παστωμενες σαρδελλες σε βραδινο τσιμπουσι."
"Τα παιδια μας, απενταρα και μαραμενα, δεν μπορουν να σπουδασουν, να προκοψουν, να μαθουν τον κοσμο,
και σαν να μην εφτανε αυτο, το δικο μου παιδι τωρα μερες αργοπεθαινει, γιατι εσυ το ξεμυαλισες με τα αχρηστα λογια σου."
"Eσυ δεν εχεις οικογενεια να θρεψεις, μητε την αγωνια μερα νυχτα, να αναστησεις ενα παιδι, τι εχεις εσυ να φοβασαι;"
Σιωπαινε ο γερο Ιερομοναχος, οπως σιωπα ο Κυριος, αιωνες αιωνων,
στις αδικες κατηγοριες μας, στα πικρα παραπονα μας,
στα αδιεξοδα μας, οχι γιατι δεν εχει να δωσει λυση,
αλλα γιατι δεν εννοει να καταλαβει ο ανθρωπος ολων των εποχων,
οτι ο Ιδιος ειναι η Μονη λυση.
Και ολα τα αδιεξοδα σε Αυτον οδηγουν, και εκει καταληγουν,
γιατι εαν δεν καταληξουν εκει, να καταπαυσουν στο πελαγο της αγαπης Του,
οι ανθρωποι, αλλα βρουν και βαλουν μπροστα, δικες τους λυσεις,
αργα η γρηγορα θα καταλαβουν, οτι αυτες, δεν ειναι παρα τα αληθινα αδιεξοδα.
Αφου ξεθυμανε, προς στιγμην, ο ιδρωμενος και κατακοκκινος πατερας, με τα σκασμενα και πληγιασμενα απο τον κοπο χερια,
πηρε να μιλησει με το μελισταλαχτο αγιο στομα του ο Γεροντας.
"Ακουσε αδελφε μου, τουτα τα λογια, που θα σου πω, οχι σαν παπας η δασκαλος,
αλλα σαν πατερας, ομοιος κατα παντα με σενα, ανθρωπος αμαρτωλος και κουρασμενος.
Μπορεια να μην εχω παιδια οπως λες, γεννημενα απο το σωμα μου, και φερμενα στον κοσμο απο γυναικα,
αλλα εχω πολλα παιδια, πολλων ηλικιων, που μου δωσε ο Χριστος μας, και τα μεγαλωνω πνευματικα, οχι με τα δικα μου χερια,
αλλα με την ευλογια και την σκεπη Του, και την ατελειωτη αγαπη και υπομονη Του.
Εγω δεν θελω τιποτα απο εσας, ουτε απο το παιδι σας.
Αυτος που ζητα το παιδι σας, ειναι ο Θεος..
Και ξερεις γιατι;
Γιατι πρωτο το παιδι Τον ζητα, οπως το φαγητο το αλατι,
και θελει να σμιξει μια ζωη, και ακομα παραπερα, μια αιωνιοτητα μαζι Του.
Και ο Θεος, επειδη μας αγαπα πριν υπαρξουμε,
το θελει το παιδι, μυριες φορες περισσοτερο, και εαν Τον ρωτησεις τα παντα,
θα σου τα απαντησει, αλλα μονο μια ερωτηση, ισως δεν σου απαντησει ποτε.
Το γιατι μας αγαπα τοσο πολυ.. Εκει ισως σιωπησει, και σου δειξει αντι λογου, τα τρυπημενα αχραντα χερια Του.
Τοτε θα παρεις την απαντηση που θελεις. Και εαν εχεις καρδια που ακομα χτυπα, τοτε θα σωπασεις και εσυ με την σειρα σου.
Και θα μετανοησεις, και θα αλλαξεις ζωη.
Λοιπον μην γινεσαι εμποδιο στο θελημα του παιδιου, και του Θεου.
Αυτος ειναι Πατερας, πριν να εμφανιστει απο το τιποτα ο κοσμος.
Το παιδι σου, δεν θα παθει τιποτα παραπερα, αλλα μερα με την ημερα θα σταθει,
θα σταθει παλι ορθιο, και θα'ναι πιο δυνατο απο πριν, και θα παρει τον δρομο του.
Αυτο θα αποφασισει, αφου συμβουλευθει τον Θεο, και παρει την βουλη Του,
για την διακονια που θα επιτελεσει. Θελει να υπηρετησει μεσα στον κοσμο,
θελει να υπηρετησει τον κοσμο απο το Μοναστηρι με την προσευχη του, οτι ειναι αγιο και καλο αυτο θα πραξει.
Οσο για σενα, και τα αθωα μυαλα σου, που σου αργογυρισανε, αυτοι με τις ιδεες και τα καινουργια και φανταχτερα σχεδια,
ποιον νομιζεις οτι κοροϊδευουνε πρωτα πρωτα, καθως θαρρουνε οτι ταχα θα αλλαξουνε τον κοσμο,
μην αλλαζοντας πρωτα τους εαυτους τους, μενοντας οι ιδιοι παντα εξω απο την μαχη, για το δικιο και το καλο,
αλλα σπρωχνοντας τους αλλους, να θυσιαστουν, κοιτωντας απ'εξω και παιρνοντας αυτοι την εφημερη και λιγδιαρικη δοξα της ημερας;
Εσενα, η, τον εαυτο τους;
Στασου και συλλογισου, λιγο τον μεγαλο πολεμο που πριν μολις λιγα χρονια τελειωσε και μας πηρε και εμας το μπαρουτι.
Ποσα εκατομμυρια ψυχες, ποσες μανες και παιδια, ποσες αδικιες, ξεριζωμοι,
και ποσα εγκληματα που δεν τολμα ουτε να τα ξεστομισει στομα ανθρωπου,
ποση αγρια και ανηθικη εκμεταλλευση, στο ονομα, ανοητων και ψευδοσωτηριων ιδανικων,
καλπικων οραματων σχεδιασμενων κατα παραγγελια, σε βολεμενα βελουδινα σαλονια και σκοτεινα γραφεια,
αναμεσα σε πορνες, με ποτο και τσιγαρο και βρωμικη διασκεδαση δεν γεννηθηκαν, πληρωμενα με λερωμενο χρημα,
δεν εγιναν εις βαρος των αθωων και αφελων ανθρωπων, και δεν θα ξαναγινουν εως οτου τελειωσει ο κοσμος.
Μιλας γιαυτους που σου τρωνε τον κοπο,
και σου ρουφουν την ζωη μεσα απο τα χερια.
Αγανακτεις και ψαχνεις στηριγματα,
εκει που δεν υπαρχουν, και τρεχουν αυτοι προθυμοι,
να σου τα παρεχουν, ωστε να ξεγελαστεις και παλι απο την αρχη.
Ειναι δυνατον αυτος που ταϊζει το γουρουνι σκουπιδια ολη μερα,
μονο και μονο για να το σφαξει μια μερα, να το αγαπαει;
Μα δεν σκαβεις λιγο παρακατω, στον νου σου,
οπως σκαβεις ολη μερα στην αλυκη, για να γεμισεις τα σακκια, κατω απο τον ηλιο,
να δεις με τα ματια σου, οτι οι ιδιοι ειναι που αλλαζουν καθε τοσο το σκηνικο,
και ετοιμαζουν νεες σφαγες, νεες ψευτο-επαναστασεις, νεες αρπαγες,
μεσα απο την συγχυση και την ανακατωσουρα των ψυχων,
ωστε μονο και μονο να ξαναμοιρασουν την τραπουλα,
και να αρχισουν μια νεα παρτιδα θανατου, και κερδους,
αυτοι οι δαιμονικοι εμποροι των εθνων και των ζωων, του κοσμου.
Και κατηγορεις τον Θεο, που τους κρατα ορθιους, και αναπνεουν.
Που σου κρυβουν τον ηλιο και σου κοβουν τον αερα που δινει ζωη.
Εαν εκρυβε ο Θεος τον ηλιο, γιαυτους θα τον εχανες και εσυ.
Εαν σταματαγε ο Θεος τον αερα, και το οξυγονο θα σκαγαμε δικαιοι και αδικοι.
Και καθε φορα, που και εσυ θα εκανες το κακο, εκουσια η ακουσια,
θα επρεπε και σενα να τιμωρει επι τοπου με αφανισμο, οπως ευχεσαι γιαυτους.
Βλεπεις ομως οτι δεν το κανει. Και κανει κατα τα φαινομενα του μικρου μας μυαλου,
τα στραβα ματια. Οχι γιατι δεν ξερει και δεν βλεπει. Οχι γιατι ανεχεται το αδικο.
Αλλα γιατι αγαπα, ως Πατερας των Παντων, οσο αγαπουνε ολοι οι πατεραδες ολων των γενεων,
και ακομα οσοι θα ζησουν και στους αιωνες των αιωνων, και ακομα εις το απειρο.
Γιαυτο ανεχεται, μακροθυμει, περιμενει, και εργαζεται, με την απειρη πανσοφια Του,
για τον καθενα, το καλυτερο, και το αγαθοτερο, που μπορει να φανταστει καποιος,
ακομα και εαν κανενας μας, που αυτο-λογιζεται για δικαιος δεν το αξιζει στο παραμικρο.
Εμεις ξοφλαμε καθε μερα. Εγω τις αμαρτιες μου, και τις υποσχεσεις που εδωσα στον Θεο.
Εσυ την κουρασμενη ζωη σου, και το υπολοιπο της κλεψυδρας που σου εμεινε,
να ζησεις με την συντροφο σου, να ανεβειτε μαζι τα υπολοιπα σκαλια της ζωης,
να σταθειτε ενωπιον Του, να σας στεφανωσει με τον αγιο κοπο σας, που τον εχει πλεξει,
με καλλιτεχνια και τον εχει κανει κοτινο για τους δικαιους αθλητες της ζωης.
Μην τα βαζεις με τον Θεο των Πατερων σου.
Θυμησου τις ριζες σου. Βλασταρι εισαι, παναρχαιας σπορας.
Εαν σε ανοιγα τωρα δα, με το μαχαιρι, αγνο θυμιαμα της μανας σου, θα εβρισκα στην σαρκα σου,
αγιασμο να τρεχει στις φλεβες σου, και Θεια Μεταληψη να εχει ποτισει το ειναι σου,
και συ θελεις να κανεις ξενα θεληματα, και να ακολουθησεις αντιχριστους ξενους αφεντες;
Ποιος θα δωσει λογο για σενα, ποιος θα σε δικαιωσει, ποιος θα σβησει το κακο απο το μετωπο σου;
Εαν δεν υπαρχει Θεος αδερφε μου ακριβε, οπως σε σιγοψηνει ο λογισμος σου, και αυτοι που δεν σε αγαπουν,
Ποιος, Ποιος με την αληθεια, βρε ταλαιπωρε ανθρωπε, θα δικαιωσει την υπαρξη μας,
και ολο το αδικο που εγινε απο αρχης κοσμου και μενει να γινει, εις βαρος των ψυχων μας,
Ποιος θα μας δωσει την ζωη που μας την παιρνουν μεσα απο τα χερια;
Aναλογισου τα μεγιστα και τα τιμια της υπαρξεως σου. Ασε κατω τα αναξια, σαν λερωμενα παπουτσια.
Μπες στο Ιερο της καρδιας σου, και δες τον εαυτο σου, οπως πλαστηκες απαρχης. Εικονα Θεου. Ατιμητη και Σεβασμια.
Γενια με γενια ζυμωθηκες, να φτασεις να γινεις και συ προζυμι, με την σειρα σου, στον μελλοντα λαο του Θεου.
Απο τοτε που μετραται ο χρονος, οι γενιες σου, αδικουνται απο τους ισχυρους της γης, και παλι μενει μαγια να φανε.
Δες τι λεει ο μεγας Αποστολος των Εθνων Παυλος:
καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι,
ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες,
ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες,
ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες..
Και αυτοι, οι ισχυροι των εποχων, οι "σωτηρες" των καιρων, που ειναι;
Μεσα στην αιωνια ληθη και την αναμονη για την Δικαιοσυνη του Θεου.
Ανημποροι, ανηλιαγοι, και παρατημενοι στο σκοταδι που εργαστηκαν με την ζωη τους.
Αυτη ειναι η κληρονομια τους και το βιος τους, που αφαιμαξαν απο τους αλλους. Απο σενα.
Στασου ορθιος.
Στασου διπλα στο παιδι.
Το παιδι, ειναι η ελπιδα του κοσμου.
Διδαξου απο αυτο.
Και μεινε μαζι του καρδιακα, και με αγαπη,
σε οτι αποφασισει, γιατι κανοντας υπακοη στο παιδι,
στον Θεο κανεις υπακοη.
To παιδι ειναι ο Θεος,
και ο Θεος ειναι Παιδι παναγαθο,
αει Παιζων, και Σωζων ημας,
απο την παιδικη μας,
ανοησια και αφελεια.
Εχε την ευχη μου, γιατι και εσυ παιδι μου εισαι, και κανε ειρηνη μεσα σου,
σε θελω αυριο που εχω αγρυπνια για τους Αγιους Παντες, να ερθεις να λειτουργηθεις,
και θα δεις πως θα φωτισει ο Νοητος Ηλιος της Δικαιοσυνης, τον νου και την καρδια σου.
Να, παρε και αυτο το ξυλινο σταυρο ευλογια, που τα φτιαχνω εργοχειρο,
και ενα κομποσχοινακι, να περνας την ωρα σου, με την ευχουλα.
Και αμα θες και βιβλιο να μου ζητησεις να διαβασεις τα αγια τα γραμματα,
και να πεταξεις αυτες τις φυλλαδες που σκοτιζουν την καρδια και την ψυχη σου.
Μαλακωσε ο πατερας, και κυλησε ενα δακρυ απο τα πονεμενα ματια του.
Αλλοιωθηκε, γιατι ειχε καλη ψυχη και δουλεμενη απο καιρο, απο καλο φυραμα,
σπορα ευλογημενη, που οσο και εαν την ραντισαν φαρμακο οι πονηροι της γενιας του,
δεν ηταν ευκολο να την σαπισουν οπως τις δικες τους.
Παντα βγαζει τις πιο κρισιμες ωρες ο ανθρωπος, το πιο βαθυ περισσευμα του.
Και εαν ειναι καλο, οσο πιο δυσκολα, τα φερει ο καιρος, τοσο πιο φανερα και δυνατα θα αναβλυσει.
Εαν ειναι κακο, ας το παρει η στιγμη και η ληθη, μαζι με την Θεια Συγχωρεση.
Εσκυψε ο πατερας να παρει ευχη, απο τον Γεροντα.
Πως αλλαξε, πως γυρισε η ωρα, απο κακια σε ευλογημενη, ακομα δεν ειχε νοησει μεσα του.
Ηξερε ομως, πως φευγοντας παιρνει ελπιδα, ζωη, και ανασες,
και πανω απο ολα ξανακερδιζε κατι που ειχε ξεχασει..
Τον Ζωντανο Θεο, των Πατερων του.
Γυρισε στο σπιτικο του ο πατερας.
Γυρισε και ο χρονος.
Βρηκε κι αυτος τον δρομο του, ανοιξε δρομο στο παιδι, και δρομος εγινε η ζωη,
που την περπατησε ο καθενας, με λογισμο και με ονειρο, με δυσκολια και πιστη,
με επιμονη και ελπιδα.
Το παιδι, εγινε καλα, το παιδι εγινε ανδρας, και ο ανδρας εγινε γεροντας.
Ολα γινανε με την ευχη.
Κι οταν ηλικιωθει ο ανθρωπος, οταν φτασει στην δυση, τοτε του εγγραφονται,
δυο ανεκτιμητες παρακαταθηκες, η μια ειναι η πειρα της ζωης, η αλλη οι θυμησες,
απο τα ομορφα και τα ευλογημενα που χαριζει δωρεαν ο Θεος στο πλασμα του.
Μικρες στιγμες.
Στιγμες που τις ζει ο ανθρωπος, μια και μοναδικη φορα. Και γιαυτο ειναι ιερες.
Ενα φωτεινο πρωϊνο. Ενα χειμωνιατικο κουρνιασμα στην φωτια με την οικογενεια.
Ενα μικρο καλοκαιρι, που ζωογονει και δινει νεα δυναμη, για να συνεχιστει η ζωη. Ενα ομορφο φαγητο.
Μια συναντηση με καποιον, απο παλια. Καλα νεα, απο το παιδι, που λειπει μακρια.
Στιγμες, του βιου που μας χαριστηκε, και ολοενα μας προσκαλει να ζουμε εντονοτερα,
κοντρα στο ρολοϊ του αφανισμου που γυρνα ασπλαχνα. Μα εχει και γιαυτο ο Θεος. Εχει μεριμνησει.
Τα ομορφα κρατει στον κορφο του, ο καθενας. Τα εχει ως φυλαχτο και αποθεμα αναπνοων.
Ολα τα ασχημα απωθουνται σε ενα ανηλιαγο, στενο κελλαρι, να σβησουν, να τα παρει ο καιρος.
Γιατι ο ανθρωπος πλαστηκε για την χαρα, και εκει ειναι η φυσικη του πατριδα, εκει και το ολοφωτο λιοτριβι,
που βγαζει το λαδι το αγιασμενο, οταν αναπεμπεται ενα "δοξα τω Θεω", απο χειλη κουρασμενου ανθρωπου.
Καθισμενος στον μικρο του κηπο, σε ενα πεζουλι, οργωνε τωρα νοερα, τον καμπο των περασμενων ημερων.
Σαν να μυριζε παλι, τα λουλουδια που συναντησε περιδιαβαινοντας αυτον τον καμπο. Ευοσμα και ποικιλοχρωμα.
Σταθηκε, και μεσα στην μυστικη ησυχια του, αφουγκραστηκε την ζωη του. Ακουσε πολλα.
Φωνες, γελια, κλαματα μωρου, αγαπη της γυναικας, βογγητα απο την κουραση της ανηφοριας, ψιθυροι προσευχης,
τις δυσκολες στιγμες, αλαλαγμοι χαρουμενου παιχνιδιου, και ωρες κρυφης αφωνιας, για το σπλαχνο που φευγει.
Δεν ειχε γινει αυτο που ηθελε, δεν ειχε καταφερει να ακολουθησει τον δρομο των παιδικων ονειρων του.
Το μοναστηρι εμεινε πια ενα μακρινο, απροσδιοριστο θολο σχημα, μια πολιτεια φανταστικη, χαμενη στην αχλυ του χρονου.
Το Σχημα.. Το ηθελε, να το ενδυθει εξωτερικα, και τελικα το φορεσε η καρδια και η ψυχη του.
Και ετσι παλι το ιδιο ειναι.
Εγινε ο ιδιος Μονη.
Εμεινε εκει, γιατι αυτο ειναι η ουσια της Μονης, της καθε Μονης, το να εμμενεις εκει, να υπομενεις εν παντι τοπω,
ειτε ειναι μεσα στον αναβραζοντα κοσμο, ειτε κειται εξωμακραν, περα στην φλεγομενη ερημο,
για να περασουν οι αλλοι απο πανω του, να ζησουν, να αγιαστουν, να ευλογηθουν.
Αν δεν γινει Μονη ο ανθρωπος, να ερθει να κοινοβιασει μεσα, η αγαπη για τους αλλους, δεν τον βλεπει ο Θεος. Δεν τον ξερει.
Ακολουθωντας τις παρακαταθηκες του Γεροντα, εμεινε πιστος μεχρι να μην αναγνωριζει πια τον εαυτο του,
παρα μονο μεσα απο την κενωτικη κοινωνια με τον αλλον, με τον πλησιον, με το ετερο προσωπο.
Εδωσε τα παντα. Στην αλυκη που ακολουθησε τα βηματα του πατερα. Ελιωσε το κορμι του στο αλατι και στον κοπο.
Στην γυναικα που αγαπησε και τον αγαπησε, και ζησανε μαζι την συνοδοιπορεια την ευλογημενη.
Στα παιδια που τα ανεστησε με τον πονο της καρδιας, τις διδαχες τις πατρικες, την θαλπωρη της παραδοσης των πατερων.
Στον καθε αναγκεμενο, στην διακονια της ενοριας και της Εκκλησιας του μικρου ασημαντου χωριου του.
Ξοδευτηκε, δοθηκε, ανοιχτηκε, και κερδισε τα παντα, ακριβως γιατι τα εδωσε ολα, και πηρε αυτο ενα το οποιο μονο αξιζει.
Την σχεση την ζωντανη με τον Θεο.
Του ειχε μεινει για παντα και το ευσεβες παρατσουκλι.. Το καλογεροπαιδο.
Παλι μια στιγμη, τωρα γυρισε ο νους του, σε μερη οσια, που λατρευε να ξεχνιεται.
Αϋλα καταφυγια, αδιαβατα απ'εξω, καθως ο μυστικος δρομος προς αυτα ξεκινουσε απο κει,
και φιδογυριζε παλι, μεσα στα τρισβαθα της καρδιας και της γλυκιας μνημης.
Οι τελευταιες ωρες του.. Αυτου του σπανιου ισαγγελου ανθρωπου που του ανοιξε την πορτα για να το δει. το Φως.
Του Γεροντα Ιερομοναχου, που περασε σαν αγγελος αποκαλυψεως, και φωτισε ολογυρα το ακτιστο Φως,
μικρος κτιστος αυτος φορεας του, το ενεδυσατο δια της ιερωσυνης ως ιματιον, χαριτι του Αρχιερεως Χριστου.
Εβλεπε τωρα παλι καθαρα την ησυχη και προσευχητικη διαβαση του Γεροντα, απο την προσκαιρη ζωη,
δια του πορθμειου του θανατου, προς την Αυτοζωη, προς την αιωνιοτητα που ειναι κοινωνια με τον Ζωντα Χριστο.
Μολις ξημερωνε εξω τοτε, θυμαται. Μεσα στο κελλακι ο Γεροντας εδυε. Τι παραδοξο.
Οταν ο ανθρωπος, περιγελα τα παιχνιδια του χρονου, και τον υπερβαινει, βουτωντας με ολο του το ειναι,
στην αβυσσο της αληθινης και πανω απο αυτον απαραλλαχτης πραγματικοτητας,
με τοση ορμη, σαν το χαρουμενο παιδι στο πρωτο καλοκαιρινο μπανιο του στην θαλασσα της χαρας.
Ενα καντηλακι, ενα μικρο κερι, οι εικονες αντιφεγγιζαν. Ενα μικρο αγιορειτικο καντζιο εκαιγε θυμιαμα.
Υστατες κουβεντες, μικρες οι ωρες, τις κραταγε με τα δοντια το παιδι, να μακρυνουν, να απολαυσει λιγο ακομα τον Γεροντα.
Στιβοντας τον νου, που ειχε διανυσει πλεον ακαταμετρητα χιλιομετρα, μα εξακολουθουσε να ειναι διαβατης δυνατος,
μεσα στους διαδρομους τους απεραντους με τις βιβλιοθηκες των στιγμων της ζωης, εφερε πισω και εδωσε ξανα ζωη στις εσχατες συνομιλιες τους.
Θυμηθηκε τις ευχες του Γεροντα. Την απλετη χαρα για την μεταστροφη του πατερα.
Τις διδαχες για το πως θα πορευθει στα βηματα του Θειου θεληματος.
Υπομονη. Υπακοη. Πιστη. Ελπιδα. Αγαπη. Αυτογνωσια. Θαρρος. Διαρκης μετανοια και εγρηγορση.
Οτι θελει ο Θεος που εφτασε να γινει Ανθρωπος, ωστε να γινει ο ανθρωπος χαριτι, οτι ειναι ο Θεος φυσει, με το χαρισμα Του.
Εχε την ευχη μου, αγιοπαιδι μου, καλο μου πλασμα. Στην δινω καρδιακα, να την εχεις παραστατη.
Ζησε. Αγωνισου, μην φοβηθεις ποτε τιποτα και κανεναν, παρα μονο το να χασεις τον Θεο.
Δες το Ευαγγελιο Του. Γινε δρομος να ερθει να σε συναντησει. Γινε Μυροφορα να πας ξημερωμα στον Ταφο Του.
Γινε Μαθητης να πας προς Εμμαους, να μιλησεις μαζι Του, να σου αποκαλυφθει εν τη κλασει του Αρτου.
Γινε Παυλος, να περασεις ολα τα εμποδια της ζωης, ληστες λογισμους, ναυαγια αρετης, φυλακες παθων,
περασε απο ξενους τοπους θεοεγκαταλειψης και θεοδοκιμης, κυρηξε με την ζωη σου σε ανθρωπους-πολιτειες.
Μη φοβηθεις εξουσιες, κακο, συγκυριες και επιλογες, αλλα αφησε τα ολα στον Θεο, σαν τον Ιωβ.
Μεσα στην τυχον αρνηση σου, απο τον κοπο της ζωης, κρατησου απο την τριπλη καθαρτικη μετανοια του Πετρου.
Μονο μην γινεις Ιουδας. Ποτε μην προδωσεις το παιδι, που θα μεινει για παντα μεσα σου.
Το παιδι αυτο ειναι ο εαυτος σου, ο αληθινος σου εαυτος καθως εστι, εν τω Χριστω.
Σβησε τωρα το κερι, αφησε μοναχα το καντηλακι, και διαβασε μου,
διαβασε μου απο τα αγια γραμαμτα που σου διδαξα. Οτι θες, οτι αγαπας..
Και αρχισε να διαβαζει το παιδι, το παιδι με το αγγελικο στομα,
που ηταν με μιας ολος ο κοσμος, ολη η κτιση ενα παιδι απαρχης,
μια τελεια υπαρξιακη αθωοτητα, μια αγνη δημιουργικη αγαπη που φερνει τα παντα στο Ειναι..
Ηθελε χωρις να ξερει το γιατι, να πει τους Μακαρισμους. Το ζητουσε η ψυχη του.
Αβυσσος αγαπης, σοφιας, ελεους, ελπιδος οι Μακαρισμοι, και η αβυσσος Αβυσσον επικαλειται.
Και οπως αρχισε αργα να διαβαζει,
το ιδιο αργα κυλουσε το δακρυ ζεστο και αληθινο απο τα ματια του.
Ἐν τῇ βασιλείᾳ σου, μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε..
Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται.
Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν.
Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται.
Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται.
Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.
Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται.
Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Μακάριοί ἐστε, ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα, καθ΄ ὑμῶν ψευδόμενοι, ἕνεκεν ἐμοῦ.
Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς..
Ηρθε παλι στο νυν. Συνεχισε την ζωη του στο ιστορικο της προσκαιρο παρον.
Πηγαινε συχνα και εβρισκε παρακληση στο μνημα του Γεροντα.
Του μιλαγε, και επαιρνε δυναμη. Ηξερε οτι τον σκεπει και τον βλεπει ο Γεροντας.
Κι αν δεν καταφερε να γινει αυτο που ηθελε ο ιδιος, δεν εχει τοση σημασια.
Γιατι εγινε αυτο που ηθελε ο Θεος, δια του Γεροντος. Αυτο ειναι που εχει αξια.
Εγινε ενας απλος ταπεινος, ανθρωπος του Θεου. Ανθρωπος αληθινος.
Οπως γραφει το Ευαγγελιο εγινε το αλας της γης του, και του τοπου του.
Εμεινε για παντα ενα παντοτινο παιδι, ενα αστειρευτο χαμογελο,
μια καρδια παιδικη σε ενα γερασμενο σωμα, μεχρι που περασε και αυτος στην ληθη του κοσμου,
και στην ζωογονα Μνημη του Θεου, και Πατρος.
Ας εχουμε την ευχη του.
Την αγνη και ολοδυναμη ευχη ενος καλογεροπαιδου, ποιος δεν θα την ηθελε..

Αναζήτηση...
http://www.xristianos.net/