''Ξέρω κάτι τύπους που φοράνε μόνο μαύρα...''


ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ
(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Ξέρω κάτι τύπους που φοράνε μόνο μαύρα κι ασχολούνται συνεχώς με το θάνατο...
Ο θάνατος τούς απασχολεί τόσο πολύ, που έχουν πάντα ραμμένη στα ρούχα τους μια ζωγραφισμένη νεκροκεφαλή.

Δεν ξυρίζονται, δεν κουρεύονται, δεν κάνουν κανονικό μπάνιο, πλένονται μόνο για λόγους υγιεινής· εκεί που μένουν είναι μάλλον αδύνατο να βρεις καθρέφτη. Δε μένουν στα σπίτια τους, αλλά ζουν σε μικρά δωμάτια, συνήθως μέσα σε αρχαία κτίρια, που τα συντηρούν και τα περιποιούνται. Τις νύχτες μαζεύονται και ψάλλουν χωρίς ν’ ανάβουν ηλεκτρικό φως, κρατώντας μόνο αναμμένα κεριά. Καίνε και αρωματικά λιβάνια, ενώ μερικές νύχτες περιφέρονται ψάλλοντας με τα κεριά τους στα δάση.

Καλλιεργούν μόνοι τους το φαγητό τους. Έχουν τεράστιες περιόδους που δεν τρώνε κρέας, ενώ οι πιο προχωρημένοι απ’ αυτούς δεν τρώνε κρέας ποτέ, αλλά μένουν μάλιστα μέσα στα δάση, σε καλύβες ή σπηλιές, μερικοί και σε χαράδρες, κι εκεί έρχονται σε άμεση επαφή με τα πλάσματα της γης. Όλα τα πλάσματα της γης τ’ αγαπάνε και πολλοί φτάνουν στο σημείο να μπορούν και να επικοινωνήσουν μαζί τους....

Ανάμεσά τους είναι πολλοί μορφωμένοι, που διαβάζουν με τις ώρες ερευνώντας παμπάλαιους τόμους αρχαίας σοφίας, αλλά μετά σκάβουν και ποτίζουν τη γη δίπλα στους αγράμματους. Υπάρχουν τέτοιοι και άντρες και γυναίκες, αν και οι πιο προχωρημένοι έχουν ξεπεράσει ακόμα κι αυτή τη διάκριση…

Δεν έχουν ανάγκη κανέναν από τον «πολιτισμένο κόσμο» και είναι ελεύθεροι. Είναι ελεύθεροι όμως, όχι γιατί δεν έχουν ανάγκη κανέναν, αλλά επειδή τους αγαπούν όλους· επειδή μας αγαπούν όλους. Είναι δίπλα μας, νοιάζονται για μας, αλλά εμείς δεν τους βλέπουμε. Εσύ έχεις δει ποτέ κάτι τύπους που φοράνε μόνο μαύρα κι έχουν πάντα ραμμένη στα ρούχα τους μια ζωγραφισμένη νεκροκεφαλή; 

Το όνομά τους είναι «ορθόδοξοι μοναχοί».
«Η αγάπη αυτή δεν έχει όρια· δεν ερωτά: ποιος είναι άξιος και ποιος δεν είναι; αλλ’ αγαπά τους πάντες: αγαπά φίλους και εχθρούς, αγαπά αμαρτωλούς και κακούργους, δεν αγαπά όμως τις αμαρτίες τους και τα εγκλήματά τους· ευλογεί εκείνους που καταριούνται και ως ήλιος φωτίζει και τους πονηρούς και του αγαθούς (Ματθ. 5, 45-46). […] Η αγάπη του Χριστού είναι πάντοτε παν-αγάπη» (άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, καθηγητής του πανεπιστημίου Βελιγραδίου (Σερβία), 1894-1979). 
                         Και ποια είναι η θέση του Χριστού σ’αυτή την ιστορία;

 Το λέει ένας από τους πιο άγιους μοναχούς που έζησαν στο Αιγαίο τα τελευταία χρόνια, ο γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής της Πάτμου: 

«Αγάπησε τον Ένα για να σε αγαπήσουν όλοι. Θα σε αγαπούν όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα, διότι βγαίνοντας η Θεία Χάρη προς τα έξω ηλεκτρίζει και μαγνητίζει ό,τι βρει μπροστά της. Αλλά όχι μόνο θα σε αγαπούν, θα σε σέβονται κιόλας, διότι στο πρόσωπο το δικό σου θα εικονίζεται το αγνό παρθενικό πρόσωπο εκείνου που θ’ αγαπάς και θα λατρεύεις».

Και ο μεγάλος Ρώσος άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ λέει:
«Βρες την ειρήνη και χιλιάδες άνθρωποι θα ειρηνεύσουν μαζί σου».
 Πού το πάω; 

Αυτά που γράφω για τους μοναχούς, δεν εννοούν καθόλου ότι σε προσκαλώ να γίνεις μοναχός. Πολλοί άνθρωποι, και σήμερα αλλά και στις παλιές εποχές, βρήκαν αυτή την ειρήνη, αυτό το φως και ...την αγάπη, στο σπίτι τους, κάνοντας οικογένεια και έχοντας τις καθημερινές τους ασχολίες. Επειδή όμως οι μοναχοί έχουν μετατρέψει αυτή την αναζήτηση σε επιστήμη, η μελέτη της σοφίας τους ή έστω μερικές γνώσεις για τους τρόπους τους, πιστεύω πως θα συναντήσουν και θ’ απαντήσουν τις ανησυχίες σου. Άλλωστε και οι μαυροντυμένοι έφηβοι είναι κι αυτοί μοναχοί – και οι μοναχοί δεν είναι μόνοι, δε ζουν μόνοι, αλλά σε κοινωνίες (μοναστήρια), μέσα στις οποίες εξασκούνται στο να αγαπούν.   


Άγιος Παΐσιος o Αγιορείτης
Άγιος Συλουανός ο Αθωνίτης




                                                                    


Ονομάζονται «μοναχοί» επειδή δεν έχουν σύζυγο, όχι επειδή «ζουν μόνοι τους». Δε ζουν μόνοι τους· μόνο οι πιο προχωρημένοι και άγιοι μπορεί να απομονώνονται, για να προσεύχονται με απόλυτη ησυχία για όλο τον κόσμο. Άλλωστε όλοι οι άνθρωποι κάποιες στιγμές απομονωνόμαστε, και μάλιστα εκείνοι στην ουσία δεν απομονώνονται ποτέ, γιατί η προσευχή τους τούς ενώνει με όλους τους ανθρώπους, και (ή μάλλον επειδή τους ενώνει πρώτα απ’ όλα) με τον Άνθρωπο που αγάπησε πιο πολύ από τον καθένα, τον Ιησού Χριστό. Αυτή είναι και η διαφορά της προσευχής από τη γιόγκα και το διαλογισμό κάθε είδους. 

Μοναχοί των μπαρ και των σκοτεινών δρόμων, και μοναχοί των μοναστηριών: δυο παράλληλοι δρόμοι, από ανθρώπους ζωντανούς και ζεστούς, με φλεγόμενη καρδιά, που αναζητούν τους ίδιους θησαυρούς, τους μεγαλύτερους θησαυρούς του σύμπαντος. Πολλοί μοναχοί των μοναστηριών ήταν προηγουμένως μοναχοί των δρόμων. Και βρήκαν αυτό που ήθελαν, αυτό που τους ενώνει με όλους και με όλα και θεραπεύει τις πληγές που μένουν μέσα στην κοινωνία ανοιχτές. 



Παίξε όπως είσαι!

Τι να κάνω τώρα; Να αρχίσω να πηγαίνω εκκλησία; Να εξομολογούμαι; 
Να μεταλαβαίνω κ.τ.λ.; Ας πούμε ότι, γι’ αρχή, ναι, είναι τόσο απλό. Για τη σημασία αυτού του πράγματος δες το άρθρο «Συνεργείο διάσωσης και επισκευών». Είπες πως είσαι άθεος; Δεν «πιστεύεις στο Θεό»; Δεν πειράζει. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν άθεοι. Εκείνος τους δέχεται όλους, άσχετα αν «Τον πιστεύουν» ή όχι. 

Έχεις κάνει πράγματα, για τα οποία ντρέπεσαι; Το ίδιο και πολλοί απ’ αυτούς και, σε κάποιο βαθμό, όλοι οι άνθρωποι. Άλλωστε, γι’ αυτό μας καλεί, για να γιατρέψει την ψυχή μας από το βάρος των κακών μας πράξεων, όσο κακές κι αν είναι: 

«Θυμάμαι τι μου συνέβη, όταν για πρώτη φορά με αληθινή συντριβή για τις αμαρτίες μου πήγα για εξομολόγηση. Όλη η ζωή που έζησα ορθώθηκε μπροστά μου ως αδικία από την αρχή ώς το τέλος. Όταν συνάντησα τον ιερέα, δεν μπορούσα να μιλήσω καθόλου από τη θλίψη, τα δάκρυα, τον καρδιακό πόνο, αλλά μόνον έκλαιγα. 

Και πιστέψτε με, πριν ακόμη αρχίσω να μιλώ για τις αμαρτίες μου, ο Ίδιος ο Κύριος “εξήλθε προς συνάντησίν μου” και έπεσε στον τράχηλό μου και με καταφίλησε, και ήμουν γι’ Αυτόν αγαπητός, χωρίς να περιμένει από μένα πότε θα πω “συγχώρησον”, όπως και στην παραβολή ο άσωτος είπε “Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου”, όταν ήδη ο Πατέρας τον δέχτηκε στην αγκαλιά Του. »Κατηγορούσα τον εαυτό μου για όλα. 

Ο Κύριος όμως δεν πρόφερε ούτε ένα λόγο μομφής· μόνο χαιρόταν “ότι ο υιός αυτός απολωλώς ην και ευρέθη, νεκρός ην και ανέστη”. Τι νύχτα ήταν εκείνη! Μου είναι αδύνατο να τη διηγηθώ. Πόσο μας αγαπά ο Κύριος!» (άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, 1896-1993).
Ο Νεκρός για τον κόσμο