Γέροντας Παΐσιος: Μεγάλη αρρώστια οι μάταιοι λογισμοί.





Φωτό: Ιφ.Βαρδοπούλου
«Στην εποχή μας η μεγαλύτερη αρρώστια είναι οι μάταιοι λογισμοί των κοσμικών ανθρώπων. Οι άνθρωποι όλα μπορεί να τα έχουν εκτός από καλούς λογισμούς. Ταλαιπωρούνται, γιατί δεν αντιμετωπίζουν τα πράγματα πνευματικά. Π.χ. ξεκινάει κάποιος να πάει κάπου, παθαίνει μια μικρή βλάβη η μηχανή του αυτοκινήτου του και καθυστερεί λίγο να φθάσει στον προορισμό του. Αν έχει καλό λογισμό, θα πει: «Φαίνεται ο καλός Θεός έφερε αυτό το εμπόδιο, γιατί ίσως θα πάθαινα κάποιο ατύχημα, αν δεν είχα αυτή την καθυστέρηση. Πώς να Σε ευχαριστήσω, Θεέ μου, γι' αυτό;», και δοξάζει τον Θεό. Ενώ, αν δεν έχει καλό λογισμό, δεν θα αντιμετωπίσει πνευματικά την κατάσταση, θα τα βάλει με τον Θεό και θα βρίζει: «Να, θα πήγαινα νωρίτερα, άργησα, τι αναποδιά! Και αυτός ο Θεός.».
Ο άνθρωπος, όταν δέχεται ό,τι του συμβαίνει με δεξιό λογισμό, βοηθιέται. Ενώ, όταν ...
δουλεύει αριστερά, βασανίζεται, λιώνει, παλαβώνει. Μια φορά, πριν από χρόνια, μπήκαμε σε ένα φορτηγό που είχε για καθίσματα κάτι σανίδες, για να έρθουμε από την Ουρανούπολη στη Θεσσαλονίκη. Μέσα ήταν άνω-κάτω βαλίτσες, πορτοκάλια, ψάρια, βρώμικα καφάσια από ψάρια που τα επέστρεφαν, παιδιά από την Αθωνιάδα, άλλα καθιστά, άλλα όρθια, καλόγεροι, λαϊκοί. Ένας λαϊκός ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Ήταν και χονδρός και, επειδή κάπως στριμώχτηκε, έβαλε τις φωνές: «Τι κατάσταση είναι αυτή!». Πιο εκεί ήταν ένας μοναχός που, ο φουκαράς, ήταν κουκουλωμένος μέχρι επάνω από τα καφάσια και μόνο το κεφάλι του είχε έξω. Εν τω μεταξύ, όπως κουνιόταν το φορτηγό - ο δρόμος ήταν ένας καρόδρομος χαλασμένος, έπεφταν τα στοιβαγμένα καφάσια και ο καημένος προσπαθούσε να τα πετάει αριστερά-δεξιά με τα χέρια του, για να μην τον χτυπήσουν στο κεφάλι. Και ο άλλος φώναζε, επειδή καθόταν λίγο στριμωχτά. «Δεν βλέπεις», του λέω, «εκείνος πώς είναι, κι εσύ φωνάζεις;». Ρωτάω και τον μοναχό: «Πώς τα περνάς, πάτερ;». Κι εκείνος χαμογελώντας μου λέει: «Από την κόλαση, Γέροντα, καλύτερα είναι εδώ!».
Ο ένας βασανιζόταν, αν και καθόταν, και ο άλλος χαιρόταν, παρόλο που τα καφάσια κόντευαν να τον κουκουλώσουν. Και είχαμε δυο ώρες δρόμο, δεν ήταν και κοντά. Ο νους του λαϊκού γύριζε στην άνεση που θα είχε, αν ταξίδευε με λεωφορείο, και πήγαινε να σκάσει, ενώ ο μοναχός σκεφτόταν την στενοχώρια που θα είχε, αν βρισκόταν στην κόλαση, και ένιωθε χαρά. Σκέφθηκε: «Σε δυο ώρες θα φθάσουμε και θα κατεβούμε, ενώ οι καημένοι στην κόλαση ταλαιπωρούνται αιώνια. Ύστερα εκεί δεν έχει καφάσια, κόσμο κ.λπ., άλλα είναι κόλαση. Δόξα Σοι ο Θεός, εδώ είμαι καλύτερα».
(Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου - Λόγοι Γ΄- Πνευματικός αγώνας)
Από την ιστοσελίδα: http://gerontes.wordpress.com/