Η αγία Επίχαρις ζούσε στην Ρώμη την εποχή που ξέσπασε ο διωγμός του Διοκλητιανού (303-305).
Καίτοι ήταν δωδεκα ετών, συνελήφθη ως χριστιανή και ανακρίθηκε από τον έπαρχο Καισάριο, ο οποίο πρόσταξε να την κρεμάσουν και να την ξύνουν.
Ενώ η μάρτυς έπασχε, προσευχόταν στον Θεό να δείξη τα θαυμάσιά του στους παρευρισκομένους ειδωλολάτρες και ευθύς η πέτρα, επάνω στην οποία στεκόταν η αγία, ανέβλυσε άφθονο νερό.
Το θαύμα αυτό οδήγησε πολλούς εθνικούς στην πίστι του Χριστού.
Ο Καισάριος όμως το θεώρησε μαγεία και...
διέταξε τέσσερεις στρατιώτες να την κτυπούν στον τράχηλο με μολύβδονες σφαίρες.
Η Επίχαρις παρεκάλεσε τον Θεό να δείξη την δύναμί του και στον Καισάριο.
Έπεσαν τότε νεκροί και οι τέσσερεις δήμιοί της, ο δε έπαρχος από την λύπη του συντόμευσε την δίκη, διατάζοντας να αποκεφαλίσουν την μάρτυρα και να καύσουν το τίμιο λείψανό της.
“Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος πρώτος – Σεπτέμβριος, σ. 306-307)