Ὁ Γιάννης ὁ ἀλήτης





Ἡ ἱστορία εἶναι πραγματική. Γιά εὐνόητους λόγους ἔχουν γίνει ἀλλαγές στά ὀνόματα.
Ἦταν ὁ ἀπόλυτος ἀλήτης. Ἀναρχοαυτόνομος πού λένε. Δέν εἶχε μόνιμη δουλειά, γυρνοῦσε ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ. Κάθε βράδυ ἔβγαινε, ποτέ τοῦ δέν εἶχε σταθερή σχέση. Τά ροῦχα του, τό βλέμμα του, ὁ τρόπος πού περπατοῦσε. Γεμάτα ἀντίδραση. Ὅλα τό ἔδειχναν ὅμως. Κάτι ζητοῦσε διαφορετικό, μά τό ἔψαχνε σέ λάθος δρόμο. Ἔμενε στή γειτονιά μου καί τόν εἶχα δεῖ πολλές φορές.  Στήν ἀρχή δέ μιλούσαμε, ἀλλά μία φορά στήν ἐξώπορτα τῆς εἰσόδου τῆς πολυκατοικίας μᾶς μιλήσαμε καί ἀπό τότε λέγαμε ἕνα "γεια".
Κάποιο ἀπόγευμα, γυρνώντας κατάκοπος ἀπ'τή δουλειά, τόν εἶδα νά κάθεται στό μικρό πάρκο τῆς γειτονιᾶς μας. Σκυφτός σέ μία κούνια. Προβληματισμένος. Συννεφιασμένο πρόσωπο....
Ὁ δρόμος μου μέ πήγαινε πρός τά ἐκεῖ. Δίστασα νά τόν προσεγγίσω. Ὄχι γιατί δέν ἤθελα, ἀλλά γιατί πολλές φορές εἶναι καλύτερα νά ἀφήνεις κάποιον μόνο τοῦ τέτοιες στιγμές. Τελικά, πλησίασα. Στάθηκα γιά λίγο ἀκίνητος δίπλα του. Δέ σάλεψε. 
- Τί ἔχεις, Γιάννη; Ὅλα καλά, ἀδερφέ;
Ἀργοσήκωσε τό πρόσωπό του καί εἶδα τά κόκκινα (μᾶλλον εἶχε κλάψει πιό πρίν) μάτια του νά'χουν κάτι τό πρωτόγνωρο. 
- Ρέ, δέν πάει ἄλλο ρέ φίλε, μοῦ λέει. Δέ μπορῶ ἄλλο ἔτσι ρέ...
- Τί ἔγινε;
- Ἐσύ πού' χεις σχέση μέ ἐκκλησίες καί τέτοια γιά πές μου... Ὁ Θεός εἶναι σάν....

 τό τσιγάρο; Τόν εὐχαριστιέσαι; 
- Αὐτό δέ μπορῶ νά στό ἀποδείξω, τοῦ ἀπαντῶ. Πρέπει νά τό ψάξεις μόνος σου. Γιατί ρωτᾶς;
- Ρέ, μοῦ ἔχουν συμβεῖ περίεργα πράματα τόν τελευταῖο μήνα πού δέ μπορῶ νά στά πῶ. Μόνο πές μου... Ξέρεις κάναν παπά ποῦ νά' ναι καλός; Δηλαδή νά γουστάρεις νά μιλήσεις μαζί του;
- Ναί, ἀδερφέ. Ξέρω κάποιους.
- Θέλω νά πάω, ρέ. 
- Νά πᾶς. Ἔχεις ὄρεξη νά πᾶς Ἅγιο Ὅρος; Ἐκεῖ θά σέ στείλω.

Τοῦ σύστησα κάποιον γνωστό μου γέροντα σέ μία μονή τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Τοῦ κανόνισα διαμονητήριο, καραβάκι κλπ καί πῆγε.
Οἱ μέρες πέρασαν. Κάθε φορᾶ πού γυρνοῦσα κοιτοῦσα δεξιά-ἀριστερά τό δρόμο μπᾶς καί τόν πετύχω πουθενά. Μάταια ὅμως. Πέρασε ἕνας μήνας περίπου. Ὥσπου κάποιο πρωινό τόν πέτυχα. Δέν πίστευα αὐτό πού ἔβλεπα μπροστά μου. Λές καί ἔβλεπα ἄλλον ἄνθρωπο. 

- Ποῦ χάθηκες ρέ φίλε; τοῦ λέω.
- Ἅγιο Ὅρος ἤμουν. Ἐκεῖ ἔκατσα στόν πάπα-Διονύση. 
- Ὅλο αὐτό τόν μήνα ἤσουν μέσα στό Ὅρος;
- Ναί, ἀδερφέ.
- Καί;
- Ἀδερφέ, θά ξαναπάω πάλι. Σέ λίγες μέρες. Τό μέρος ἐκεῖνο ἔχει κάτι τό μαγικό. Ἔκοψα τό κάπνισμα!
- Ἄντε ρέ!
- Ναί. Ρέ, ὁ Θεός μέ ἀγαπάει ρέ. Ἀκόμα καί μένα τόν ἀλήτη. Δέ τό πίστευα ρέ, ἀλλά νά'ναί καλά καί ὁ πάπα-Διονύσης. Ἅγιος ἄνθρωπος. Σάν πατέρας μου ἦταν. Μέ βοήθησε νά τά ξεπεράσω ὅλα....

(...)
Ὁ Γιάννης ἀπό τότε ἄλλαξε ριζικά. Τό καταλάβαινες. Φαινόταν. Τά μάτια τοῦ πλέον ἔδειχναν ξεκάθαρα μία ἀπίστευτη ἀλλαγή. Τόν ἔβλεπα καί δέν τό πίστευα. Γιά νά μή σᾶς κουράζω, ἁπλά νά σᾶς πῶ ὅτι ὁ Γιάννης βρῆκε δουλειά καί γνώρισε καί μία καλή κοπέλα. Κάποια μέρα χτύπησε τό κουδούνι τοῦ σπιτιοῦ μου. Ἦταν ὁ ἀποχαιρετισμός. Θά μετακόμιζε ἀλλοῦ. Θά παντρευόταν.
Ἀπό τότε ἔχασα τά ἴχνη του. Ὅμως, εἶμαι σίγουρος ὅτι ὅπου καί νά' ναι θά μέ θυμᾶται καί μένα στήν προσευχή του. 
Τέτοιοι ἄνθρωποι σάν τόν Γιάννη ἔχουν σπουδαῖες δυνατότητες. Κρύβουν μία τεράστια δυναμική μέσα τους. Καί, ἅμα γνωρίσουν τό Χριστό, ἅμα διοχετεύσουν ἐκεῖ τήν ἀγάπη τους, γίνονται πολύ σπουδαῖοι. Μπῆκε μέσα στήν βασανισμένη καρδιά τοῦ ὁ Χριστός καί ἔκανε τά πάντα καινούρια... Ἔκανε τόν Γιάννη καινούριο. Ἔκανε τό Γιάννη εὐτυχισμένο...