Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ—ΜΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ




     




     Ή ακόλουθος ιστορία από τήν ζωήν τής συγχρόνου ζωής τής Ελλάδος μάς αποκαλύπτει μιά φορά ακόμη πόσο αναγκαίον είναι νά ζήσωμεν σύμφωνα μέ τάς εντολάς τού Θεού.  Μάς λέγει πολύ γραφικά ότι ή παράβασις τών εντολών τού Θεού φέρνει τήν δυστυχίαν καί τήν εσωτερικήν ταραχήν.

          Τό όνομα τού ανθρώπου πού μάς διηγεί τήν ιστορίαν ονομάζεται Αντώνιος.  Είναι ταξιτζής στήν Αθήνα.  Αυτός καί ένας άλλος προσκυνητής πήγαιναν τό Άγιον Όρος νά επισκεφθούν ένα Γέροντα Μοναχόν πού τούς εβοήθησε θαυματουργικά στήν ζωήν τους.  Πηγαίνοντας όμως στό Άγιον Όρος έχασαν τό φέρι μπότ καί αναγκάστθηκαν νά παραμένουν στήν Ουρανούπολιν μιά βραδυά.  Πρίν τούς πιάσει ό ύπνος, τούς εδόθη ή ευκαιρία νά γνωριστούνε καί νά ανταλλάξουνε τά πάθια καί τούς πόνους τους.  Καί οί δυό τους πήγαιναν νά βρούν τό Γέροντά τους.  Σιγά, σιγά, μάθανε πώς πήγαιναν νά ιδούν τόν ίδιον Γέρονα στά Καυσοκαλύβια. 

Τώρα ό Αντώνης λέει τήν ιστορίαν του.
 “Οπως  ξέρεις, δούλευα καί δουλεύω ταξιτζής στήν Αθήνα.  Μόλις τέλειωσα τό στρατιωτικό μου, ένας μπάρμπας μου έρχεται καί μού λέει: “Άκου, ανεψιέ μου. Εγώ τά ‘φαγα τά περισσότερα ψωμιά μου, καί όπου νά ‘ναι θά τό παρατήσω τό ταξί.  Μιά πού ό Θεός δέν μού έδωκε παιδιά, λέω νά... σέ πάρω κοντά μου άν θέλεις, νά μάθεις τήν δουλειάν, καί μετά, όταν εγώ αποτραβηχτώ, νά συνεχίσης εσύ τήν δουλειά.  Μπορεί νά μή γίνεις πλούσιος, μά θά έχεις αρκετά γιά νά θρέφεις τή φαμελιά σου.  Όσο γιά τήν άδειαν, πού αξίζει πιό πολύ από τό αυτοκίνητο, θά μού τήν ξεπληρώνεις σιγά-σιγά, καί στό τέλος θά είναι όλα δικά σου δίχως νά τό καταλάβεις.”  Στήν αρχήν σά νά μού κακοφάνηκε, ν’ αφήσω τό χωριό μου, έξω απ’ τήν Κυπαρισσίαν, πού έμοιαζε παράδεισος, καί νά ‘ρθώ νά ζήσω στήν Αθήνα.  Όταν τό καλοσκέφτηκα, όμως, μού άρεσε ή ιδέα τού θείου μου. Κ’ εκείνος θά ξεκουραζόταν, έχοντας ένα δικό του άνθρωπο στό αυτοκίνητό του, αλλά κ’ εγώ θά έβρισκα δουλειά καί περιουσία μέ τό ταξί, πού σέ λίγα χρόνια θά γινότανε δικό μου, δίχως νά παιδευτώ η νά χρεωθώ μέ γραμμάτια καί τράπεζες.  Τό είπα στόν πατέρα μου καί στήν μάνα μου.  “Κάνε όπως εσύ καταλαβαίνεις,” μού απάντησαν.  Μάζεψα, λοιπόν, τά πράγματά μου καί πήγα στήν Αθήνα.  Στήν αρχήν έμενα στό θείο μου, στό Περιστέρι.  Μετά, βρήκα ένα σπίτι στό Γαλάτσι καί τό νοίκιασα.  Γνώρισα καί μιά κοπέλλα σέ μιά γιορτή ενός χωριανού μου, πού μού άρεσε.  Τήν ζήτησα, δέχτηκε.  Καί σέ λίγον καιρόν παντρευτήκαμεν.  Ήτανε μιά πολύ καλή κοπέλλα καί καταγότανε από τά μέρη τά δικά μας.  Τό χωριό της δίπλα στό δικό μας, ούτ’ ένα χιλιόμετρο απόσταση.

          Επιπλώσαμεν τό σπίτι, πήραμεν μεγάλο ψυγείο καί ηλεκτρική κουζίνα—όλα όσα χρειάζονται γιά ένα σπίτι.  Στό μεταξύ ό θείος μου αρρώστησε καί πέθανε.  Ή θεία μου έφυγε, νά ζήση στό χωριό.  Μού είπε άν θέλω νά πάω καί νά μείνω στό σπίτι της, μά δέν μού άρεσε.  Τό νοίκιασε τότε, κ’ εγώ φρόντιζα νά τής στέλνω κάθε μήνα τό ενοίκιο στό χωριό, καθώς καί τ’ άλλα χαρτιά πού έρχονταν, θές γιά τήν σύνταξιν, θές γιά τό ηλεκτρικό,
τό  νερό, τά τέλη τού δήμου καί όλα τ’ άλλα πού μάς βομβαρδίζουν ασταμάτητα στήν Αθήνα, κάθε λίγο καί λιγάκι.

          Ή γυναίκα μου δούλευε πωλήτρια σ’ ένα κατάστημα τών Αθηνών, μά τήν σταμάτησα.  Τήν ήθελα στό σπίτι καί όχι νά γυρνάη από δώ καί από κεί.  Στενοχωρήθηκε λίγο, μά δέν είπε τίποτε.  Τότε ακριβώς ήταν πού γνώρισα μιά νέα κοπέλλα, πού ήταν πανέμορφη, μά πού ήταν ό ίδιος ό διάβολος!  Τήν είχα πάρει από τό Παγκράτι καί τήν πήγα στό Χαλάνδρι.  Πρίν τήν αφήσω, μού λέει: “Είναι κάπως νωρίς ακόμη, γιά τήν ώρα πού μέ περιμένουν.  Άν θέλεις νά κάνουμε περίπατο στά βουνά τής Πεντέλης, εγώ δέν θά είχα σοβαρή αντίρρηση.”  Εγώ, πού τήν είχα ιδεί, έν τώ μεταξύ, μέσ’ από τό καθρεφτάκι, νά μέ τρώει μέ τά μάτια της, τράβηξα ίσια τήν λεωφόρον Πεντέλης, ώσπου νά πιάσουμεν τά σκιερά πεύκα καί πιό πάνω κάτι δασιά καί δροσερά πλατάνια.  Όταν φύγαμεν, τής ζήτησα νά τήν ξαναδώ καί δέν αρνήθηκε.  Μού έγινε τέτοια συνήθεια, πού άρχισα νά παραμελώ τήν γυναίκα μου.  Καί, σά νά μήν έφτανε αυτό, μιά μέρα πού ό σατανάς μέ κυρίεψε ολόκληρον, λέω στήν γυναίκα μου: “Πάρε τά πράγματά σου καί πήγαινε στόν πατέρα σου, στό χωριό.  Ετούτο τό σπίτι δέν μάς χωρεί πιά καί τούς δυό!”  Εκείνης τής ήρθε κεραυνός, νά τής πώ τέτοιο λόγο στά καλά καθούμενα. Σκέφθηκα καί τό ότι, τρία-τέσσερα χρόνια, πού ήμαστον παντρεμένοι, δέν είχε πιάσει παιδί καί θέλησα νά τήν πληγώσω πιό πολύ: “Άλλωστε, δέν θέλω νά μείνω άκληρος.  Θέλω ν’ αποχτήσω παιδιά εγώ, νά γεμίση τό σπίτι μέ αγόρια καί κορίτσια….” 

          Εγώ πήρα στό τηλέφωνο αμέσως τήν άλλην καί τής είπα νά ετοιμαστή’ πώς είχα ήδη διώξει τήν γυναίκα μου καί πώς, όποια ώρα ήθελε, μπορούσε νά ‘ρθη νά εγκαταστασθή στό σπίτι μου, όπως μού είχε πεί τήν προηγούμενη μέρα.

          Πέρασε αρκετός καιρός έτσι.  Δυό-τρία χρόνια, ίσως καί παραπάνω.  Κ’ εκεί, πού όλα πήγαιναν ρολοί, ‘αρχισαν νά μέ σκίζουν μέ μαχαίρια οί τύψεις.  Δέν μπορούσα νά ηρεμήσω, ούτε τή μέρα ούτε τήν νύχτα.  Δέν ήξερα τί μ’ έφταιγε.  Μάλωνα μέ τούς πελάτες, μάλωνα καί μέ τήν κοπέλλα πού τόσο αγαπούσα καί τήν είχα μπάσει σάν γυναίκα μου στό σπίτι…Εκείνες τές ημέρες, πού ετοιμαζόμουν νά πάω σ’ ένα γιατρό νά μέ δεί, μού συνέβη τούτο τό απίστευτο.  Ήμουν μέ τό ταξί μου καί περίμενα πελάτη, στήν πλατεία τής Ομόνοιας, εκεί μπροστά στό Μπάγκειο.  Μέ πλησιάζει ένας παππούλης γκριζομάλλης καί μέ ρωτάει άν είμαι λεύτερος.  Μπαίνει μέσα καί μού λέει: “Μπορείς νά μέ πάεις από Γκύζη πρός Τουρκοβούνια;” Βάζω μπροστά καί ξεκινάω.  Δέν πρόλαβα νά στρίψω στήν Σταδίου, καί τόν ακούω, πάλιν νά μέ ρωτάει μ’ ενδιαφέρον,--σχεδόν μέ αγωνία: “Γιατί είσαι τόσο ταραγμένος καί θέλεις νά πάς στό γιατρό; Δέν ξέρεις πώς τό πρόβλημά σου δέν είναι στό σώμα σου, μά στήν ψυχήν σου;…”  Εγώ ταράχτηκα τόσο πολύ, πού κόντεψα νά τρακάρω μέ κάποιο άλλο ταξί, πού περνούσε από δεξιά μου. Βγάζω τό φλάς, ύστερα τό στόπ, καί κεί στή στάση τού τρόλλεϋ, μπρός στού Γουτάκη σταματάω.

          Δέν μου λές, παππούλη: μέ ξέρεις εμένα; μ’ έχεις ξαναδεί;  Όχι, βρέ παιδάκι μου, δέν σ΄ έχω ξαναϊδεί.  Αλλά νά, μόλις μπήκα στό ταξί σου, είδα στό πρόσωπό σου νά παλεύουν άσπρες καί μαύρες σκιές΄σά νά σέ πνίγανε οί τύψεις καί δέν ήξερες τί νά κάνεις, από πού νά φυλαχτείς…

          Παππούλη πές μου σέ παρακαλώ: ποιός σού μίλησε γιά μένα;  Κανείς δέν μού μίλησε, καί ούτε τό αυτοκίνητό σου ήξερα μήτ’ εσένα.  Όταν, όμως, είδα τό πρόσωπό σου, νόμισα πώς οί δαίμονες καί οί άγγελοι παλεύανε μέσα σου ποιός νά κερδίση τήν ψυχήν σου.  Κ΄ ενώ έβλεπες πώς οί άγγελοι έχουν δίκιο, από τήν άλλην ντρεπόσουνα καί τούς διαβόλους πού σέ κουμαντάραν τόσο καιρό τώρα,--σχεδόν από τότε πού έδιωξες τήν γυναίκα σου!

          Παππούλη μου, τού λέω τρέμοντας, η προφήτης καί άγιος είσαι ή δαίμονας μεγαλύτερος από τόν διάβολον.  Δέν ξέρω τί άλλο νά σού πώ.

          Ούτε τό ένα είμαι, παιδί μου, ούτε τό άλλο άπ ‘ αυτά πού λές.  Είμαι κ’ εγώ ένας άνθρωπος αμαρτωλός, αλλά είμαι ιερέας καί βλέπω στό πετραχήλι μου νά κρέμονται—σάν κρόσσια—αί ψυχές πού ό Θεός μού εμπιστεύτηκε. Γι’ αυτό καί προσεύχομαι καί, όσο μπορώ, φροντίζω γι’ αυτές τές ψυχές.  Γι’ αυτό καί είδα τήν ψυχήν σου νά υποφέρη καί τήν λυπήθηκα. Όπως λυπήθηκα καί τήν ψυχήν τής γυναίκας σου, πού τήν έδιωξες δίχως λόγο, ενώ εκείνη σέ αγαπούσε καί είχε όλες τές αρετές γιά νά σέ κάνη ευτυχισμένο.  Αργότερα, θά σ’ έκανε καί πατέρα, πού τόσο τό επιθυμούσες, αλλά δέν περίμενες…Τήν έδιωξες αυτή, πού στεφανώθηκες, καί σπίτωσες τήν άλλην πού δέν κοιτάει παρά τό κορμί σου καί τό πορτοφόλι σου….

          Εγώ πιά είχα παραδοθεί, όπως ήταν φυσικό, Βασίλη, καί δέν μπορούσα ν’ ανασάνω.  Τόν κοιτούσα καί περίμενα, ηδονικά σχέδιον, νά ιδώ τί άλλο θά μού αποκαλύψει, νά μέ ξεγυμνώση.  Όμως, δέν τό έκανε ψυχρά καί ανελέητα.  Έσταζε από τό πρόσωπό του καί από τά λόγια του μιά γλυκύτητα πού δέν είχα ξαναϊδεί σέ ιερέα, ούτε σέ άλλον άνθρωρπον. Αφού γιά μιά στιγμή μού πέρασε από τό νού: “μήπως είναι κάποιος άγγελος, πού τόν έστειλε ό Θεός γιά νά μέ σώσει; Καί αμέσως μού λέει:

          Μή βάζεις μέ τό νού σου πώς είμαι άγγελος, γιατί αδικείς τούς αγγέλους τού Θεού.  Τό καλό πού σού θέλω: άν θέλεις νά ηρεμήσεις καί νά σώσεις καί τήν οικογένειάν σου καί τήν ψυχήν σου, καί νά λυτρώσεις καί τήν καημένην τήν γυναίκα σου, πού κλαίει σάν χαροκαμένη στό χωριό, άλλαξε ζωήν γιά νά ξανάρθει ό Χριστός καί ή ειρήνη μέσα σου.  Καί τότε όλα θά γίνουν όπως πρώτα, καί ακόμη καλύτερα.

Μά, δέν μού λές παππούλη: πές ότι έγώ αποφασίζω ν’ αλλάξω εκείνη, όμως, πώς θά τό ιδεί αυτό; Θά γυρίση στό σπίτι μου ύστερα από τόσα χρονια.;

          Όχι μόνον θά γυρίση, αλλά καί παιδιά θά κάνετε καί θά ζήσετε όλοι μαζύ ευτυχισμένοι!  Μόνο, βάλε κάπου βενζίνη, τηλεφώνησε στό σπίτι σου: σέ μιά ώρα τό πολύ νά φύγη από κεί ή άλλη, μέ όλα τά πράγματα καί τά στολίδια της—άλλωστε δέν έφερε τίποτε άλλο μαζί της. Πές της πώς τά ξανάφτιαξες μέ τήν γυναίκα σου καί πώς τήν περιμένεις από στιγμή σέ στιγμήν.  Κι’ αυτό δέν είναι ψέμα, γιατί εκείνη σέ περιμένει, κ΄είναι από μέρες έτοιμη, νά τήν φωνάξεις νά γυρίση.

Είσαι σίγουρος παππούλη, πώς θά γυρίση;
         
Όπως είμαι γιά όλα τ΄άλλα πού σού είπα καί όπως είσαι κ’ εσύ τώρα σίγουρος πώς είμαστε στήν οδόν Σταδίου καί τραβάμε γιά τήν Κυπαρισσία, καί ύστερα γιά τό χωριό της…
         
Δέν είχα περιθώρια νά διαλέξω άλλο δρόμο.  Μέσα μου γινότανε πόλεμος, αλλά έβλεπα καθαρά πιά τούς αγγέλους νά νικούνε.  Βάζω μπροστά τήν μηχανήν, καί στρίβω στήν Αριστείδου, νά πιάσω Πειραιώς καί από κεί τήν Ιεράν Οδόν.  Έβαλα βενζίνη, έρριξα μιά ματιά στήν μηχανήν, λάδια, μπαταρία, νερά’ κοίταξα τόν αέρα στά λάστιχα, καί ξεκίνησα, κάνοντας τόν σταυρόν μου.
         
Καλά κάνεις, μού λέει ό παππούλης, καί βάζεις τό Σταυρό βοηθό σου.  Ένα τροπάρι τής Εκκλησίας μάς λέει: “Σταυρός, ό φύλαξ πάσης τής Οικουμένης….”  Μέσα σ’ αυτήν τήν Οικουμένην βρισκόμαστε όλοι, κ’ εσύ κ’ εγώ, καί όταν κάνουμε τό Σταυρό μας εκείνος μάς φυλάγει καί μάς προστατεύει.

  Προχωρήσαμεν, πότε κουβεντιάζοντας πότε σιωπώντας, ίσαμε τήν Κόρινθο.  Μού λέει σέ μιά στιγμή: Σταμάτησε, άν θέλεις, νά’ ρθώ μπροστά καί νά κάτσω δίπλα σου.  Τώρα πού γίναμεν φίλοι, δέν χρειάζεται νά είμαι έγώ πελάτης κ’ εσύ ταξιτζής.  Μού αρέσει νά κάθομαι μπροστά γιατί βλέπω καλύτερα τήν κτίσην τού Θεού.  Πάντα θαυμάζω τήν πλάσιν τού Θεού καί τά δημιουργήματά Του.  Πόσο χρήσιμα καί πόσο ωραία είναι’ τόσο, πού σού έρχεται νά ψάλλης συνέχεια: “Πάντα έν σοφία εποίησας! Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι!  Αλληλούϊα!”
         
Μερικές φορές, πού σιωπούσε, νόμιζα πώς κοιμότανε, αλλά έβλεπα τά χείλη του νά κοινούνται: ήταν φανερό πώς έλεγε ύμνους καί προσευχές από μέσα του.  Σέ κάποια στιγμή μέ ρώτησε: “Δέν μού λέεις: προσεύχεσαι καμιά φορά; Τί προσευχές ξέρεις;”  Εγώ ντράπηκα, μά δέν μπορούσα παρά μονάχα τήν αλήθειαν νά τού λέω, σέ όλα, μιά καί ήξερα πώς διαβάζει τά μέσα μου καλύτερα από μένα τόν ίδιον:
         
Έχω χρόνια νά προσευχηθώ, παππούλη, κ’ έχω ξεχάσει πώς προσεύχονται.  Καί εκείνος δίχως νά μέ μαλώση κι ούτε νά μού πεί, κάποια πικρή κουβέντα, μού λέει:
         
Γι’ αυτό κι ό σατανάς βρήκε τήν ευκαιρίαν νά σέ πειράζη, καί μάλιστα τόσο δυνατά. Όταν ό τσοπάνος λείπει καί τά σκυλιά είναι μακριά από τό κοπάδι, τότε ό λύκος ορμάει καί κατασπαράζει τά πρόβατα.  Έτσι καί στόν άνθρωπον, πού απομακρύνεται από τόν Χριστόν καί δέν βάζει μέ τήν προσευχήν τούς φύλακες αγγέλους στήν ζωήν του…
         
Καί μού ανέφερε πολλές ιστορίες από τό Ευαγγέλιον καί τά βιβλία τών Αγίων Πατέρων, γιά νά μού πεί ότι δέν ήμουν ούτε ό πρώτος ούτε ό τελευταίος πού χάνω τόν ίσιον δρόμον τού Θεού καί παίρνω τό σκοτεινό μονοπάτι τού σατανά.  Τότε τόλμησα νά τόν ερωτήσω:
         
Λές παππούλη νά μέ συγχωρέση ό Θεός γιά τές τόσες αμαρτίες μου;
         
Άκουσε νά σού πώ, καί νά τό βάλεις μέσα σου μιά γιά πάντα, χωρίς νά τό ξεχάσης ποτέ: δέν υπάρχει αμαρτία μεγαλύτερη από τήν αγάπην τού Θεού!  Όσες αμαρτίες καί νά έχη κάνει ό άνθρωπος, όταν μετανοήση καί εξομολογηθή, όλες σβήνουν καί συγχωρούνται.  Μόνον εκείνες πού δέν εξομολογείται κανείς, καί δέν μετανιώνει γι’ αυτές, αυτές δέν συγχωρούνται. Οί άλλες πού κρεμάει κανείς στό πετραχήλι τού εξομολόγου, πνίγονται μέσα στόν ωκεανό τής αγάπης τού Θεού καί εξαφανίζονται.  Γι’ αυτό καί δέν παρουσιάζονται ούτε ώς τύψεις ξανά στήν ζωήν μας, ούτε ώς σκέψεις, πού νά μπορούν νά επηρεάσουν τές πράξεις μας…
         
Τότε τόν διέκοψα γιά νά τόν ρωτήσω: Μήπως θά μπορούσες νά μέ ξομολογήσεις, παππούλη;
         
Όποτε τό αισθανθείς ώς ανάγκη εσωτερική, πολύ ευχαρίστως. Ή κάθε στιγμή τού βίου μας μπορεί νά γίνη αρχή μιάς καινούργιας ζωής, μέ τήν εξομολόγησιν.  Παίρνουμεν τήν απόφασιν, σβήνουμε τά παλιά δεφτέρια, καί βάζουμε μπρός, μέ τήν χάριν τού Θεού, γιά νέα ζωή.  Καί αυτή ή ζωή, μέ τήν δύναμιν πού παίρνουμε από τά μυστήρια τού Θεού, γίνεται πιό εύκολη, πιό χαρούμενη, πιό ευτυχισμένη.
         
Αισθάνθηκα μέσα μου ένα κύμα κατανύξεως ν’ ανεβαίνει καί νά μέ πλημμυρίζει.  ‘Αν μπορούσα νά σβήσω τό κάθε σκοτεινό σημάδι, τήν κάθε μαύρη κηλίδα από τήν ώς τότε ζωήν μου, πόσο ευτυχισμένος θά αισθανόμουνα! Τά λόγια μου ανέβαιναν ώς τό λαιμό, μά κατέβαιναν πάλιν.  Ώσπου βγήκαν σάν χείμαρρος κ’ έγιναν αίτημα πρός τόν ιερέα:
         
Καί άν θέλεις τώρα, παππούλη, νά εξομολογηθώ θά μπορούσες νά μ’εξομολογήσεις;
         
Όπως βλέπεις—μού απαντά—κουβαλάω πάντα μαζί μου τό πετραχήλι καί τό Μικρό Ευχολόγιον, δηλαδή τό Αγιασματάριον.  Ακριβώς γιά τέτοιες περιπτώσεις, πού ό Θεός στέλνει μπροστά μου.  Στάσου σέ μιά ήσυχη γωνιά καί βάζω τό πετραχήλι μου.  Μού λές όλες τές αμαρτίες πού έπραξες καί πού σκέφτηκες αλλά δέν μπόρεσες νά τές κάνεις, σού διαβάζω τήν ευχήν, καί γίνεσαι πάλιν σάν άσπρο περιστέρι.  Χωρίς βάρη καί μαυρίλες νά σκιάζουν τήν ψυχήν σου….
         
Βρήκα μία γωνία ήσυχη, κοντά σ’ ένα δάσος.  Κατεβήκαμε, καθήσαμεν σέ βραχάκι κ’ εξομολογήθηκα, όλα όσα θυμόμουνα. Ήδη, όταν τά έλεγα, αισθανόμουνα νά ξαλαφρώνω.  Μά όταν μού διάβασε καί τήν ευχήν, βάζοντας τό πετραχήλι του πάνω στό κεφάλι μου, ένιωσα νά γίνομαι άλλος άνθρωπος!  Μπήκαμε πάλι στό αυτοκίνητο καί ξεκινήσαμεν.  Λίγα χιλιόμετρα είχαμε ακόμη καί θά φτάναμε.  Τού είπα τήν απορία μου:
         
Καί πώς θά τό ακούσει αυτό ή γυναίκα μου;
         
Μή στενοχωριέσαι, μού λέει.  Εκείνη σέ περιμένει σάν Πασχαλιά!

Δηλαδή σάν Ανάστασιν, γιατί τά βάσανα καί ό πόνος ό βαθύς πού έζησε όλ’ αυτά τά χρόνια, σά νά τήν είχανε στείλει στόν άλλον κόσμον!
         
Ένιωθα καί τό αυτοκίνητο, ακόμη, νά πηγαίνη πιό ελαφρά καί πιό γρήγορα τώρα, πού είχε αποθέσει τό βάρος τών αμαρτιών μου.  Φτάνοντας κοντά στό σπίτι τής γυναίκας μου, δίχως νά τού πώ εγώ τίποτε, μού λέει:
         
Στάσου εδώ εσύ, νά πάω νά τή φωνάξω εγώ, γιά νά μήν ξαφνιαστεί. Όταν βγώ νά σέ φωνάξω, τότε πλησιάζεις καί τήν παίρνουμε καί φεύγουμε γιά τήν Αθήνα.
         
Έτσι καί έγινε. Απ’ ό, τι έμαθα μετά, τής μίλησε κ’ εκείνης μέ πολλή αγάπη, σχεδόν μέ τρυφερότητα, γιά νά τήν συνεφέρει. Τής ζήτησε μονάχα ένα ποτήρι νερό καί τής είπε νά ετοιμάσει τά πράγματά της.  Δέν πίστευε στ’ αυτιά της! “Μά τόσο κοντά είναι, πάτερ;” τόν ρώτησε.
         
Μόλις είσαι σύ έτοιμη, πές μου νά τόν φωνάξω καί νά φύγουμε.

Καί πώς έγινε αυτό τό θαύμα, πάτερ; ρώτησε εκείνη κλαίγοντας.
         
Ετοιμάσου τώρα καί θά τά πούμε στό δρόμο. Τ’ άλλα θά σού τά πεί ό άντρας σου στό σπίτι του.

          Καί ή άλλη πού έχει σπιτωμένη;

          Τής τηλεφώνησε νά πάρη τά πράγματά της καί νά φύγη, γιατί αλλιώς…

          Ετοιμάστηκε ή γυναίκα μου, βγήκε ό παππούλης καί μέ φώναξε, πλησίασα μέ τ’ αμάξι καί άνοιξα τό πόρτ-μπαγκάζ, νά βάλη τήν βαλίτσα.  Εκείνη, άφησε τήν βαλίτσα κάτω κ’ έτρεξε νά μ’ αγκαλιάσει.  Τά δάκρυά της μούσκεψαν καί τά δικά μου μάγουλα.  Τήν έσφιξα στήν αγκαλιά μου γιά κάμποση ώρα, κλαίγοντας κ’ εγώ, πού ήμουν άλλοτε σκληρός σάν μαυρόπετρα! Μπήκαμεν στό αυτοκίνητο καί φύγαμεν.

          Τό βράδυ φτάσαμεν πολύ αργά στήν Αθήνα.  Πήγα πρώτα στά Τουρκοβούνια, ν’ αφήσω τόν παππούλη, κ’ ύστερα νά πάω μέ τήν γυναίκα μου στό σπίτι μας.  Μπροστά στό φτωχικό καί ταπεινό καλυβάκι του, κατέβηκα, τού φίλησα τό χέρι καί τού είπα μέ δακρυσμένα μάτια:

          Παππούλη μου, εγώ δέν ξέρω πολλά γράμματα, γιά νά σού πώ μέ ωραία λόγια τήν ευγνωμοσύνην μου.  Νά ξέρεις, όμως, πώς δέν υπάρχει άλλος παπάς σάν τήν αγιωσύνην σου. Όσο γιά τό αγώγι πού μού χρωστάς, θά τό ισοφαρίσουμε σ’ έναν αγιασμό κ’ ένα ευχέλαιο, πού θά ‘ρθείς νά μάς διαβάσεις, γιά νά φύγουν τά παλιά δαιμόνια!

          Στήν νέαν μας ζωήν, μετά τόν αγιασμόν καί τό ευχέλαιον τού παππούλη, πράγματι δέν τόλμησαν νά ξαναρθούν τά παλιά δαιμόνια.  Ήμασταν αγαπημένοι πάντα μέ τήν γυναίκα μου.  Αποχτήσαμεν πρώτα μιά θυγατέρα καί ύστερα δυό υιούς.  Τήν πρωτοθυγατέρα μας τήν αρραβωνιάσαμεν καί γι’ αυτό πάω στόν παππούλη: νά ‘ρθεί, άν μπορεί νά τήν στεφανώση.  Δύσκολο βέβαια γιατί έχει βαρύνει πολύ, καί όλο μάς λέει πώς δέν βγαίνει πιά στόν κόσμον: θέλει νά κοιμηθή στό κελλί τής μετανοίας του! Όμως, εγώ καί ή γυναίκα μου, θέλουμεν νά τόν καλέσουμεν καί νά τόν ευχαριστήσουμεν γι’ άλλη μιά φορά.

          Μακάρι νά τόν βρώ κ’ εγώ καί νά κάμη κάτι καί γιά μένα.

          Μή στενοχωριέσαι, Βασίλη.  Ακόμη καί νά μήν τόν προλαβαίναμεν, ό Παππούλης έχει πάρει τέτοια χάρη από τόν Θεόν, πού καί ύστερ’ από τόν θάνατόν του ακόμη θά μπορεί νά κάνη θαύματα!