Η περίπτωση της Μάρσια ή πως μια άθεη ανακάλυψε τον Θεό




 Οπωσδήποτε όμως όλες οι περιπτώσεις δε μοιάζουν με της Κάθι. Υπάρχουν πολλοί άλλοι τύποι, μερικοί από τους οποίους είναι εξίσου συνήθεις. Η Μάρσια ήταν μια από τις πρώτες – πρώτες περιπτώσεις μου μακρόχρονης θεραπείας. Επρόκειτο για μια αρκετά πλούσια νέα γυναίκα γύρω στα είκοσι πέντε χρόνια της που μου ζήτησε ιατρική περίθαλψη, λόγω μιας γενικευμένης ανικανότητας να αισθανθεί ηδονή (ανηδονία). Ενώ της ήταν αδύνατο να προσδιορίσει τι ακριβώς δεν πήγαινε καλά με τη ζωή της, έβρισκε ότι αυτή ήταν ανεξήγητη άχαρη...

Η Μάρσια παρά τον πλούτο της και την πανεπιστημιακή της μόρφωση, έδειχνε σαν μια φτωχή, κουρελιάρα και γερασμένη μετανάστρια. Σ’ όλο το διάστημα του πρώτου χρόνου θεραπείας της, ντυνόταν διαρκώς με ασουλούπωτα φορέματα μπλε, γκρίζα ή καφέ, και κουβαλούσε μαζί της ένα τεράστιο βρόμικο και κουρελιασμένο ντορβά του ιδίου χρώματος. Ήταν το μοναχοπαίδι ενός ζεύγους διανοουμένων. Και οι δύο ήταν πολύ πετυχημένοι καθηγητές πανεπιστημίου, και οι δύο σοσιαλιστές με τον τρόπο τους, που πίστευαν ότι η θρησκεία ήταν «τα καρβέλια που βλέπει στον ύπνο του ο φτωχός». Την είχαν κοροϊδέψει όταν, ως νέα έφηβος, είχε πάει στην εκκλησία με μια φίλη της.

Τον καιρό που άρχισε την θεραπεία, η Μάρσια συμφωνούσε ολόψυχα με τους γονείς της. Από μιας εξαρχής, ανήγγειλε με κάποια περηφάνια και σε οξύ τόνο ότι ήταν άθεη – όχι μια νερόβραστη άθεη, αλλά μια αληθινή, που πίστευε ότι το ανθρώπινο γένος θα ζούσε πάρα πολύ καλύτερα, αν λυτρωνόταν από την πλάνη ότι υπάρχει Θεός, ή και ότι μπορούσε να υπάρχει. Το ενδιαφέρον ήταν ότι τα όνειρα της Μάρσιας ήταν γεμάτα από θρησκευτικά σύμβολα, όπως πουλιά να πετούν μέσα σε δωμάτια κρατώντας στα ράμφη τους περγαμηνές πάνω στις οποίες ήταν γραμμένα ακατάληπτα μηνύματα σε κάποια αρχαία γλώσσα.

Αλλά δεν έφερα τη Μάρσια αντιμέτωπη με τούτη τη πλευρά του ασυνείδητού της. Μάλιστα δεν ασχοληθήκαμε καθόλου με θέματα θρησκείας σ’ όλο το διάστημα των δύο χρόνων που κράτησε η θεραπεία της. Εκείνο που ...

συγκέντρωσε πρωτίστως την προσοχή μας για ένα μεγάλο διάστημα ήταν η σχέση της με τους γονείς της, δύο πολύ ευφυή και λογικά άτομα, που είχαν φροντίσει γι’ αυτήν οικονομικά, αλλά παραδόξως κρατούσαν κάποιαν απόσταση απ’ αυτήν συναισθηματικά με τον διανοητικά αυστηρό τρόπο τους.

Πέρα όμως και από την συναισθηματική απόσταση, και οι δύο ήταν τόσο πολύ αφοσιωμένοι στη δική τους σταδιοδρομία, ώστε τους έμενε ελάχιστος χρόνος ή ενέργεια για τη θυγατέρα τους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Μάρσια, ενώ είχε ένα άνετο και συγυρισμένο σπίτι, παρέμεινε το «φτωχό πλουσιοκοριτσάκι» της παροιμίας, ένα ψυχολογικό ορφανό. Αλλά δεν είχε τη θέληση να το δει. Πειράχτηκε όταν της υπαινίχθηκα ότι οι γονείς της την είχαν εμποδίσει σημαντικά να αποδείξει την προσωπικότητά της, και όταν της παρατήρησα ότι ντύνεται σαν ένα ορφανό. Ήταν ακριβώς το μοντέρνο στιλ, είπε, και δεν είχα το δικαίωμα να το κριτικάρω.

Η πρόοδος της Μάρσιας στη θεραπεία ήταν οδυνηρά βαθμιαία, αλλά εντυπωσιακή. Το καίριο στοιχείο ήταν η ζεστασιά και η στενή σχέση που μπορέσαμε σιγά – σιγά να αναπτύξουμε μεταξύ μας, και που αποτελούσε χτυπητή αντίθεση με τη σχέση που είχε με τους γονείς της. Ένα πρωί, στην αρχή του δεύτερου χρόνου της θεραπείας, η Μάρσια ήλθε στη συνάντησή μας κρατώντας ένα καινούργιο σάκο, που είχε μόλις το ένα τρίτο του μεγέθους του παλιού ντορβά και ήταν ένα όργιο ζωηρών χρωμάτων. Από κει και πέρα, μια περίπου φορά κάθε μήνα πρόσθετε ένα καινούργιο χρωματιστό φόρεμα – χτυπητό πορτοκαλί, κίτρινο, γαλάζιο ανοιχτό, και πράσινο – στην γκαρνταρόμπα της, σχεδόν όπως ένα λουλούδι ανοίγει αργά τα πέταλά του.

Στην προτελευταία συνάντησή μας μαζί μου συλλογιζόταν πόσο καλά ένιωθε και είπε: «Ξέρεις, είναι παράξενο, δεν έχει αλλάξει μόνο το εσωτερικό• τα πάντα έξω από μένα φαίνεται να έχουν κι αυτά αλλάξει. Αν και βρίσκομαι ακόμα εδώ, ζώντας στο ίδιο παλιό σπίτι, και κάνοντας μερικά από τα ίδια παλιά πράγματα, ολόκληρος ο κόσμος φαίνεται πολύ διαφορετικός, τον νιώθω πολύ διαφορετικό. Τον νιώθω ζεστό, ασφαλή, στοργικό, συναρπαστικό και καλό. Θυμάμαι που σου έλεγα ότι ήμουν μια άθεη. Δεν είμαι βέβαιη αν είμαι πια. Μάλλον δεν νομίζω ότι είμαι. Πότε – πότε τώρα, όταν βλέπω τον κόσμο όμορφα, λέω στον εαυτό μου: “Ξέρεις, βάζω στοίχημα ότι υπάρχει Θεός. Δεν νομίζω ότι ο κόσμος θα μπορούσε να είναι τόσο όμορφος χωρίς ένα Θεό”. Είναι αστείο. Δεν ξέρω πώς να εκφράσω αυτό το πράγμα. Αισθάνομαι ότι επικοινωνώ με τούτο τον κόσμο, ότι είμαι αυθεντική, σαν να αποτελώ ένα ζωντανό κομμάτι μιας πολύ μεγάλης εικόνας και, έστω κι αν ακόμα δεν μπορώ να δω πολλά από την εικόνα, ξέρω ότι υπάρχει και ξέρω ότι είναι καλή και ξέρω ότι είμαι ένα κομμάτι της».

Το παρόν άρθρο είναι από το βιβλίο του ψυχίατρου Μ. Σκοτ Πεκ «Ο δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος», Εκδόσεις Κέδρος

http://antiairetikos.blogspot.com/2021/08/blog-post_28.html