Η ΠΟΡΕΙΑ ΜΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΓΝΑΤΙΟ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ

 


Τα παιδικά μου χρόνια ήταν γεμάτα θλίψεις. Κι εδώ βλέπω το χέρι Σου, Θεέ μου! Δεν είχα κανέναν για να του ανοίξω την καρδιά μου. Την άδειασα, λοιπόν, μπροστά Σου, Κύριε μου! Άρχισα να διαβάζω το Ευαγγέλιο και τούς βίους των αγίων Σου. Ένα παραπέτασμα έκρυβε από τα μάτια του νου μου το Ευαγγέλιο, ένα παραπέτασμα πού κάπου-κάπου μόνο άνοιγε λίγο. Μα οι όσιοι Σου, οι Ποιμένες Σου, οι Σισώες Σου, οι Μακάριοι Σου, μου έκαναν βαθιά εντύπωση. Ή σκέψη μου, συχνά υψωμένη σ' Εσένα με την προσευχή και τη μελέτη, άρχισε σιγά-σιγά να φέρνει στην ψυχή μου την ειρήνη, τη γαλήνη. Στα δεκαπέντε μου χρόνια μια ανεξήγητη ηρεμία απλώθηκε στον νου και την καρδιά μου. Αλλά δεν της έδωσα σημασία. Νόμιζα πώς αυτή ήταν ή φυσική κατάσταση όλων των ανθρώπων.

Μπήκα στην υπηρεσία του στρατού, ενώ ταυτόχρονα σπούδαζα. Δεν ήταν επιθυμία μου, δεν ήταν επιλογή μου. Αλλά τότε δεν τολμούσα, δεν ήξερα καν να επιθυμώ κάτι. Δεν είχα βρει ακόμα την Αλήθεια, δεν την είχα δει ακόμα καθαρά, για να την επιθυμήσω. Αντικείμενα της προσοχής μου έγιναν οι ανθρώπινες επιστήμες, οι ανακαλύψεις της μεταπτωτικής γνώσεως τού μεταπτωτικού άνθρωπου. Μ' όλες τις δυνάμεις της ψυχής μου επιδόθηκα σ' αυτές. Τα εξωεπιστημονικά θέματα και τα θρησκευτικά αισθήματα παραμερίστηκαν. Πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια με εγκόσμιες ασχολίες. Στην ψυχή μου, όμως, γεννήθηκε και σταδιακά αναπτύχθηκε ένα φοβερό κενό. Άρχισα να αισθάνομαι μια πείνα, μια νοσταλγία ακατανίκητη για τον Θεό. Άρχισα να θρηνώ για τη ραθυμία μου, να θρηνώ για την ξεχασμένη μου πίστη, να θρηνώ για τη χαμένη μου ηρεμία, την τόσο γλυκιά, να θρηνώ για κείνο το κενό, το τόσο πικρό, το κενό πού με βασάνιζε, το κενό πού με τρόμαζε, το κενό πού μού έδινε την αίσθηση της ορφάνιας, της στερήσεως της ζωής! Δεν ήταν παρά ή ταλαιπωρία μιας ψυχής πού είχε αποξενωθεί από την αληθινή ζωή, από τον Θεό.

Θυμάμαι ότι κάποτε, καθώς περπατούσα στους δρόμους της Πετρουπόλεως με τη στολή του δοκίμου αξιωματικού, από τα μάτια μου έτρεχαν δάκρυα χοντρά σαν το χαλάζι!... Γιατί δεν κλαίω έτσι και τώρα, τώρα πού είναι πολύ πιο αναγκαία τα δάκρυα; Έφτασα στη μέση της ζωής μου. Οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια τρέχουν πιο γρήγορα τώρα. Με οδηγούν στον τάφο. Από εκεί δεν υπάρχει επιστροφή. Εκεί δεν υπάρχει μετάνοια και διόρθωση.

Ή αντίληψη μου ήταν πια ώριμη. Στην πίστη αναζητούσα κάτι το συγκεκριμένο, κάτι το θετικό. Τα αόριστα θρησκευτικά αισθήματα δεν με ικανοποιούσαν. Ήθελα να βρω το αυθεντικό, ήθελα να βρω το σαφές, ήθελα να βρω την Αλήθεια Εκείνη την εποχή στην πρωτεύουσα του Βορρά ποικίλα θρησκευτικά ρεύματα κυκλοφορούσαν, συγκρούονταν και αντιμάχονταν, προξενώντας αναστάτωση. Κανένα απ' αυτά δεν με ικανοποιούσε. Ή καρδιά μου δεν τα εμπιστευόταν. Απεναντίας, τα φοβόταν.
Βαθιά προβληματισμένος άλλαξα τη στολή του δοκίμου μ' εκείνη του αξιωματικού. Λυπήθηκα, γιατί με τη στολή τού δοκίμου μπορούσα, όταν πήγαινα στον ναό τού Θεού, να στέκομαι ανάμεσα στο ανώνυμο πλήθος των στρατιωτών, ανάμεσα στο πλήθος των απλοϊκών ανθρώπων, και να προσεύχομαι με δάκρυα όσο ποθούσε ή ψυχή μου. 

Ήμουνα τόσο νέος, κι όμως δεν είχα καμιά διάθεση για χαρές και διασκεδάσεις! Στον κόσμο δεν έβλεπα κάτι πού να με ελκύει. Τόσο αδιάφορος μού ήταν ό κόσμος ολόκληρος, πού λες και δεν είχε κανένα θέλγητρο, κανέναν πειρασμό. Ακριβώς αυτό γινόταν: Πειρασμοί δεν υπήρχαν για μένα! Ό νους μου ήταν βυθισμένος ολοκληρωτικά στις επιστήμες. Ταυτόχρονα μ' έκαιγε ή επιθυμία να βρω την αληθινή πίστη, να βρω την αληθινή διδασκαλία, διδασκαλία απαλλαγμένη από πλάνες δογματικές και ηθικές.

Στο μεταξύ παρουσιάζονταν ήδη μπροστά στα μάτια μου τα όρια των ανθρωπίνων γνώσεων ακόμα και σε επιστήμες προχωρημένες, ολοκληρωμένες. Φτάνοντας σ' αυτά τα όρια, ρωτούσα νοερά τις επιστήμες: Τί σταθερό και μόνιμο δίνετε στον άνθρωπο; Αιώνιος είναι ό άνθρωπος, αιώνια πρέπει να είναι κι όσα του ανήκουν. Δείξτε μου, λοιπόν, τον αιώνιο αυτό πλούτο, πού θα μπορούσα να τον πάρω μαζί μου πέρα από τον τάφο! Μέχρι τώρα δεν είδα παρά γνώση πού περιορίζεται στη γή, γνώση πού τελειώνει μαζί με τη ζωή, γνώση πού δεν μπορεί να υπάρξει μετά τον χωρισμό της ψυχής από το σώμα.

Σε τί χρησιμεύει ή σπουδή της επιστήμης των μαθηματικών; Αντικείμενο της είναι ή ύλη. Αποκαλύπτει τούς νόμους της ύλης, διδάσκει την αρίθμηση και τη μέτρηση της ύλης για τις ανάγκες της επίγειας ζωής. Αποκαλύπτει την ύπαρξη του απείρου, δίνοντας μας μιαν ιδέα για όσα είναι πέρα από την ύλη. Αδύνατη είναι λογικά ή ακριβής γνώση, αδύνατος είναι λογικά και ό ορισμός της ιδέας αυτής σε οποιαδήποτε λογική αλλά περιορισμένη ύπαρξη. Αποκαλύπτει ακόμα ή επιστήμη των μαθηματικών τούς αριθμούς και τα μέτρα πού, είτε λόγω του εξαιρετικού μεγέθους τους είτε λόγω της εξαιρετικής μικρότητας τους, δεν μπορούν να ερευνηθούν από τον άνθρωπο. Αποκαλύπτει, τέλος, την ύπαρξη γνώσεων για την απόκτηση των οποίων ό άνθρωπος έχει έμφυτη τάση αλλά δεν διαθέτει τα απαραίτητα μέσα. Μόνο ασαφείς νύξεις κάνει για την ύπαρξη αντικειμένων πού βρίσκονται έξω από το πεδίο των αισθήσεων μας.

Ή φυσική και ή χημεία αποκαλύπτουν άλλους νόμους της ύλης. Ό άνθρωπος δεν γνώριζε τίποτα γι' αυτούς τούς νόμους, πριν τούς ανακαλύψει ή επιστήμη. Αλλά, ανακαλύπτοντας τους, διαπίστωσε πώς υπάρχουν και άλλοι αναρίθμητοι νόμοι. Ορισμένοι παραμένουν μέχρι σήμερα ανεξήγητοι, παρ' όλες τις διερευνητικές προσπάθειες των επιστημόνων, και άλλοι δεν μπορούν να εξηγηθούν λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων τού άνθρωπου. Ό εύγλωττος και σοφός καθηγητής Σολοβιώφ, όταν μάς έκανε την εισαγωγή στο μάθημα της χημείας, μας έλεγε ότι, σπουδάζοντας αυτή την επιστήμη, μαθαίνουμε πώς τίποτα δεν γνωρίζουμε και τίποτα δεν μπορούμε να γνωρίσουμε- ένα τέτοιο, απεριόριστο, πεδίο γνώσεων αποκαλύπτει μπροστά στα μάτια του νου! 

Ή χημεία ξεκάθαρα αποδεικνύει πώς ή ύλη, μολονότι ως ύλη έχει όρια, δεν μπορεί να κατακτηθεί και να καθοριστεί από τον άνθρωπο εξαιτίας της εκτάσεως της, αλλά και για πολλές άλλες αιτίες. Με χημικές μεθόδους οι επιστήμονες λεπταίνουν βαθμιαία την ύλη, φέρνοντας την σε τέτοια λεπτότητα, πού να είναι μόλις προσιτή στις ανθρώπινες αισθήσεις. Και σ' αυτή την τόσο λεπτή κατάσταση ή ύλη παραμένει περίπλοκη, γι' αυτό και ή παραπέρα διάσπαση της σε μέρη ακόμα πιο λεπτά είναι επιθυμητή αλλά πρακτικά αδύνατη.

 Ό άνθρωπος δεν μπορεί να δει την τελειωτική Λέπτυνση της ύλης, όπως δεν μπορεί να δει το τέλος των αριθμών και των μέτρων. Αντιλαμβάνεται ότι το άπειρο, μην έχοντας τέλος, πρέπει να είναι άυλο, καθώς και ότι, απεναντίας, το πεπερασμένο, καθετί δηλαδή πού έχει τέλος, πρέπει αναγκαία να είναι υλικό. Ωστόσο ή αντίληψη αυτή δεν είναι σαφής• σαφής είναι μόνο ή ύπαρξη της. Ή φυσική και ή χημεία, λοιπόν, κινούνται μέσα στα πλαίσια της ύλης και διευρύνουν τις γνώσεις μας για τη χρήση της ύλης, με σκοπό την κάλυψη των πρόσκαιρων γήινων αναγκών του άνθρωπου και της ανθρώπινης κοινωνίας.

Λιγότερο θετική από τις παραπάνω επιστήμες είναι ή φιλοσοφία, με την οποία ό μεταπτωτικός άνθρωπος αποκτά μεγάλη υπερηφάνεια. Οι φυσικές επιστήμες στηρίζονται στο πείραμα, με το όποιο αποδεικνύουν την ορθότητα των θεωριών πού υποστηρίζουν. Χωρίς πειραματική απόδειξη οι επιστημονικές θεωρίες δεν έχουν καμιάν αξία. 

Ή φιλοσοφία δεν έχει αποδεικτικά μέσα, πού να επιβεβαιώνουν πειραματικά τις θεωρίες της. Το πλήθος των ποικίλων φιλοσοφικών συστημάτων, συστημάτων ασύμφωνων και ενάντιων μεταξύ τους, αποδεικνύει πώς ή ανθρώπινη φιλοσοφία δεν έχει θετική γνώση της Αλήθειας. Τί αυθαιρεσία υπάρχει στη φιλοσοφία, τί φαντασιοκοπία, τί παραληρηματικός λόγος απαράδεκτος από την επιστήμη! Ή ίδια, ωστόσο, ή φιλοσοφία φαίνεται ικανοποιημένη από τον εαυτό της. Μαζί με το απατηλό της φώς μπαίνει στην ψυχή ακατάσχετη και ή έπαρση, ή υψηλοφροσύνη, ή υπερηφάνεια, ή περιφρόνηση του πλησίον. 

Ό τυφλωμένος κόσμος ραίνει τη φιλοσοφία, δική του καθώς είναι, με εγκώμια και τιμές. Ευχαριστημένος με τις γνώσεις πού αυτή του παρέχει, δεν αποκτά ορθή γνώση για τον Θεό, για τον άνθρωπο, για τον πνευματικό κόσμο. Απεναντίας, δηλητηριάζεται με εσφαλμένες αντιλήψεις πού διαφθείρουν τον νου, πού τον καθιστούν ανίκανο, ως μολυσμένο και διαβρωμένο από το ψεύδος, να κοινωνήσει με
την Αλήθεια.


«Ό κόσμος δεν μπόρεσε με τη σοφία του ν' αναγνωρίσει τον Θεό», λέει ό απόστολος. «Γιατί το κοσμικό φρόνημα οδηγεί στον θάνατο..., καθώς είναι έχθρα στον Θεό δεν υποτάσσεται, βλέπετε, στον νόμο του Θεού, αλλά ούτε και μπορεί να υποταχθεί. Ή υποταγή στον θείο νόμο δεν αποτελεί χαρακτηριστικό του κοσμικού φρονήματος. Γι' αυτό, αδελφοί, «προσέχετε καλά, μη σας εξαπατήσει κανείς με τούς απατηλούς και κούφιους συλλογισμούς της ανθρώπινης σοφίας, πού στηρίζονται σε ανθρώπινες παραδόσεις και σε μια λαθεμένη πίστη στα στοιχεία του κόσμου και όχι στη διδασκαλία του Χριστού, στον όποιο βρίσκονται κρυμμένοι όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως».


Ή φιλοσοφία, γέννημα της ανθρωπινής πτώσεως, λέει ψέματα γι' αυτή την πτώση, την κολακεύει, τη συντηρεί και την τρέφει. Ή φιλοσοφία φοβάται την αλήθεια, γιατί ή αλήθεια την καταδικάζει σε θάνατο. Ή φιλοσοφία οδηγεί το πνεύμα μας σε κατάσταση αυταπάτης και αυτοκαταστροφής, όπως φανερώνουν τα παραπάνω λόγια του αποστόλου. Ό ίδιος συμβουλεύει όλους όσοι επιθυμούν να αποκτήσουν την αληθινή γνώση του Θεού, να απορρίψουν τη απατηλή γνώση της κοσμικής σοφίας. «Κανένας», λέει, «ας μην ξεγελά τον εαυτό του. Όποιος από σάς νομίζει πώς είναι σοφός με τα μέτρα αυτού εδώ του κόσμου, ας γίνει μωρός, για να γίνει έτσι πραγματικά σοφός». Ή αληθινή φιλοσοφία βρίσκεται στη διδασκαλία του Χριστού. Ό Χριστός είναι ή σοφία του κόσμου.

9. Σ.ι.Μ.: Ό Μιχαήλ Φιοντόροβιτς Σολοβιώφ (1785-1856) ήταν φυσικός και χημικός, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Αγίας Πετρουπόλεως και μέλος της "Ακαδημίας Επιστημών. Στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικών, όπου φοίτησε ό άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ, δίδασκε φυσική στους πρωτοετείς φοιτητές και χημεία στους τελειοφοίτους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ  B  ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.