Η Ιερά Μονή του Αγίου Κοσμά, όπου ο τάφος του, βρίσκεται βόρεια της Απολλωνίας, στην ανατολική όχθη του Άψου ποταμού, κοντά στο χωριό Κολικόντασι της Μεγάλης Μουζακιάς.
Απέχει μερικά χιλιόμετρα από την πόλη Φίερι. Χτίστηκε μεταξύ Αυγούστου 1813 και Ιουνίου 1814 από τον Αλή Πασά τον Τεπελενλή, όταν αυτός περιέλαβε στο πασαλίκι του το Μπεράτι και την περιοχή του.
Ό Αλής, μπαίνοντας στο Μπεράτι, θυμήθηκε τον Πατρο—Κοσμά και κάλεσε τον Μητροπολίτη Βελεγράδων Ίωάσαφ, Β’, τον οποίον πρόσταξε να κόμη την ανακομιδήν του αγίου και να κτισθή και μοναστήριον έπ’ ονόματι του αγίου τιμώμενον, επειδή τον γνώρισε ως αληθή άνθρωπο του Θεού».
Στο εξωτερικό της κόγχης του Ιερού γίνεται αναφορά στον Αλή Πασά.
“ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ/ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣ ΟΥ/ΤΌΣ ΝΑΟΣ ΔΙΑ ΠΡΟΣΤΑ/ΓΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΥΨΗΛΟΤΑΤΟΥ ΒΕΖΥΡ / ΑΛΗ ΠΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΕΠΕΛΕ/ΝΗ”
Τα λείψανα του αγίου φυλάσσονται στην Αρχιεπισκοπή στα Τίρανα για λόγους ασφαλείας. Είναι τοποθετημένα σε μια απλή ξύλινη λάρνακα.
Από το σκελετό των λειψάνων λείπουν η κάρα, πού κλάπηκε το 1917 από Αυστροουγγαρούς και πιθανόν βρίσκεται σήμερα σε μουσείο της Βιέννης και μικρά τεμάχια, που βρίσκονται σε προσκυνηματικούς ναούς σε...
διάφορα μέρη της Ελλάδας.Για το πώς σώθηκε ή Μονή του Αγίου Κοσμά και ο τάφος του από την καταστρεπτική μανία του αθεϊστικού καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα, ό Χρήστος Μητρός από την πόλη Φίερι της Αλβανίας απεκάλυψε τα εξής: “Όταν το 1968 με νόμο του αλβανικού κράτους απαγορεύθηκε κάθε θρησκευτική εκδήλωση, ήρθε διαταγή από τα Τίρανα να γκρεμισθούν οι Εκκλησίες και να εξαφανισθούν οι σταυροί από τους χριστιανικούς τάφους. Ό αστυνομικός διοικητής του Φίερι πήρε μαζί του το αρμόδιο συνεργείο και πήγαν στο Μοναστήρι, προκειμένου να το εξαφανίσουν.
Γνωρίζοντας την ευλάβεια των Ελλήνων στον άγιο Κοσμά έδωσε εντολή να ξεκινήσει το έργο της κατεδαφίσεως από τον τάφο του αγίου. Όταν οι εργάτες έδωσαν το πρώτο χτύπημα στο Ιερό μνημείο, τότε μια δυνατή βοή έσπασε την ησυχία του χώρου και μια δυνατή φωτιά ξεπήδησε μέσα από τον τάφο του αγίου.
Έντρομοι οι παριστάμενοι ετράπησαν σε φυγή και δεν επανήλθαν παρά τις απειλές των Τιράνων και παρά την καθησυχαστική δήλωση του καθεστώτος ότι δήθεν, εξερράγη ξεχασμένη από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο βόμβα”.
Ωστόσο κάποιοι Αλβανoί, οι περισσότεροι ακραίοι, μεταξύ των οποίων και ο καθηγητής Πελούμπ Τζούφι, με κάθε ευκαιρία (παλαιότερα, αλλά και τώρα) επιτίθενται κατά του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, στον οποίο ο αλβανικός λαός (Ορθόδοξοι και Μουσουλμάνοι) εκδηλώνει μεγάλο σεβασμό.
Κάνοντας διάφορες διαστρεβλώσεις και αναφορές, που δεν έχουν καμία σχέση με την επιστημονική έρευνα, φτάνουν στο σημείο, συκοφαντώντας τον άγιο να μιλήσουν για διετεταγμένη υπηρεσία του ιερομόναχου Κοσμά στην Αλβανία, “ως μέρος ενός σχεδίου, να κρατηθούν υπόδουλοι στην οθωμανική Αυτοκρατορία οι χριστιανικοί λαοί και να διαδοθεί η ελληνική γλώσσα στις αλβανικές περιοχές με την ίδρυση ελληνικών σχολείων με στόχο τον εξελληνισμό των Αλβανών”.
Να αναφερθεί ότι την ίδια στιγμή ξεχνούν πως ο πρώτος, που τίμησε ως άγιο τον πατροΚοσμά στην Ελλάδα και στην Αλβανία, ήταν ένας καθαρόαιμος Αλβανός. Ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων.
Ο Αλής, μέχρι το τέλος του με πολλές πράξεις έδειξε ότι θεωρούσε τον ιεραπόστολο Κοσμά πρόσωπο με αγιοσύνη και με ακτινοβολία, που ξεπερνούσε τα θρησκευτικά δόγματα. Ήταν αυτός που μετά τον απαγχονισμό του αγίου, έχτισε στο Καλικόντασι (χωριό κοντά στο Φίερι) μοναστήρι αφιερωμένο στον πατροΚοσμά με τον τάφο του, έκανε γι’ αυτό το λόγο λαϊκούς εράνους στην Αλβανία και στην Ήπειρο, εξέδωσε φιρμάνια υπέρ του ιερομάρτυρα Κοσμά, οργάνωσε επίσημες τελετές προς τιμή του στα Γιάννινα, φρόντισε να συνταχθεί η ακολουθία του και γενικά αναβίωσε η μνήμη του.
Και όλα αυτά τα έπραξε ο Αλής, πολλά χρόνια προτού ανακηρυχθεί άγιος ο Κοσμάς ο Αιτωλός.
Και προκύπτει το ερώτημα: Γιατί ο τύραννος των Ιωαννίνων έδειξε μια ξεχωριστή ευσέβεια στον Κοσμά τον Αιτωλό.
Μια μερίδα ιστορικών πιστεύει ότι το έκανε για να δημιουργήσει ιδεολογική γέφυρα με τον υπόδουλο χριστιανική λαό, στο πλαίσιο της γενικότερης επιθυμίας του να ανακηρυχθεί σε σουλτάνο, γνωρίζοντας ότι το πρόσωπο και το κήρυγμα του Κοσμά, είχε ιδιαίτερη λαϊκή απήχηση.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι επέδρασαν τα λόγια του αγίου κατά την συνάντησή τους στο σπίτι του στο Τεπελένι, πολύ πριν γίνει πασάς στα Γιάννινα,: «Να θυμάσαι όμως σε όλη τη διάρκεια της εξουσίας σου να αγαπάς και να υπερασπίζεσαι ιδιαίτερα τους Χριστιανούς, αν θέλεις να μείνει η εξουσία αυτή στους διαδόχους σου».
Μερικοί σημειώνουν ότι ήθελε να λυτρωθεί από τις εσωτερικές αγωνίες και τύψεις του. Δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε τι ισχύει ή τι δεν ισχύει από αυτά.
Το πιθανότερο πάντως είναι να συνέβη κάτι απλό. Ο Αλής, όσο σκληρός και αν ήταν, είχε την ευφυία να αντιληφθεί την αναμορφωτική σ’ όλη την έκτασή της δράση του πατρο Κοσμά, να την αναγωνρίσει και να την αποδεχτεί.
Σύμφωνα με τον ερευνητή της ζωής και του έργου του εθνομάρτυρα Κοσμά του Αιτωλού Μιχάλη Παντούλα (φιλολόγου και πρώην βουλευτή) “η μελέτη των σωζόμενων επιστολών και διδαχών του πατροΚοσμά καταδεικνύει ότι το περιεχόμενο του βασικού μηνύματός του προς τους χειμαζόμενους ορθόδοξους πληθυσμούς των Βαλκανίων, ήταν η διατήρηση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης ως ιδεολογικού όπλου επιβίωσης των ραγιάδων απέναντι στον κυρίαρχο μωαμεθανισμό του Τούρκου κατακτητή”.
Ακόμη σημειώνει ότι “ο σταυρός από θρησκευτικό σύμβολο έγινε το σύμβολο αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού. Απέναντι στη θρησκεία του κατακτητή ο ιερομόναχος Κοσμάς ύψωσε με τη διδασκαλία του την ορθόδοξη πίστη των κατακτημένων, προσδίδοντας στις ιδέες του ευρύτερο περιεχόμενο”.
Η προτροπή του αγίου Κοσμά προς τους ξενόφωνους ορθόδοξους πληθυσμούς (αλβανόφωνους, βλαχόφωνους, σλαβόφωνους, τουρκόφωνους) να σπουδάσουν ελληνικά, όπως εξηγεί ο κ.Παντούλας, πέρα από το ότι εξυπηρετούσε τη στερέωση της χριστιανικής πίστης και την αποτροπήτων εξιλαμισμών, “ικανοποιούσε την ανάγκη ενίσχυσης και ισότιμης συμμετοχής των ανθρώπων στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι, καθόσον τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο η γνώση της ελληνικής γλώσσας αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για κάτι τέτοιο”.
Και υπογραμμίζει ότι “η λειτουργία σχολείων σε περιοχές με έντονα συντηρητικούς πληθυσμούς συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία θετικού περιβάλλοντος παιδείας, ικανό να τους πείσει ότι η κατάκτηση της γνώσης αποτελεί το μοναδικό δρόμο, που οδηγεί τους ανθρώπους, τις κοινωνίες και τους λαούς στην ευημερία και στην πρόοδο”.