Άγιος Εφραίμ Κατουνακιώτης: Η δύναμη της ευχής, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με. Γιατί την παντοδυναμία της ευχής την παίρνει απ’ τον παντοδύναμο Θεό, διότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι και σωτήρας του κόσμου, αλλά είναι και Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού. Δε θέλεις να τη δεις;
Διάλογος ενός υποτακτικού με τον γέροντά του, τον πατέρα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη:
– Πάτερ Εφραίμ, γέροντά μου, λέω την ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα.
– Δεν καταλαβαίνεις εσύ που τη λες την ευχή, αλλά καταλαβαίνει ο διάβολος, και καίγεται, και φεύγει…
– Ε, καλά παιδί μου, θέλεις να δεις θαύμα, από την ευχή, απ’ την προσευχή;
– Και βεβαίως θέλω!
– Καλά, του λέει, θα προσευχηθώ στο Θεό να σου δείξει ένα θαύμα να καταλάβεις πόση δύναμη έχει η ευχή. Αυτό το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» που στην οποίαν ευχή αναφέρονται όλα τα πατερικά μας βιβλία. Και ειδικότερα βέβαια η φιλοκαλία.
Έκανε προσευχή ο γέροντας, έκανε νηστεία, τριήμερο νηστεία, μόνο με λίγο νερό.
– Έλα δω παιδί μου τώρα, του λέει, ύστερα από τις τρεις ημέρες, του έδωσε ένα καλάθι – ξέρετε τι ήταν τα καλάθια; Πήγαινε να το γεμίσεις νερό.
– Γέροντα, λέει, με συγχωρείς. Τα μυαλά τα έχω. Το λογικό το έχω, πώς θα γεμίσει αυτό νερό; Γεμίζει το καλάθι νερό; Βρέχεται, ναι, αλλά να γεμίσει νερό;
Άγιος Εφραίμ Κατουνακιώτης: Η δύναμη της ευχής, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με
– Καλά παιδί μου, του λέει, δεν ήθελες να δεις ένα θαύμα;
Λέει:
– Μάλιστα.
– Ε, και να δεις τι δύναμη έχει η ευχή; Το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» τι δύναμη έχει; Γιατί την παντοδυναμία της ευχής την παίρνει απ’ τον παντοδύναμο Θεό, διότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι και σωτήρας του κόσμου, αλλά είναι και Θεός αληθινός, εκ Θεού αληθινού. Δε θέλεις να τη δεις;
– Πώς, πώς, πώς!
– Ε, κάνε αυτό που λέω, αλλά θα λες την ευχή, όλο την ευχή. Θα πας και θάρθεις χωρίς να την διακόψεις καθόλου. Θα λες συνέχεια «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
– Να ‘ναι ευλογημένο.
Πάει λοιπόν στο δρόμο, περπατάει να πάει μέχρι την, εκεί που ήταν το νερό,
– «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Και βάζει το καλάθι στη βρύση από κάτω.
Το νερό γεμίζει το καλάθι! Και το καλάθι δεν τρέχει!
Δεν βγάζει ούτε από τα πλάγια, ούτε από κάτω σταγόνα νερό. Συνέχεια όμως, δεν διακόπτει την ευχή και τη λέει.
– «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Εννοείται βέβαια ότι ο γέροντας, ο Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, στο κελάκι του προσηύχετο για να δείξει ο Θεός θαύμα στον παραγιό του. Το γέμισε το καλάθι. Μόλις το είδε, τρέχει λοιπόν, να το δείξει στον γέροντά του. Να του πει δηλαδή ότι «Γέροντα, το καλάθι γέμισε νερό, και δεν τρέχει».
Στον δρόμο λοιπόν πηγαίνοντας αυτά τα πενήντα μέτρα, φανερώνεται ο διάβολος, αλλά με ανθρώπινη μορφή. Σαν καλόγεροι, σαν καλόγερος. Του λέει:
– Καλόγερε, του λέει, πού πάς;
– Πάω στο,,,