Θέλω να προσέξετε δυο ή τρία πράγματα από την παραβολή του σημερινού Ευαγγελίου.
Εκεί λέγεται ότι κάποιος άνθρωπος πήγε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ. Στην Παλαιά Διαθήκη η Ιερουσαλήμ ήταν ο τόπος, όπου ζει ο Θεός, όπου προσκυνήθηκε, όπου Του προσεύχονταν οι άνθρωποι. Εκείνος ο άνθρωπος ήταν στο δρόμο κάτω στην κοιλάδα. Από το βουνό, με θέα στον ουρανό, κατέβηκε εκεί, όπου περνάει η απλή ανθρώπινη ζωή.
Σ΄αυτό το δρόμο τον έπιασαν ληστές, πήρανε τα ρούχα του, τον χτύπησαν και τον άφησαν μισοπεθαμένο στο δρόμο. Πέρασαν τρεις άνθρωποι, ο ένας μετά τον άλλο. Και οι τρείς ήρθαν από εκεί, όπου ζει ο Θεός. Και οι τρεις προσκύνησαν τον Θεό και έκαναν τις προσευχές τους. Οι δύο από τους τρεις προσπέρασαν τον πληγωμένο. Στο Ευαγγέλιο λέγεται καθαρά, ότι ο ιερέας απλά τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Ήταν ένας άνθρωπος καλά εξασφαλισμένος. Δεν μπορεί να τον αγγίξει – έτσι τουλάχιστον νόμιζε- η ανθρώπινη ανάγκη. Δεν είχε καταλάβει τίποτα από τις προσευχές που διάβαζε προς το Θεό, ο οποίος είναι η ίδια η Αγάπη. Μετά προσπέρασε ο επόμενος, ένας λευίτης, δηλαδή ένας άνθρωπος που γνωρίζει την Αγία Γραφή, αλλά, όπως φαίνεται, δεν γνώρισε τον Θεό. Πλησίασε το μισοπεθαμένο, τον κοίταξε μια στιγμή και μετά συνέχισε τον δρόμο του. Ο νους του ήταν απασχολημένος με ψηλότερα πράγματα από μια ανθρώπινη ζωή ή το πάθος ενός ανθρώπου.
Και τέλος πάντων ήρθε ένας άνθρωπος που...