Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
(…)Και περπατώντας κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε δύο αδελφούς, τον Σίμωνα, που, με το όνομα το οποίο του έδωσε αργότερα ο Κύριος, ονομάστηκε Πέτρος και τον Ανδρέα τον αδελφό του.
Έριχναν τα δίχτυα τους στη θάλασσα, σαν ψαράδες που ήσαν. «Ακολουθήστε με, τους είπε, και θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων». Αυτοί λοιπόν, αφού άφησαν αμέσως τα δίχτυα, Τον ακολούθησαν.
«οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ». Πρόσεξε την πίστη και την υπακοή τους. Διότι αν και βρίσκονταν στο μέσο της εργασίας τους (γνωρίζετε βέβαια πόσο απαιτητική είναι η αλιεία), όταν άκουσαν την προτροπή του Κυρίου δεν ανέβαλαν, ούτε το μετέθεσαν γι΄ αργότερα, ούτε είπαν· «Άμα γυρίσουμε στο σπίτι, ας συνεννοηθούμε πρώτα με τους δικούς μας». Αλλά αφού εγκατέλειψαν τα πάντα, Τον ακολούθησαν, όπως ο Ελισσαίος ακολούθησε κάποτε τον προφήτη Ηλία. Πραγματικά αυτού του είδους την υπακοή ζητεί από μας για τη μετάνοιά μας ο Χριστός, ώστε μήτε δευτερολέπτου αναβολή να μην κάνουμε, ακόμα κι αν κάτι από τα πιο απαραίτητα προς το ζην μας επείγει, όπως κρίνουμε. Γι’ αυτό και κάποιον άλλον που Τον πλησίασε και ζήτησε να πάει πρώτα να θάψει τον πατέρα του, μήτε αυτό δεν τον άφησε να κάνει, δείχνοντας ότι από όλα πρέπει να προτιμούμε να Τον ακολουθήσουμε και να γίνουμε μαθητές Του.
Εάν πάλι θεωρείς ότι Τον ακολούθησαν επειδή ήταν μεγάλη η υπόσχεση, και πάλι τους θαυμάζω γι’ αυτό και ακόμη περισσότερο, επειδή παρόλο που δεν είχαν δει ακόμα κανένα θαυματουργικό σημείο, πίστεψαν σε τόσο μεγάλη υπόσχεση και όλα τα άλλα τα θεώρησαν δευτερεύοντα μπροστά στο να Τον ακολουθήσουν. Γιατί με όποια λόγια αλιεύτηκαν οι ίδιοι, πίστεψαν ότι με αυτά θα μπορούσαν κι άλλους να αλιεύσουν και να τους οδηγήσουν στη σωτηρία των ψυχών τους. Και σ΄ αυτούς μεν αυτήν την υπόσχεση έδωσε, σ΄εκείνους όμως που ήταν μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, τίποτα παρόμοιο δεν λέγει˙ διότι η υπακοή αυτών που πρώτους κάλεσε (δηλ. του Ανδρέα και του Πέτρου), είχε προετοιμάσει πλέον και αυτούς. Εξάλλου πολλά είχαν ακούσει και προηγουμένως γι’ Αυτόν.
Και πρόσεξε πώς υπαινίσσεται με ακρίβεια και την φτώχεια τους· τους βρήκε να ράβουν τα δίχτυα τους. Τόσο μεγάλη ήταν η φτώχεια τους, ώστε να διορθώνουν τα χαλασμένα, επειδή δεν μπορούσαν ν’ αγοράσουν άλλα. Δεν ήταν κι αυτή τότε μικρή ένδειξη αρετής, το να υποφέρουν με ευκολία και αγόγγυστα την φτώχεια, το να αποκτούν την τροφή τους με τίμιο μόχθο, το να συνδέονται μεταξύ τους με τη δύναμη της αγάπης, το να έχουν μαζί τους και τον γέρο πατέρα τους και να τον περιποιούνται.
Αφού λοιπόν τους έκανε μαθητές Του, τότε αρχίζει να θαυματουργεί ενώπιόν τους, βεβαιώνοντας με τα έργα Του ό,τι είχε πει γι’ Αυτόν ο Βαπτιστής Ιωάννης. Βρισκόταν αδιάκοπα στις συναγωγές και με την πράξη Του αυτή τους δίδασκε ότι δεν είναι κάποιος αντίθετος, ούτε πλάνος, αλλά έχει έρθει με το θέλημα του Θεού, κατόπιν κοινής Τους συμφωνίας. Και συχνάζοντας στις συναγωγές, δεν κήρυττε μόνο, αλλά και πολλά θαύματα επιτελούσε.
Πραγματικά σε κάθε περίπτωση κατά την οποία συμβαίνει κάτι το νέο και παράδοξο και εισάγεται κάποιος νέος τρόπος ζωής, συνηθίζει ο Θεός να κάνει θαύματα, προσφέροντας εγγύηση της δυνάμεώς Του προς εκείνους που πρόκειται να δεχτούν τους νόμους Του. Έτσι όταν επρόκειτο να πλάσει τον άνθρωπο, δημιούργησε όλον τον κόσμο και τότε του έδωσε εκείνο τον νόμο μέσα στον παράδεισο. Και όταν ήταν να δώσει νόμους στον Νώε, πάλι μεγάλα θαύματα έκαμε, με τα οποία αναδημιουργούσε όλη την πλάση και τη φοβερή εκείνη τρικυμιώδη θάλασσα την έκανε να κυριαρχεί επί της γης για ένα ολόκληρο χρόνο και με όλα αυτά, μέσα σε τόσο χαλασμό, διέσωσε τον δίκαιο εκείνο. Και στα χρόνια του Αβραάμ παρουσίασε πολλά θαύματα, όπως είναι η νίκη στον πόλεμο, η πληγή κατά του Φαραώ, και η απαλλαγή από τους κινδύνους. Μα κι όταν επρόκειτο να θεσπίσει τους νόμους στους Εβραίους, έδειξε πρώτα τα θαυμαστά εκείνα και μεγάλα σημεία και έπειτα τους έδωσε τον Νόμο.
Έτσι λοιπόν κι εδώ, θέλοντας να δώσει έναν ανώτερο τρόπο ζωής και να τους πει όσα ποτέ δεν είχαν ακούσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, επιβεβαιώνει τους λόγους με την επιτέλεση των θαυμάτων. Επειδή δηλαδή δεν φαινόταν η βασιλεία που κήρυττε, αυτήν την αφανή, με τα ορατά σε όλους θαύματα, την καθιστά φανερή. Και πρόσεξε την απλότητα του Ευαγγελιστού, πως δε μας διηγείται χωριστά κάθε περίπτωση όσων θεραπεύονταν, αλλά με τρόπο συνοπτικό μας ενημερώνει για τα αναρίθμητα θαύματα. Του έφεραν, λέει, όλους όσοι ταλαιπωρούνταν από λογής ασθένειες και βασανίζονταν, δαιμονισμένους, σεληνιαζομένους, παραλυτικούς και τους θεράπευσε.
Αλλά γεννιέται το ακόλουθο ερώτημα: για ποιον λόγο από κανέναν από τους θεραπευθέντες δεν ζήτησε την πίστη, ούτε είπε αυτό που έπειτα φανερά έλεγε· «Πιστεύετε ότι μπορώ να το κάνω αυτό»; Επειδή δεν είχε δώσει ακόμα απόδειξη της δυνάμεώς Του. Εξ άλλου και μόνο το γεγονός ότι προσέρχονταν μόνοι τους και έφερναν ασθενείς κοντά στον Χριστό, δεν αποδεικνύει τυχαία πίστη. Διότι τους έφερναν από μακριά, πράγμα το οποίο δε θα έκαναν, αν δεν πίστευαν πολύ οι ίδιοι για τη δύναμή Του.
Ας Τον ακολουθήσουμε λοιπόν κι εμείς. Γιατί έχομε πολλές ασθένειες της ψυχής κι αυτές θέλει πρώτα να θεραπεύσει. Γι’ αυτό αποκαθιστά τις σωματικές ασθένειες, για να απομακρύνει τις ψυχικές από την ψυχή μας. Ας έρθουμε λοιπόν κοντά Του και τίποτα βιοτικό ας μην Του ζητήσουμε παρά μόνο συγχώρηση των αμαρτιών μας· την παραχωρεί και τώρα, αν τη ζητούμε σοβαρά. Τότε βέβαια είχε φτάσει η φήμη Του ως τη Συρία (Ματθ. 4,24: καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς), ενώ τώρα έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη την οικουμένη. Κι εκείνοι έτρεχαν προς Αυτόν, όταν άκουγαν μόνο πως θεράπευσε δαιμονισμένους· συ όμως που έχεις περισσότερες και μεγαλύτερες αποδείξεις για τη δύναμή Του, γιατί δε σηκώνεσαι να τρέξεις σ’ Αυτόν; Κι εκείνοι άφησαν και πατρίδα και φίλους και συγγενείς· συ όμως δε θέλεις μήτε το σπίτι σου ν’ αφήσεις, για να πας κοντά Του και να λάβεις πολύ περισσότερα; Και μήτε που ζητoύμε αυτό από σένα. Άφησε μόνο την κακή συνήθεια και, μένοντας στο σπίτι σου μαζί με τους δικούς σου, θα μπορέσεις εύκολα να σωθείς.
Τώρα αν έχουμε μια σωματική πάθηση, κάνουμε τα πάντα και καταφεύγουμε σε κάθε μέσο, προκειμένου να απαλλαγούμε από αυτήν. Αν όμως η ψυχή μας είναι σε κακή κατάσταση, αναβάλλουμε και βραδύνουμε να κάνουμε κάτι. Γι’ αυτό ακριβώς δεν γλυτώνουμε ούτε από τα σαρκικά παθήματα, επειδή εμείς θεωρούμε τα αναγκαία ως πάρεργα και τα πάρεργα ως αναγκαία και ενώ αφήνουμε την πηγή των κακών, θέλουμε να καθαρίσουμε τα ρυάκια. Διότι το ότι βέβαια αιτία των σωματικών ασθενειών, είναι η κακία της ψυχής, το δήλωσε και ο παράλυτος επί τριάντα οκτώ χρόνια καθώς και αυτός ο παράλυτος που τον κατέβασαν από τη στέγη ενώπιον του Ιησού και ο Κάιν πριν απ’ αυτούς. Αλλά και από πολλές άλλες περιπτώσεις μπορεί ο καθένας να το διαπιστώσει αυτό. Ας αφανίσουμε λοιπόν την πηγή των κακών και τότε θα στερέψουν όλα τα ρεύματα των ασθενειών. Δεν είναι μόνο η παράλυση ασθένεια, αλλά και η αμαρτία· και η δεύτερη μάλιστα είναι πολύ πιο σοβαρή ασθένεια από την πρώτη, τόσο μάλιστα, όσο ανώτερη είναι από το σώμα η ψυχή.
Ας έρθουμε λοιπόν και τώρα κοντά Του και ας Τον παρακαλέσουμε να σφίξει την ψυχή μας που έχει παραλύσει και αφού αφήσουμε κάθε βιοτική μέριμνα, ας φροντίζουμε μόνο για τα πνευματικά. Εάν με δύναμη προσηλωθείς στα πνευματικά, τότε φρόντιζε και για τα γήινα. Μήτε πάλι ν’ αδιαφορείς για την αμαρτία σου, επειδή δεν αισθάνεσαι πόνο· γι’ αυτό ακριβώς να στενάζεις περισσότερο, επειδή δεν αισθάνεσαι οδύνη για τις αμαρτίες σου. Αυτό δε συμβαίνει επειδή δεν δαγκώνει η αμαρτία, αλλά επειδή είναι αναίσθητη η ψυχή που σφάλλει. Σκέψου λοιπόν ότι όσοι αισθάνονται τα δικά τους αμαρτήματα, πως στενάζουν σπαρακτικότερα από όσους κομματιάζονται ή καίγονται, πόσα κάνουν και πόσα υποφέρουν, πόσο πενθούν και οδύρονται, για ν’ απαλλαγούν από την πονηρά συνείδηση. Δε θα το έκαναν αυτό, αν δεν ένιωθαν σφοδρό ψυχικό πόνο.
Εκείνο λοιπόν που είναι το καλύτερο είναι να μην αμαρτάνουμε καθόλου, ύστερα όμως απ΄ αυτό, είναι το να...