Καὶ ἔρχονται εἰς Ἱεριχώ· καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ Ἱεριχὼ καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ ὄχλου ἱκανοῦ, ὁ υἱὸς Τιμαίου Βαρτίμαιος τυφλὸς ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. καὶ ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖός ἐστιν, ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν· υἱὲ Δαυΐδ Ἰησοῦ, ἐλέησόν με. καὶ ἐπετίμων αὐτῷ πολλοὶ ἵνα σιωπήσῃ· ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. καὶ στὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε· φωνήσατε αὐτόν· καὶ φωνοῦσι τὸν τυφλὸν λέγοντες αὐτῷ· θάρσει, ἔγειρε· φωνεῖ σε. ὁ δὲ ἀποβαλὼν τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν Ἰησοῦν. καὶ ἀποκριθεὶς λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ τυφλὸς εἶπεν αὐτῷ· ῥαββουνί, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ εὐθέως ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει τῷ Ἰησοῦ ἐν τῇ ὁδῷ. (κατὰ Μάρκον εὐαγγέλιο, κεφ. 10, 41-52).Πιστεύω πὼς μία ἀπὸ τὶς αἰτίες ποὺ μᾶς ἐμποδίζουν νὰ γνωρίζουμε τὸν πραγματικὸ ἑαυτό μας καὶ νὰ βρίσκουμε τὸν προσωπικό μας δρόμο εἶναι τὸ ὅτι δὲν ἔχουμε συναίσθηση πόσο τυφλοὶ εἴμαστε!
Πόσο ἐπίμονα θ’ ἀναζητούσαμε τὴ θεραπεία ἂν ξέραμε ὅτι εἴμαστε τυφλοί! Θὰ τὴν ἀναζητούσαμε ὅπως, ἴσως, ἔκανε ὁ Βαρτίμαιος: ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς γιατρούς, τοὺς ἱερεῖς, τοὺς θεραπευτές, ὕστερα, μὴ ἔχοντας πιὰ καμιὰ ἐλπίδα στοὺς «ἄρχοντες, τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων ἐν οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» μπορεῖ νὰ γυρίζαμε στὸ Θεό. Ἀλλὰ ἡ τραγωδία εἶναι ὅτι δὲν ἀναγνωρίζουμε τὴν τύφλωσή μας. Τόσα πολλὰ πράγματα ξεπηδοῦν μπροστὰ στὰ μάτια μας, ποὺ μᾶς κάνουν νὰ μὴ βλέπουμε τὰ ἀόρατα γιὰ τὰ ὁποῖα εἴμαστε τυφλοί. Ζοῦμε σ’ ἕνα κόσμο πραγμάτων ποὺ ἀποσποῦν τὴν προσοχή μας καὶ μᾶς ἐπιβάλλονται. Δὲν εἶναι ἀνάγκη ἐμεῖς νὰ τὰ προσέξουμε. Ἐκεῖνα ἀπὸ μόνα τους στέκονται μπροστά μας! Τὰ μὴ ὁρατὰ ὅμως δὲν ἐπιβάλλονται μόνα τους, πρέπει ἐμεῖς νὰ τὰ ἀναζητήσουμε καὶ νὰ τὰ ἀνακαλύψουμε. Ὁ γύρω κόσμος ἀπαιτεῖ τὴν προσοχή μας, ὁ Θεὸς μᾶς προσκαλεῖ διακριτικά.
Θυμᾶμαι κάτι ποὺ ἕνας γέροντας μοναχός μου εἶπε κάποτε: «Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοιάζει σὰν ἕνα μεγάλο δισταχτικὸ πουλὶ ποὺ κατέβηκε κάπου κεῖ κοντά μας. Ὅταν τὸ βλέπεις νὰ ἔρχεται πιὸ κοντά, μὴν κουνιέσαι γιὰ νὰ μὴν τὸ τρομάξεις. Ἄφησέ το νὰ ρθεῖ δίπλα σου».
Αὐτὸ ἴσως μπορεῖ νὰ μᾶς θυμίσει τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ἐν εἴδει περιστερᾶς». Αὐτὴ ἡ εἴκονα ἑνὸς πουλιοῦ ποὺ κατεβαίνει δισταχτικὸ καὶ ταυτόχρονα ἕτοιμο νὰ προσφερθεῖ εἶναι μία βιβλικὴ εἰκόνα γεμάτη βαθιὰ νοήματα — ἂν καὶ ἕνας Ἰάπωνας κάποτε μοῦ ἔλεγε: «στὴ χριστιανικὴ θρησκεία νομίζω ὅτι μπορῶ νὰ καταλάβω τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ἄλλα δὲ μπορῶ ν’ ἀνακαλύψω τὴ σπουδαιότητα τοῦ ”ἀξιότιμου” περιστεριοῦ!»
Γιὰ νὰ συνεχίσουμε λίγο ἀκόμα μὲ τὰ σύμβολα τῆς διακριτικότητας ποὺ εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ μιᾶς καρδιᾶς ποὺ προσφέρεται ἀλλὰ δὲν ἐξευτελίζεται, ἂς ξαναρίξουμε μία ματιὰ στὸ «Μικρὸ Πρίγκιπα» τοῦ Αntoine de Saint-Exupery. Στὸ σημεῖο ὅπου ἡ ἀλεποῦ περιγράφει πῶς ὁ μικρὸς Πρίγκιπας θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἐξημερώσει. Θὰ χρειαστεῖ νὰ εἶναι πολὺ ὑπομονετικός, νὰ κάθεται λίγο μακριά της, νὰ τὴν κοιτάζει μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του καὶ νὰ μὴν λέει τίποτε, γιατί τὰ λόγια προκαλοῦν παρεξηγήσεις. Μέρα μὲ τὴ μέρα θὰ κάθεται πιὸ κοντὰ καὶ σιγὰ σιγὰ θὰ γίνουν φίλοι. Βάλε τὸ «Θεὸ» στὴ θέση τῆς ἀλεποῦς καὶ θὰ δεῖς τὴν ἀγάπη, τὴν παρθενικὴ σεμνότητα,τὴ διακριτικότητα ποὺ προσφέρεται ἀλλὰ δὲν ἐξευτελίζεται. Ὁ Θεὸς δὲ δέχεται μία γλειώδη, ἀβασάνιστη σχέση, οὔτε ἐπιβάλλει τὴν παρουσία Του, τὴν προσφέρει. Κι ἡ προσφορὰ Του αὐτὴ δὲ μπορεῖ νὰ γίνει δεχτῆ παρὰ μόνο μὲ ἴσους ὅρους. Δηλαδὴ μὲ τὴν ἀντίστοιχη προσφορὰ μιᾶς ταπεινῆς, γεμάτης ἀγάπη καρδιᾶς. Μιᾶς προσφορᾶς κι ἀπ’ τοὺς δύο ποὺ σεμνὰ καὶ διακριτικὰ θ’ ἀναζητοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ βαθὺ κι ἀμοιβαῖο σεβασμὸ καὶ μὲ ἐπίγνωση τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς ἄφατης ὀμορφιᾶς ποὺ χαρίζει ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη.
Ὁ ἐξωτερικὸς κόσμος μᾶς ἐπιβάλλεται. Ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος μπορεῖ νὰ γίνεται ἀντιληπτός, ἀλλὰ δὲν ἐκλιπαρεῖ τὴν προσοχή μας: πρέπει νὰ προχωροῦμε σιγὰ καὶ προσεκτικά. Νὰ καιροφυλαχτοῦμε γιὰ τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο, σὰν τὸ θαυμαστὴ τῶν πουλιῶν ποὺ γιὰ νὰ τὰ παρατηρήσει παίρνει μία θέση στὸ δάσος ἢ στοὺς ἀγροὺς καὶ κάθεται σιωπηλός, ἀλλὰ γεμάτος ἔνταση. Στέκει ἀκίνητος, ἀλλ’ ὅμως ἄγρυπνος καὶ παρατηρητικός.
Αὐτὴ τὴν ἔνταση τῆς προσοχῆς ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει ν’ ἀντιληφτοῦμε ὅσα ἀλλιώτικά μᾶς διαφεύγουν, τὴν ἀποδίδουν τὰ λόγια αὐτοῦ τοῦ παιδικοῦ τραγουδιοῦ:
Μία γέρικη σοφὴ κουκουβάγια
ζοῦσε σὲ μία βελανιδιὰ
Ὅσο ἔβλεπε περσότερο,
τόσο μιλοῦσε λιγότερο.
Κι ὅσο μιλοῦσε λιγότερο,
τόσο ἄκουγε περσότερο.
Ἄχ! νὰ μοιάζαμε καὶ μεῖς
τῆς γέρικης τῆς κουκουβάγιας τῆς σοφῆς!
Τυφλωμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν γύρω πραγμάτων ξεχνᾶμε ὅτι αὐτὸς δὲ φτάνει τὸ βάθος στὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἱκανὸς νὰ διεισδύσει. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μικρὸς καὶ ταυτόχρονα μεγάλος. Ὅταν ἀναλογιζόμαστε τὸν ἑαυτὸ μας μέσα στὸ σύμπαν ποὺ συνεχῶς ἁπλώνεται — ἀμέτρητα μεγάλο ἢ ἄπειρα μικρὸ — τὸν βλέπουμε σὰν ἕναν κόκκο σκόνης παροδικό, εὔθραυστο καὶ χωρὶς σημασία. Ἀλλὰ ὅταν στραφοῦμε πρὸς τὰ μέσα μας, ἀνακαλύπτουμε ὅτι τίποτε σ’ αὐτὴ τὴν ἀπεραντοσύνη δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλο γιὰ νὰ μᾶς γεμίσει ἐντελῶς. Ὅλη ἡ δημιουργία εἶναι σὰν ἕνας κόκκος ἄμμου στὰ βάθη τοῦ εἶναι μας. Εἴμαστε ἀπέραντα μεγάλοι γιὰ νὰ μᾶς γεμίσει ἢ ἱκανοποιήσει ὁ κόσμος αὐτός. Μόνο ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἔπλασε γιὰ νὰ γίνουμε «κοινωνοὶ θείας φύσεως» μπορεῖ νὰ μᾶς γεμίσει. Ὅπως λέει ὁ Αngelus Sillesius: «Εἶμαι τόσο μεγάλος ὅσο ὁ Θεός. Ἐκεῖνος εἶναι τόσο μικρὸς ὅσο ἐγώ».
«Κοιτάζοντας ἀπὸ τὸν οὐρανό, τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ διακρίνουμε περισσότερο πάνω στὴ γῆ; Ὄχι τὰ βουνὰ οὔτε οἱ θάλασσες οὔτε οἱ πόλεις οὔτε οἱ οὐρανοξύστες. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Διότι ἡ θεοειδῆς ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας ἥλιος ἐπὶ τῆς γῆς. Ὅσοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι, τόσοι εἶναι οἱ ἥλιοι ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ καθένας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἥλιους εἶναι ὁρατὸς ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἀγαπημένο θαῦμα τοῦ Θεοῦ! Ἡ μικρούτσικη γῆ, ἕνα ἀστεράκι ἀπὸ τὰ πιὸ μικρά, νὰ χωράει δισεκατομμύρια ἥλιους! Μέσα ἀπὸ τὸ χωματένιο σῶμα τοῦ ἀνθρώπου λάμπει ὁ ἥλιος! Ὁ ἄνθρωπος! Ἕνας μικρὸς θεὸς μέσα στὴ λάσπη» (ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς).
Ὁ ὑλικὸς κόσμος ἔχει ἀδιαφάνεια, πυκνότητα, βάρος καὶ ὄγκο, ἄλλα δὲν...