Ένας από τους αδελφούς της ιεράς του Οσίου μονής, ανευλαβής ων και δύσπιστος, εξερνούσεν από την δυσώδη κοιλίαν του του βλάσφημα λόγια κατά του Οσίου, λέγονταάς τον πλανεμένον και κολασμένον, και δεν ήθελε να συνεορτάζη μαζί με τους λοιπούς την ετήσιον εορτήν του Αγίου. Όθεν μια φοράν όπου εώρταζον όλοι οι πατέρες την μνήμην του Οσίου, φεύγοντας αυτός από τον ναόν και από την ιεράν εκείνην ακολουθίαν, επήγεν εις το κελλίον του και εκοιμάτο, και εκεί φαίνεται εις τον ύπνον του ο Άγιος όλος αστραπόμορφος, με πρόσωπον δεδοξασμένον και έκλαμπρον, έχων μαζί του και άλλους δύο από τους πρώτους και ηγιασμένους μαθητάς του, και του λέγει. Δεν σου αρέει αυτή η δόξα ω μιαρέ; Ου δεδόξασται το δεδοξασμένον; Και παρευθύς νεύοντας εις τους μαθητάς του λέγει. βάλλετε κάτω αυτόν τον άπιστον, αυτόν τον βλάσφημον. Και βάνοντές τον εκείνοι κάτω, του εφάνη, ότι...