Ένας από τους αδελφούς της ιεράς του Οσίου μονής, ανευλαβής ων και δύσπιστος, εξερνούσεν από την δυσώδη κοιλίαν του του βλάσφημα λόγια κατά του Οσίου, λέγονταάς τον πλανεμένον και κολασμένον, και δεν ήθελε να συνεορτάζη μαζί με τους λοιπούς την ετήσιον εορτήν του Αγίου. Όθεν μια φοράν όπου εώρταζον όλοι οι πατέρες την μνήμην του Οσίου, φεύγοντας αυτός από τον ναόν και από την ιεράν εκείνην ακολουθίαν, επήγεν εις το κελλίον του και εκοιμάτο, και εκεί φαίνεται εις τον ύπνον του ο Άγιος όλος αστραπόμορφος, με πρόσωπον δεδοξασμένον και έκλαμπρον, έχων μαζί του και άλλους δύο από τους πρώτους και ηγιασμένους μαθητάς του, και του λέγει. Δεν σου αρέει αυτή η δόξα ω μιαρέ; Ου δεδόξασται το δεδοξασμένον; Και παρευθύς νεύοντας εις τους μαθητάς του λέγει. βάλλετε κάτω αυτόν τον άπιστον, αυτόν τον βλάσφημον. Και βάνοντές τον εκείνοι κάτω, του εφάνη, ότι...
του εκτύπησεν εις τους πόδας με την ράβδον του μερικές ραβδιές, και από τους πόνους και τον υπέρμετρον φόβον εξυπνήσας, βλέπει τους πόδας του ωσάν να τον επονούσαν. Και εγερθείς ευθύς τρέχει έντρομος εις την εκκλησίαν και πίπτοντας κατά γης, βάνει μετάνοιαν εις τον ηγούμενον, όλος ηλλοιωμένος και, συγχωρήσατέ μοι, πατέρες, φωνάζει. Τώρα εγνώρισα ότι ο Θεός εν αληθεία μεγάλως εδόξασε τον όσιον πατέρα ημών Σίμωνα. Τώρα, τώρα και πιστεύω και προσκυνώ αυτόν, ίσα με τους παλαιούς οσίους Αντώνιον, Ευθύμιον, Σάββαν και τους λοιπούς. Ευχαριστώ σοι, άγιε του Θεού, όπου με ελύτρωσες από την δαιμονιώδη πλάνην μου, και με έβγαλες από την κόλασιν, τον ταλαίπωρον. Ταύτα βοών μετά δακρύων, εδιηγήθη εν μέσω της εκκλησίας την φοβεράν εκείνην δόξαν του Οσίου, και τα εξής εις πλάτος, και όλοι εδόξασαν τον Θεόν, τον μη θέλοντα τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν.
(Απόσπασμα από το βιβλίο "Ο Βίος του Αγίου Σίμωνος του Αθωνίτου" - Έκδοση Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας)