Ήμουν τριαντατρία χρόνια ιερεύς στον Άγιο Γεράσιμο της Πολυκλινικής, κοντά στην Ομόνοια. Κανένας δεν μου έδινε σημασία. Τα μεσημέρια που καθόμουνα εκεί για να ξεκουρασθώ λίγο, έβαζα τις καρέκλες την μία κοντά στην άλλη, κοντά στο ψαλτήρι και ξάπλωνα επάνω. Ήξερα ότι υπήρχαν κρεβάτια άδεια, αλλά κανένας δεν είπε να επιτρέψουν να ξαπλώνω σ’ ένα κρεβάτι. Κι εγώ δεν το ζήτησα, δεν μιλούσα. Μια φορά ο Διευθυντής είχε διάλεξη και πήγα κι εγώ πίσω-πίσω για ν’ ακούσω. Όταν με είδε, έστειλε κάποιον να με βγάλει έξω. Βγήκα χωρίς να μιλήσω. Άκου τώρα, μετά από τόσα χρόνια τι έγινε:
Ήρθε εδώ κάποια μέρα ένα παλληκάρι εικοσιδύο ετών. Μιλήσαμε, ευχαριστήθηκε και πήγε και το είπε στην μάνα του. Ήρθε και η μάνα του κι ευχαριστήθηκε κι εκείνη και το είπε στον άνδρα της. Ο άνδρας της ξεκίνησε κι ήρθε κι αυτός. Αυτός ήταν ο διευθυντής που μ’ έβγαλε έξω από την διάλεξη. Του το είπα. Δεν το θυμόταν, αλλά μου είπε: Οπωσδήποτε θα το έκανα γιατί δεν τα είχα καθόλου καλά με τους παπάδες. Πω, πω, να έχουμε τόσα χρόνια τέτοιον άνθρωπο κοντά μας και να μην το ξέρουμε!
Βλέπεις, τα’ φερε ο Θεός, μετά από τόσα χρόνια, αυτοί οι άνθρωποι να γυρίσουν κοντά Του.
Επτά ολόκληρα χρόνια δεν μου έδιναν άδεια για την Εκκλησία. Ο κόσμος με παρεξηγούσε που...