– Γέροντα, σήμερα έφεραν μία δαιμονισμένη και παρακάλεσαν να πούμε στον ιερέα να της διαβάση εξορκισμούς. Τι να κάναμε;
– Σ’ αυτήν την περίπτωση καλύτερα να λέγατε να το κανονίση ο πνευματικός της. Για να είναι ο διάβολος μέσα της, θα πη ότι η αυτή έκανε κάποια σοβαρή αμαρτία η οι γονείς της, και έδωσαν δικαιώματα, γιατί η αμαρτία φέρνει τον διάβολο. Αν δεν μετανοήσουν και δεν εξομολογηθούν, δεν φεύγει η αμαρτία, επομένως δεν φεύγει και ο διάβολος. Ή μπορεί και για κάποιον άλλον λόγο να επέτρεψε ο Θεός να δαιμονισθή.
– Βοηθιούνται, Γέροντα, οι δαιμονισμένοι με τους εξορκισμούς;
– Ανάλογα. Οι εξορκισμοί βοηθούν, όταν διαβάζονται σε ένα παιδάκι δαιμονισμένο που δεν έδωσε δικαιώματα και δεν ξέρει από εξομολόγηση ή σε έναν μεγάλο που έχασε τα λογικά του και δεν μπορεί να εξομολογηθή.
Όταν έχη τα λογικά του ο δαιμονισμένος, πρέπει πρώτα να βοηθηθή να βρή σε τι έφταιξε και δαιμονίσθηκε, να μετανοήση, να εξομολογηθή και μετά, αν χρειασθή, να του διαβάσουν εξορκισμούς. Γιατί και μόνο με την συγχωρητική ευχή, μπορεί να φύγη το δαιμόνιο.
Μερικοί ιερείς μαζεύουν και αυτούς που έχουν δαιμόνιο και άλλους που έχουν κάποια αρρώστια και τους διαβάζουν όλους μαζί εξορκισμούς. Ένας είχε πάρκινσον και του διάβαζαν εξορκισμούς.
Να, και σήμερα, έφεραν έναν ηλικιωμένο που έλεγαν ότι είναι δαιμονισμένος. Το αριστερό του χέρι πάει πέρα-δώθε. Τον πιάνουν και κρίσεις. «Από πότε, τον ρωτάω, είσαι έτσι;».
«Από μικρός», μου λέει. Απόρησα. Πρόσεξα μετά ότι το κεφάλι του, στο αριστερό μέρος, ήταν λίγο ζουληγμένο. Στην γέννα, φαίνεται, κάτι είχε πάθει και ύστερα είχε πρόβλημα. Να έχη ο άλλος τον πόνο του και να του λένε πως έχει δαιμόνιο, να του διαβάζουν εξορκισμούς, έξελθε, ακάθαρτον πνεύμα…, και να γίνεται ρεζίλι και στον κόσμο! Δεν κάνει! Πόσα παιδιά που τα θεωρούν δαιμονισμένα, δεν έχουν δαιμόνιο!
Μου έφεραν ένα παιδί είκοσι πέντε χρόνων που έλεγαν ότι είναι δαιμονισμένο. Του έδωσα να πιή αγιασμό και το καημένο δεν αντέδρασε καθόλου. «Τι κάνει το παιδί; ρωτάω τον πατέρα του. Από πότε το έπαθε;». «Από έξι χρόνων, μου λέει. Τότε είχαν φέρει σκοτωμένο τον παππού του στο μαγαζί και το παιδί, μόλις τον είδε, έπαθε».
Είχε πάθει το καημένο έναν νευρικό κλονισμό. Εδώ, και σε μεγάλον αν συμβή αυτό, μπορεί να πάθη, πόσο μάλλον ένα παιδάκι! Άντε, τώρα, να το έχουν για δαιμονισμένο!
– Γέροντα, οι εξορκισμοί διαβάζονται και νοερώς;
– Νοερώς είναι καλύτερα. Βασικά οι εξορκισμοί πρέπει να διαβάζωνται με πόνο, με ταπείνωση, όχι με υπερηφάνεια. Όταν οι ιερείς λένε δυνατά και υπερήφανα το έξελθε, πνεύμα ακάθαρτον, αγριεύει ο διάβολος, θυμώνει, εκμεταλλεύεται τον εγωισμό του δαιμονισμένου και μπορεί να του πη: «για δές, σε κάνει ρεζίλι στον κόσμο, κοπάνα τον αυτόν τον παπά», οπότε ο δαιμονισμένος αρχίζει να χτυπάη τον παπά.
Έτσι δεν φεύγει το δαιμόνιο, αλλά φεύγει ο παπάς με το ευχολόγιό του… Μια φορά ένας ιερέας είπε σε έναν δαιμονισμένο: «Σε διατάζω, ακάθαρτο πνεύμα, να φύγης από αυτόν τον άνθρωπο!». «Έ, γι’ αυτό κι έγω δεν φεύγω…», του λέει ό διάβολος με το στόμα του δαιμονισμένου. Γι’ αυτό λέω στους ιερείς, όταν διαβάζουν εξορκισμούς, ποτέ να μη φωνάζουν: έξελθε, ακάθαρτον πνεύμα…, λες και τα δαιμόνια δεν ακούν!
Άλλα και οι συγγενείς του δαιμονισμένου δεν χρειάζεται να πούν σε άλλους ότι θα καλέσουν τον παπά να διάβαση εξορκισμούς. Καλύτερα να πούν ότι θα διάβαση μια παράκληση, και ας διάβαση τους εξορκισμούς με χαμηλή φωνή.
«Μαρτύριο περνούν οι δαιμονισμένοι»
Πάντως πολύ ταλαιπωρούνται όσοι έχουν δαιμόνιο, γιατί και ταπεινώνονται, άλλα και βασανίζονται από τον διάβολο! Μια φορά είχα συναντήσει στην Μονή Σταυρονικήτα ένα παλληκάρι είκοσι τριών ετών που είχε δαιμόνιο. Ήταν πετσί και κόκκαλο. Έξω έκανε παγωνιά, στον ναό έκαιγε σόμπα, και αυτός φορούσε ένα λεπτό κοντομάνικο πουκάμισο και καθόταν πίσω στην λιτή. Δεν άντεξα, πάω, του δίνω ένα μάλλινο ρούχο. «Φόρεσε το αυτό, του λέω. Δεν κρυώνεις;». «Τι να κρυώσω, πάτερ, μου λέει, έγω καίγομαι». Έ να, αυτό είναι κόλαση.
Σε μερικούς μάλιστα δαιμονισμένους, που από την φύση τους είναι ευαίσθητοι, το ταγκαλάκι τους λέει ότι δεν θα σωθούν και τους βάζει να αυτοκτονήσουν. Φοβερό! Δεν είναι μικρό πράγμα! Ήξερα κάποιον δαιμονισμένο που και οι παπάδες τον είχαν βαρεθή τον καημένο.
Πήγαινε να του διαβάσουν εξορκισμούς και τον εδίωχναν.
Ύστερα ο διάβολος του έλεγε και για μένα: «μην πας και σ’ αυτόν ούτε αυτός θα σε δεχθή», και τον είχε ρίξει στην απελπισία. Έναν άλλον, που είχε γίνει καλά με την χάρη του Άγιου Αρσενίου, τι τον έκανε ο διάβολος! Είχε έρθει εδώ, για να προσκύνηση τα Λείψανα του Αγίου Αρσενίου, άλλα ήταν κλειστό το Μοναστήρι.
Του παρουσιάζεται λοιπόν ό διάβολος με την μορφή του Αγίου Αρσενίου κάτω στην πόρτα και του λέει: «Να μην ξαναπατήσης εδώ ούτε έγω σε θέλω ούτε ο Παΐσιος». Τον εδίωξε.
Κατάλαβες; Άρχισε μετά και έβριζε τον Άγιο, έβριζε κι έμενα. Καλά, έγω είμαι για βρίσιμο, άλλα ο Άγιος!… Οπότε ο...