Η απόρριψη της πέτρας από τα νεφρά.
Ο Γιώργος, μια φορά έπαθε ένα κολικό και επρόκειτο να χειρουργηθεί, γιατί κάποιες πέτρες φαίνεται είχαν προχωρήσει. Εγώ είχα αρχίσει να παίρνω τηλέφωνο, να βρούμε τον κατάλληλο γιατρό. Πήρα τότε ένα τηλέφωνο στα καλά καθούμενα μεσ’ το βράδυ (οχτώ το βράδυ, εννιά, πρέπει να ήτανε) από τον Γέροντα: «Έτσι, λέει, σας πήρα. Τι κάνετε, πώς είστε; Μη φοβάσαι δεν είναι τίποτα. Έ, πονάς… Θα περάσει». Κι αμέσως ούρησε τέσσερις πέτρες ο Γιώργος, με το που κλείσαμε το τηλέφωνο.
«Βλέπει» το κτήμα.
Ή, όταν έψαχνε εκείνος για να βρει εδώ το κτήμα για το Ησυχαστήριο, ψάχναμε κι εμείς γι ένα εξοχικό. Κι εμείς βρήκαμε ένα κομμάτι. Με παίρνει τηλέφωνο δυο μέρες μετά. Λέει: «Έμαθα ότι βρήκατε». Λέω: «Πώς το μάθατε;». «Α, το ξέρω, το ξέρω» μου λέει, «κάτσε να δούμε». Λέω εγώ: «Να το δούμε, να το δούμε».
«Α, λέει από κει δεξιά υπάρχει μία ελιά, αριστερά υπάρχει μια μεγάλη συκιά, εκεί». «Όχι, όχι, του λέω, λάθος κάνετε. Δεξιά είναι η ελιά κι αριστερά η συκιά». «Βρε Όλγα, λέει, εγώ το βλέπω απ’ την κάτω μεριά. Κατέβα κι εσύ από κάτω», απ’ το τηλέφωνο τώρα αυτά. «Να το δούμε μαζί από κάτω». Κι άρχισε να μου λέει που είναι η ελιά, που είναι η συκιά, ένα μέρος που ποτέ δεν είχε πάει. Να μας λέει τι αρχαία βρέθηκαν, που υπάρχει μια εκκλησία. Η εκκλησία αυτή, λέει, πράγματι υπάρχει, αλλά, αυτό δεν το ξέραμε εμείς, είναι χτισμένη πάνω σ’ έναν αρχαίο ναό. Δηλαδή, λέει, δεν είναι η εκκλησία που είναι μια βυζαντινή. Τα θεμέλια λέει είναι ενός αρχαίου ναού.
Και έχουμε τόσα πολλά να θυμόμαστε.
Η θεραπεία της Μ.
Την Μαίρη την Μ. που την πήρε τηλέφωνο. Είχε δισκοπάθεια και επρόκειτο να φύγει για Αγγλία, να χειρουργηθεί και της δίνανε πενήντα – πενήντα τοις εκατό πιθανότητες, να περπατήσει ή όχι. Είχε μείνει μήνες στο κρεββάτι με παράλυτο το ένα της πόδι.
Και ετοιμαζόταν να πάει στην Αγγλία, να της κάνουνε μια πολύ δύσκολη επέμβαση στην σπονδυλική στήλη, για την οποία της είχανε πει ήδη εξαρχής ότι οι πιθανότητες είναι πενήντα – πενήντα. Ότι ή θα διορθωθεί και θα γίνει καλά ή θα μείνει παράλυτη σε όλη της τη ζωή. Και η κοπέλα που είχε και κάποια οικονομική άνεση κ.λ.π., ήταν έτοιμη να φύγει για την Αγγλία, είχανε κάνει τα χαρτιά όλα.
Και παραμονές τον πήραμε τηλέφωνο και του είπαμε: «Παππούλη, η Μαιρούλα η Μ. θα φύγει για την Αγγλία, θέλει να την πάρετε, αν μπορείτε, ένα τηλέφωνο απλώς έτσι για κουράγιο». Την παίρνει τηλέφωνο: «Γειά σου παιδί μου, τι κάνεις;» κι αυτά.
Λέει:
-Παππούλη, να φύγω για την Αγγλία;
-Α, κάτσε να δούμε τώρα… Σε ποιο σπόνδυλο. Κι αρχίζει να της λέει σε...