Τὸν Αὔγουστο τὸ 1977 πραγματοποίησα ἐπίσκεψη στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ὅταν στὸ κείμενό μου λέω Ἅγιον Ὅρος, ἐννοῶ περισσότερο τούς μοναχοὺς καὶ λιγότερο τὴν φύση, τὰ οἰκοδομήματα καὶ τὰ κειμήλια.
Μὲ συγκινεῖ ἡ ἀσκητικότητα τῶν μοναχῶν, ἡ ἁπλότητα στὴν συμπεριφορά τους, ἡ μαχητικότητά τους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ἡ ἀμεριμνία τους, ἡ κατάνυξή τους, ὁ μεταθανάτιος στοχασμός τους, ἡ προσευχή τους καὶ γενικὰ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους.
Ξεκινήσαμε γιὰ τὴν ἠσυχαστικότερη περιοχὴ τοῦ Ὅρους, τὴν ἔρημο, ὅπου ζοῦν οἱ φημισμένοι ἐρημίτες καὶ ἀσκητές. Εἴχαμε ἐπιλέξει ποῦ θὰ πᾶμε. Θέλαμε νὰ δοῦμε τὸν φημισμένο… Γέροντα Ἐφραὶμ στὰ Κατουνάκια.
Ἡ ὁδοιπορία μας ἦταν εὐχάριστη. Στὸ κελλὶ τῶν Δανιηλαίων καθίσαμε γιὰ νὰ ξεκουραστοῦμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ πάρουμε πληροφορίες γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε τὸν Γέροντα. Ἀποφασίσαμε νὰ μὴν ἐμφανιστοῦμε ὅλοι μαζί. Οἱ ἄλλοι σταμάτησαν λίγο πιὸ πάνω καὶ μόνος κατηφόρισα πρὸς τὴν καλύβη τοῦ ἐρημίτη, παρόλο ποὺ μία ἐπιγραφή μοῦ ἔλεγε ὅτι ὁ Γέροντας δὲν δέχεται ἐπισκέψεις λόγω ἀσθενείας. Συνέβαινε ὅμως τὸ ἀντίθετο. Ὁ π. Ἐφραὶμ ἦταν ὑγιὴς καὶ κουβαλοῦσε μ΄ ἕνα καρότσι πέτρες καὶ χώματα. Προχώρησα κοντά του καὶ μόλις μὲ εἶδε, τοῦ εἶπα:
– Εὐλογεῖτε, Γέροντα.
Ὁ ἀσκητὴς ξαφνιασμένος μὲ κοίταξε ἐρευνητικὰ καὶ μὲ χαμόγελο μοῦ ἀπάντησε:
– Ὁ Κύριος. Καλὰ ἦρθες, παπά μου. Τώρα θὰ σὲ βάλω νὰ δουλέψεις. Τί νομίζεις, ἔτσι θὰ σ΄ ἀφήσω;
Ἀρχίσαμε τὴν συζήτηση μὲ τρόπο οἰκεῖο. Μοῦ εἶπε γιὰ τὴν καινούρια στέρνα ποὺ φτιάχνει καὶ γιὰ τὰ πολλὰ μπάζα ποὺ εἶχε βγαλμένα καὶ ἤθελε νὰ τὰ πετάξει. Ὁ Γέροντας δὲν διέκοψε τὴν δουλειά του. Σταματοῦσε λίγο, μοῦ ἔλεγε μερικὲς φράσεις καὶ συνέχιζε τὸ ἔργο του. Τοῦ ζήτησα νὰ μοῦ δώσει τὸ φτυάρι γιὰ νὰ τὸν βοηθήσω. Στὴν ἀρχὴ ἀντέδρασε καὶ μοῦ εἶπε:
– Κάθισε. Θὰ λερώσεις τὸ ράσο σου καὶ ὕστερα θὰ σὲ μαλώσει ἡ παπαδιά σου. Θὰ σοῦ πεῖ ὅτι πῆγες στὸ Ὅρος καὶ λερώθηκες…
Ἐδῶ ἀνοίγω μία χρήσιμη παρένθεση γιὰ νὰ ἐνημερώσω τὸν φίλο ἀναγνώστη σχετικὰ μὲ τὸν Γέροντα Ἐφραίμ. Πρέπει νὰ τονίσω ὅτι ὁ Γέροντας εἶναι πνευματικὸς μοναχός, μὲ χάρισμα λόγου καὶ διδασκαλίας. Τὰ λόγια του σὲ τραβοῦν. Ἡ εὐφράδειά του σὲ μαγεύει, ἐνῶ ἡ ὁλόασπρη γενειάδα του ἀπὸ τὸ ἐταστικό του βλέμμα σοῦ ἀφαιρεῖ κάθε ἀμφιβολία ἀπὸ τὴν ψυχή. Προσφιλέστατο θέμα του ἡ ἱερωσύνη. Μιλάει μὲ ἱερὸ πάθος καὶ μακαρίζει τοὺς καλοὺς ἱερεῖς. Εἶναι ὁ Γέροντας τῆς ἐρήμου καὶ τοῦ μυστικοῦ βιώματος τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς. Ἀποφεύγει τοὺς προσκυνητὲς καὶ θέλει νὰ εἶναι ξεχασμένος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ζώντας ἀνάμεσα στὰ βράχια τῶν Κατουνακίων.
Μετὰ ἀπὸ λίγο φώναξα καὶ τοὺς ἄλλους τῆς παρέας, κατόπιν ἀδείας τοῦ Γέροντα. Ὁ π. Ἐφραὶμ μόλις τοὺς εἶδε τοὺς χαμογέλασε.
– Ἐσένα σὲ γνωρίζω, εἶπε στὸν Νικόλαο. Ἐσένα ὄχι, ἐσένα ὄχι. Ἄγνωστοι καὶ οἱ δυό σας, εἶπε στοὺς ἄλλους. Καλὰ ἤρθατε. Τώρα θὰ δουλέψετε ἐδῶ.
Πράγματι δουλέψαμε ἀρκετὴ ὥρα. Ὅταν ὁ ἥλιος ἦρθε στὸν τόπο τῆς ἐργασίας μας, σταματήσαμε καὶ καθισμένοι σ΄ ἕναν σωρὸ ἀπὸ πέτρες ἀρχίσαμε τὴν συζήτηση. Ὁ Γέροντας τόνιζε ὅτι ὁ ἱερέας πρέπει νὰ μιλάει πάντα μὲ γλυκύτητα. Νὰ εἶναι προσεκτικὸς στὰ λεγόμενά του, γιατί τοῦ ἱερέα πιάνονται καὶ οἱ εὐχὲς καὶ οἱ κατάρες. Νὰ μὴν καταρᾶται, ἀλλὰ πάντα νὰ εὔχεται. Νὰ μιλάει μὲ καλοσύνη στοὺς συνανθρώπους του. Νὰ προσέχει ἀκόμη, ὅταν πρόκειται νὰ λειτουργήσει. Νὰ μὴν ἔχει τὸ παραμικρὸ στὴν ψυχὴ του ἐναντίον κάποιου. Ἂν κάτι τὸν βαραίνει, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ζητήσει συγχώρηση. Διαφορετικὰ δὲν μπορεῖ νὰ πιάσει τὰ Ἅγια.
Στὸ σημεῖο τοῦτο παραθέτω τὶς σημειώσεις ποὺ κρατοῦσε ὁ φίλος Νικόλαος (σήμερα εἶναι ἱερέας). Εἶναι πιστὴ καταγραφὴ τῶν ὅσων μᾶς εἶπε ὁ Γέροντας.
«Κάποτε, διηγήθηκε ὁ π. Ἐφραίμ, ἦταν ἄρρωστος ὁ Γέροντάς μου. Κατέβηκα στὴν παραλία, γιατί περίμενα κάτι πράγματα. Μέσα στὸ καΐκι βλέπω τὸν γιατρό. Ἀνεβαίνω λοιπὸν γρήγορα γιὰ νὰ τὸν ρωτήσω σχετικὰ μὲ τὴν ἀρρώστια τοῦ Γέροντά μου. Σκέφτηκα πὼς μέχρι νὰ ξεφορτώσει ὁ βαρκάρης, θὰ προλάβω νὰ συνεννοηθῶ. Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ὁ καπετάνιος τελείωσε καὶ ξεκίνησε κιόλας. Τοῦ φωνάζω πὼς δὲν θὰ ταξιδέψω καὶ πρέπει νὰ σταματήσει γιὰ νὰ κατέβω. Ἐκεῖνος νευρίασε καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει καὶ μάλιστα εἶπε “ἂι στὸν διάβολο…”. Δὲν μίλησα καθόλου. Ἐκεῖνος γύρισε θυμωμένος κι ἐγὼ κατέβηκα καταπικραμένος. Ὅταν ἔφτασα στὴν καλύβη, ἀνέφερα τὸ περιστατικὸ στὸν Γέροντά μου. “Πρέπει νὰ συγχωρηθεῖτε” μοῦ εἶπε. Ἀλλὰ ποῦ νὰ βρῶ τὸν βαρκάρη; Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἔπρεπε νὰ λειτουργήσω. Τί νὰ κάνω; Τελικὰ δὲν λειτούργησα. Τὸ πρωὶ πῆρα ἕνα κουτὶ λουκούμια καὶ ξανακατέβηκα νὰ συγχωρεθῶ μὲ τὸν βαρκάρη. Τὸν συνάντησα καὶ τοῦ λέω: “Εὐλογημένε, συγχώραμε, γιατί ἔγινα αἰτία νὰ νευριάσεις χθὲς καὶ δὲν μπόρεσα νὰ ἠσυχάσω”. “Συγχωρεμένος, μοῦ ἀπάντησε. Συγχώραμε καὶ σύ”. “Συγχωρεμένος, συγχωρεμένος, συγχωρεμένος, τοῦ εἶπα μὲ ὅλη μου τὴν ψυχή. Ἔτσι μπόρεσα καὶ λειτούργησα τὶς ἄλλες μέρες”.
«Μὴν λειτουργεῖς καὶ μὴ κοινωνεῖς μὲ τυχοῦσα συνείδηση. Ὅταν σὲ ἐλέγχει ἡ συνείδηση, μὴν τολμᾶς νὰ λειτουργήσεις. Ζήτησε συγγνώμη καὶ ὕστερα λειτούργησε. Ἀλλιῶς παίρνεις φωτιὰ μέσα σου καὶ ὄχι Ἅγιο Πνεῦμα».
«Πρέπει, ὅταν λειτουργεῖς, νὰ χαριτώνεσαι, νὰ αἰσθάνεσαι ἀγαλλίαση καὶ εὐχαρίστηση. Λειτουργοῦμε ἀπὸ ἀγάπη, νὰ σώσουμε ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους».
«Τὸ βράδυ νὰ κάνεις ἀνδρομὴ στὴν ἡμέρα, τί εἶπες, τί ἔκανες, τί ἄκουσες».
«Στεφανώνεται ὅποιος βάζει μετάνοια, ἀλλὰ καὶ ὁ δεχόμενος αὐτήν».
«Ὅσο ζητᾶμε, θὰ δίνει ὁ Θεός».
«Τὸ στόμα τοῦ παπᾶ πρέπει νὰ στάζει μέλι, καὶ στὰ παπαδάκια καὶ στοὺς ψάλτες καὶ σ΄ ὅλους μὲ τοὺς ὁποίους συναναστρέφεται. Εἶσαι παπάς; Σὲ τρέμουν τὰ σύμπαντα. Δὲν πρέπει νὰ βγαίνει λόγος βαρὺς ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ παπᾶ, γιατί ὅπως πιάνει ἡ εὐχή του, πιάνει καὶ ἡ κατάρα του. Δὲν πάει στὸ κούφιο ὁ λόγος του. Κάποτε ἕνας παπὰς εἶχε πεῖ σὲ κάποιο παιδὶ “νὰ σὲ φωτίσει ὁ Θεός” καὶ πράγματι τὸ φώτισε, ὅπως καὶ σὲ ἄλλο “νὰ ἀλυχτήσεις καὶ νὰ πεθάνεις” καὶ πράγματι εἶχε δύσκολο θάνατο».
«Σὲ κάθε δυσκολία νὰ λέτε Παναγία: “Φώτισέ με, Παναγία μου, τί νὰ κάνω” καὶ πάντα θὰ σᾶς δίνει τὴν λύση».
«Πρέπει νὰ εἶστε μ΄ ὅλους εἰρηνικοί».
«Νὰ μὴν γίνεστε μοντέρνοι παπάδες μὲ κομμένα μαλιὰ καὶ γένεια».
Κλείνοντας τὴν παρένθεση μὲ τὶς διδαχὲς τοῦ Γέροντα, συνεχίζω τὸ ὁδοιπορικό. Καθὼς δουλεύαμε στὴν πετρώδη πλαγιὰ τῆς καλύβης τοῦ ἀσκητῆ, ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ μᾶς καίει περισσότερο καὶ ἡ χειρωνακτική μας ἐργασία ἔγινε σχεδὸν ἀνυπόφορη. Πλησίαζε μεσημέρι. Ὁ ὑποτακτικός μᾶς εἰδοποίησε πὼς εἶναι ἕτοιμο τὸ φαγητό. Ἀνεβήκαμε στὸ κελλὶ ἀπὸ τὰ σκαλοπάτια τοῦ τοίχου, τὶς πλατιὲς δηλ. πλάκες ποὺ ἐξεῖχαν ἀπὸ τὸν τοῖχο καὶ χρησίμευαν γιὰ σκάλα. Καθίσαμε λίγο στὸ μπαλκόνι γιὰ ν΄ ἀνασάνουμε. Ὁ Γέροντας ἔβγαλε τὸ παλιό του ράσο ποὺ ἦταν χιλιομπαλωμένο καὶ ἔβαλε ἄλλο καθαρό. Τὸ φαγητὸ μας ἦταν ζυμαρικά. Ὁ Γέροντας ἀστειευόμενος ρώτησε τὸν Γιῶργο, ἕναν ἀπὸ τὴν παρέα μας:
– Ποιὸ φαγητὸ εἶναι τὸ πιὸ καλό;
Ἐκεῖνος ἀπορημένος δὲν ἀπάντησε.
– Δὲν ξέρεις, ἒ; Νὰ σοῦ τό πῶ ἐγώ. Εἶναι ἡ πείνα. Ὅταν εἶσαι πεινασμένος, θεωρεῖς καὶ τὸ πιὸ ἁπλὸ φαγητὸ ὡς τὸ καλύτερο καὶ νοστιμότερο.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ γεύματος ὁ πνευματοφόρος ἀσκητὴς μᾶς ἀνέβασε σὲ πνευματικὰ ὕψη. Μᾶς μίλησε γιὰ τὴν εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καὶ τόνισε ἰδιαίτερα τὴν ἀναγκαιότητά της.
«Τὸ ἅπαν τῆς ζωῆς, εἶπε, εἶναι ἡ εὐχή. Ὅ,τι ἄλλο κάνετε εἶναι ματαιοπονία. Μόνον εὐχόμενος προκόβεις καὶ...