Το αλφαβητάρι της αρετής

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Ά ρχιζε πάντα απ’ το Θεό και πάντα τελείωνε μαζί του

Β ίου το κέρδος είν’ αυτό: τη μέρα σου καλά να τελειώνεις

Γ νώριζε όλα τα καλά έργα των δικαίων

Δ εινόν το να πεινάει κανείς, μα φοβερότερος ο πλούτος ο παράνομος

Ε υεργετείς; Μάθε λοιπόν πως το Θεό μιμείσαι.

Ζ ήτα απ’ το Θεό να σου είναι σπλαχνικός, σαν όμως εύσπλαχνος είσαι και εσύ

Η  σάρκα η ανθρώπινη να συγκρατείται πρέπει και να δαμάζεται γερά

Θ υμό χαλίνωνε, μη πέσεις έξω από τη λογική

Ί σια ψηλά το βλέμμα σου, στη γλώσσα να ‘χεις μέτρο

Κ λειδί στ’ αυτιά να βρίσκεται, το γέλιο σου να ‘ναι σεμνό

Λ υχνάρι να πορεύεται η λογική μπροστά από κάθε σου έργο

Μ η σου γλυστράει κάτω απ’ ότι φαίνεται, εκείνο που υπάρχει

Ν α ερευνάς τα πάντα με το νου, όμως να...
πράττεις όσα επιτρέπονται

Ξ ένος πως είσαι, μάθε το καλά. Γι’ αυτό τίμα τους ξένους

Ό ταν στη γαλήνη ταξιδεύεις, τότε να θυμάσαι τη φουρτούνα

Π άντα να δέχεσαι ευχάριστα, όσα από το Θεό προέρχονται

Ρ αβδί να σε χτυπά του δίκαιου καλύτερα, παρά ο κακός να σε τιμά

Σ τις θύρες των σοφών να πηγαινοέρχεσαι, μακρυά απ’ τις θύρες των πλουσίων

Τ ο μικρό, μικρό δεν είναι όταν σε κάτι μέγα οδηγεί

Ύ βριν χαλίνωνε, μακρυά απ’ την έπαρση μέγας σοφός να γίνεις

Φ υλάξου συ απ’ το πέσιμο, σαν όμως άλλος πέσει, μη γελάς

Χ άρισμα το να σε φθονούν, αίσχος και μέγα, να φθονείς εσύ

Ψ υχή που στο Θεό προσφέρεται, είναι η καλύτερη θυσία

Ω, ποιος θα τα φυλάξει όλα αυτά; Αυτός και θα σωθεί!

ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Αρχήν νόμιζε των όλων είναι Θεόν.
 Βέβαιον ουδέν εν βίω δόκει πέλειν.
 Γονείς τιμών μάλιστα Θεόν φοβού. 
Δίδασκε σαυτόν μη λαλείν α μη θέμις.
 Έργοις δ’ αρέσκειν σπεύδε και λόγοις Θεώ.
 Ζωήν πόθησον την έχουσαν μη τέλος.
 Ήττων σεαυτόν τοις φίλοις νικών έση. 
 Θνητός δ’ υπάρχων μηδόλως μέγα φρόνει.
 Ιχνηλάτει μεν των σοφών αεί θύρας. 
Και νουν δε καλλώπιζε της μορφής πλέον.
Λόγω Θεού άνοιγε σον, τέκνον, στόμα. 
Μνήμης δε αυτού μηδαμώς λάθη ποτέ. 
Νήφων προσεύχου τω Θεώ καθ’ ημέραν. 
Ξένους ξένιζε, μη ξένος γένη Θεού. 
Ορμάς χαλίνου των παθών ψυχοφθόρους. 
Πέδαις το σώμα ασφαλίζου σωφρόνως. 
Ράβδον σεαυτώ την συνείδησιν φέρε.
 Σαφώς σχόλαζε εν Γραφαίς ταις εν θέοις. 
Τας των πενήτων ψυχαγώγησον λύπας.
 Υπέρ σεαυτόν τους πέλας καλώς θέλε. 
Φίλους έχειν σπούδαζε, ή πλούτον πολύν.
 Χρυσού γαρ αυτοί ευκλεέστεροι λίαν. 
Ψεύδος μίσησον, την δ’ αλήθειαν φίλει. 
Ω παι, φυλάσσων ταύτα σώζη ενθέως.