(Ευαγγέλιο: Μαρκ. θ’ 17-32)
Από την αρχή τής δημιουργίας τού κόσμου και του χρόνου, όλοι οι λαοί τής γης πιστεύουν πως ο πνευματικός κόσμος υπάρχει και πως τα αόρατα πνεύματα είναι αληθινά. Πολλοί άνθρωποι όμως έχουν πλανηθεί σ’ αυτό το σημείο. Υποστηρίζουν πως τα πονηρά πνεύματα έχουν μεγαλύτερη δύναμη από τα αγαθά. Με την πάροδο του χρόνου μάλιστα προχώρησαν στη θεοποίηση των πονηρών πνευμάτων, τους έφτιαξαν ναούς, πρόσφεραν θυσίες και προσευχές και πρόστρεχαν σ’ αυτά για όλα τα θέματα. Όσο περνούσε ο καιρός πολλοί ήταν εκείνοι που εγκατέλειψαν τελείως την πίστη στα αγαθά πνεύματα και κράτησαν την πίστη τους μόνο στα πονηρά, ή στους κακούς «θεούς», όπως τους αποκαλούσαν. Έτσι αυτός ο κόσμος άρχισε να μοιάζει μ’ ένα στίβο, όπου άνθρωποι και πονηρά πνεύματα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Τα πονηρά πνεύματα βασάνιζαν όλο και περισσότερο τους ανθρώπους και τους τύφλωναν, με αποκλειστικό στόχο να σβήσουν από το νου τους κάθε ιδέα για τον καλό Θεό και για τη μεγάλη και θεόσδοτη δύναμη των αγαθών πνευμάτων. Στις μέρες μας όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν στην ύπαρξη των πνευμάτων. Κι η πίστη αυτή κατ’ αρχάς είναι σωστή. Εκείνοι που αρνούνται τον πνευματικό κόσμο, το κάνουν επειδή κοιτάζουν μόνο με τα σωματικά τους μάτια κι έτσι δεν μπορούν να τον δουν. Ο κόσμος αυτός όμως δε θα ήταν πνευματικός, αν ήταν ορατός στη σωματική όραση. Κάθε άνθρωπος επομένως, που ο νους του δεν έχει τυφλωθεί κι η καρδιά του δεν έχει γίνει αναίσθητη από την αμαρτία, μπορεί κάθε μέρα και κάθε ώρα να νιώθει με όλη του την ύπαρξη πως στον κόσμο αυτόν δεν είμαστε μόνοι, με αποκλειστική συντροφιά την άψυχη φύση, τους βράχους, τα φυτά, τα ζώα κι άλλα πλάσματα, στοιχεία και φαινόμενα. Οι ψυχές μας βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τον αόρατο κόσμο, με αόρατες υπάρξεις. Και κάνουν μεγάλο λάθος όσοι καταργούν τα αγαθά πνεύματα και θεοποιούν τα πονηρά και τα προσκυνούν.