~ Χειμώνας βαρύς. Σαρακοστή στον Άθω. Ο Θανασός είχε ξεμείνει στο κελλί του γέρο Κοσμά αφού το χιόνι είχε αποκλείσει τα μονοπάτια. Κλειστός ο δρόμος για τα μοναστήρια και η θάλασσα κάτω δεν ησύχαζε. Τα μοναστήρια άλλωστε ήτανε και μακριά και δεν είχε τρόπο να φύγει.
-Μη χολοσκάς. Θα μείνεις στο κελλί, του είπε ο γέροντας Κοσμάς όλο αρχοντιά. Κουκιά έχουμε, ξύλα για το τζάκι έχουμε, νάναι καλά ο γέρο Τιμόθεος που μας οικονόμησε νωρίς κούτσουρα. Και είναι ελιά που καίει όμορφα.
Σαν να κατάλαβε ο Θανασός τώρα στα σοβαρά τι του έλεγε ο γέρο Κοσμάς και πήρε να το χαρεί. Κι όσοι θα του λέγανε γιατί άργησε να γυρίσει από τον Άθωνα, την είχε την δικαιολογία έτοιμη κι αληθινή. Ήθελα εγώ…. αλλά το χιόνι μας απέκλεισε..
Για φαντάσου, μονολογούσε χωρίς καημούς, χωρίς το ζόρι της φαμίλιας του, χωρίς τη φωνή του αφεντικού, χωρίς τη ...