Ό,τι κι αν έκανε η μάνα για το παιδί της αυτό πήγαινε στα χαμένα. Όσες προσπάθειες κι αν έκανε να το φέρει στο δρόμο του Θεού, ήτανε άκαρπες. Άσπρο η μάνα, μαύρο ο γιος. Κι όσο έβλεπε να βγαίνουν απ’ τα χέρια της, με την χάρη του Θεού, παιδιά υπέροχα, έξυπνα, χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία, παιδιά περήφανα που την είχανε δασκάλα, και το δικό της το μοναδικό παιδί, που του αφοσιώθηκε ολότελα σαν έμεινε χήρα, να μην αποφασίζει για κάτι, της ερχότανε τρέλα.
Η παρέα του έβαλε κατά νου να ξεθεμελιώσει και να ρημάξει κράτος, ηθική, θρησκεία, πατρίδα. Έλα τώρα εσύ μάνα, που γαλουχήθηκες και γαλούχησες γενεές γενεών με ό,τι ωραιότερο υπάρχει σε ουρανό και γη, να συμφωνήσεις με το παιδί αυτό. Μέρες, εβδομάδες, μήνες έλειπε από το σπίτι, χωρίς σημάδια ζωής. Κι’ η μάνα, αχ, αυτή η μάνα! Ποιος θα γράψει ποτέ τους πόνους, τους μόχθους, τα δάκρυα αυτών των μανάδων, που δεν βλέπουν καμιά προκοπή, καμιά λαχτάρα στα παιδιά τους! Οι άλλες που δικαιώνονται, χορταίνουν τουλάχιστο με τους επαίνους και τα συχαρίκια των συγγενών. Η μάνα λοιπόν περίμενε. Πάντα περίμενε μια αλλαγή. Η προσευχή της, το λιβάνι που έκαιγε, το καντηλάκι που άναβε, ήταν όλα, μα όλα γι’ αυτό το παιδί. Όταν ήρθε ο καιρός του να πάει στρατιώτης, αναθάρρησε η μάνα. Ίσως εδώ βρει τον εαυτό του, είπε.
Αυτός όμως παρουσίασε πιστοποιητικό ψυχιάτρου και πήρε αναβολή. Και να βλέπει η μάνα τις επιτυχίες των άλλων παιδιών, τα πτυχία, τις υποτροφίες και το δικό της παιδί χαμένο στις ιδέες του, τις μηδενιστικές, τις καταστροφικές. Κι αυτή εκεί, καντήλι και θυμίαμα, λάδι και δάκρυ. Σημάδια έκανε το πάτωμα. Κάποτε παρουσιάσθηκε στο σπίτι, γιατί πήρε την απόφαση να πάει στρατιώτης». Καλό σημάδι», είπε μέσα της η μάνα.
Πέρασε όλη την θητεία του σε φυλάκιο του Έβρου. Δεν ήρθε να τη δει ούτε μια φορά. Κι η μάνα δεν άφησε το εικονοστάσι χωρίς λάδι και δάκρυ ούτε...