Καθόσουν στὸ τρένο καὶ σώπαινες. Δίπλα σου κάθονταν κάποιοι κύριοι καὶ συζητοῦσαν γιὰ τοὺς μεγάλους ἀνθρώπους. Ἕνας ἀπ` αὐτοὺς ἀπαριθμοῦσε ὀνόματα μεγάλων προσωπικοτήτων ποὺ ἐκτιμᾶ καὶ μεταξὺ ἄλλων ἀνέφερε καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κάποιος ἄλλος εἶπε ὅτι αὐτὸς δὲν θεωρεῖ τὸν Χριστὸ μεγάλο ἄνθρωπο. Καὶ ἄρχισαν νὰ φιλονικοῦν γύρω ἀπὸ τὸν Κύριό μας, κατὰ τὴν προφητεία τοῦ Ἁγίου Συμεὼν ὅτι αὐτὸς θὰ εἶναι «εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λούκ. 2,34). Τότε ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ἀπευθύνθηκαν σ` ἐσένα καὶ ρώτησαν ἐὰν ἐσὺ θεωρεῖς τὸν Χριστὸ μεγάλη προσωπικότητα. Ἐσὺ ἀπάντησες ὄχι. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι γιὰ σύγκριση. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μεγάλος ἄνθρωπος. Εἶναι Θεός. Ἀκούγοντας τὰ λόγια σου ὅλοι γέλασαν καὶ ἄρχισαν νὰ χλευάζουν τὴν πεποίθησή σου περὶ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο διαχωρισμένοι μεταξύ τους, μὲ μίας ὅλοι συμφώνησαν ἐναντίον σου καὶ ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ σου, ὅπως τότε ποὺ ὁ Πιλᾶτος καὶ ὁ Ἡρῴδης συμφιλιώθηκαν, ὅταν ἤθελαν νὰ καταδικάσουν τὸν Χριστό. Κι ἔτσι, ἐσὺ ὑπὸ τὴν μάστιγα τῶν κοροϊδιῶν καὶ χλευασμῶν ταξίδευες ἕως τὸν τόπο σου.