Προς έναν απλό άνθρωπο για την ομολογία τής πίστης (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

 



Καθόσουν στὸ τρένο καὶ σώπαινες. Δίπλα σου κάθονταν κάποιοι κύριοι καὶ συζητοῦσαν γιὰ τοὺς μεγάλους ἀνθρώπους. Ἕνας ἀπ` αὐτοὺς ἀπαριθμοῦσε ὀνόματα μεγάλων προσωπικοτήτων ποὺ ἐκτιμᾶ καὶ μεταξὺ ἄλλων ἀνέφερε καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κάποιος ἄλλος εἶπε ὅτι αὐτὸς δὲν θεωρεῖ τὸν Χριστὸ μεγάλο ἄνθρωπο. Καὶ ἄρχισαν νὰ φιλονικοῦν γύρω ἀπὸ τὸν Κύριό μας, κατὰ τὴν προφητεία τοῦ Ἁγίου Συμεὼν ὅτι αὐτὸς θὰ εἶναι «εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λούκ. 2,34). Τότε ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ἀπευθύνθηκαν σ` ἐσένα καὶ ρώτησαν ἐὰν ἐσὺ θεωρεῖς τὸν Χριστὸ μεγάλη προσωπικότητα. Ἐσὺ ἀπάντησες ὄχι. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι γιὰ σύγκριση. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μεγάλος ἄνθρωπος. Εἶναι Θεός. Ἀκούγοντας τὰ λόγια σου ὅλοι γέλασαν καὶ ἄρχισαν νὰ χλευάζουν τὴν πεποίθησή σου περὶ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο διαχωρισμένοι μεταξύ τους, μὲ μίας ὅλοι συμφώνησαν ἐναντίον σου καὶ ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ σου, ὅπως τότε ποὺ ὁ Πιλᾶτος καὶ ὁ Ἡρῴδης συμφιλιώθηκαν, ὅταν ἤθελαν νὰ καταδικάσουν τὸν Χριστό. Κι ἔτσι, ἐσὺ ὑπὸ τὴν μάστιγα τῶν κοροϊδιῶν καὶ χλευασμῶν ταξίδευες ἕως τὸν τόπο σου.

Μακάρια ἡ ψυχή σου! Ἔτσι ὑπέμεναν τοὺς χλευασμοὺς γιὰ τὸν Χριστὸ οἱ κάλλιστοι τῶν καλλίστων, οἱ μάρτυρες καὶ οἱ ἀρεστοὶ στὸν Θεό. Τὸν Καισάριο, τὸν ἀδελφό τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τὸν θεωροῦσαν φιλόσοφο μὲ ὑπόληψη. Καὶ ὁ βασιλιὰς Ἰουλιανός, κολασμένος παραβάτης τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἤθελε νὰ ...

κερδίσει τὸν Καισάριο στὴ δική του πλευρὰ ἐνάντια στοὺς χριστιανούς. Τὸν κάλεσε στὸ παλάτι του καὶ ἄρχισε νὰ τὸν συμβουλεύει νὰ ἐγκαταλείψει τὸν Χριστιανισμὸ καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὴν εἰδωλολατρία. Τελικά, μετὰ ἀπὸ μακρὰ φιλονικία, ὁ Καισάριος δήλωσε στὸν βασιλιὰ ἀποφασιστικά: «Εἶμαι Χριστιανὸς καὶ παραμένω Χριστιανός’.

Πρόσφατα μού ἔλεγε ἕνας Μαυροβούνιος: «Ἤμουν στὸν στρατὸ καὶ δὲν ντρεπόμουν γιὰ τὴν πίστη μου. Ὅμως γι` αὐτὸ ὑπέμεινα πολλὲς πικρίες. Ἔβαλε ὁ δεκανέας τὴ δεκάδα μας στὴ σειρὰ καὶ μοῦ φώναξε: “ Ἰβᾶν, ποιὸς εἶναι ὁ Θεός σου;”. Κι ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα ἀμέσως: “Ὁ Θεός μου εἶναι ὁ Ὕψιστος στὰ οὐράνια”. Αὐτὸς λοιπὸν μὲ χαστούκισε στὸ μάγουλο καὶ μοῦ εἶπε: “Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός σου!”. “Όχι, δὲν εἴσαι”, τοῦ ἀπάντησα ἐγώ, “ἐσὺ εἶσαι ὁ δεκανέας μου, ἐνῷ ὁ Θεός μου εἶναι στὰ οὐράνια”. Πάλι χαστοῦκι στὸ ἄλλο μάγουλο. Ἐμένα δὲν μὲ πονᾶ τὸ χαστοῦκι ἀλλὰ ἡ καρδιά μου ἀγαλλιάζει ἀπὸ κάποια εὐχαρίστηση, ποὺ κάτι λίγα ὑποφέρω κι ἐγὼ γιὰ τὸν Δημιουργό μου».

Μακάριος εἶσαι Ἰβᾶν, λέω ἐγώ, ποὺ σὲ χλεύασαν καὶ σὲ χτύπησαν γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἐνῷ τώρα καὶ σ` ἐσένα καὶ στὸν Ἰβᾶν λέω: «χαίρετε καὶ ἀγαλλιάσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Μάτθ. 5,12).

 
 
 

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Δὲν φτάνει μόνο ἡ πίστη…» Ἐκδόσεις: «ΕΝ ΠΛΩ», Ἐπιστολὴ Ἁγίου Νικολάου ΒελιμίροβιτςἘπιμέλεια – Ἀντιγραφή: Ἠλιάδης Σάββας, Δάσκαλος)

 
 
 
(Πηγή ψηφ. κειμένου: enromiosini.gr)