Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Συναντᾶμε τὸν κόσμο, τὸν γνωρίζουμε μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας· καὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις δὲν ἔχουμε μόνο ἐπίγνωση τοῦ κόσμου, ἀλλά ὑπάρχουμε κιόλας σ’ αὐτόν. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις μᾶς φέρνουν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο τῶν πραγμάτων γύρω μας, ἀλλὰ ἐπίσης μᾶς δημιουργοῦν ἄμεσα συναισθήματα καὶ ἐντυπώσεις ποὺ κάποιες φορὲς μᾶς ἀλλοιώνουν πολὺ βαθειά.
Ἡ ὅραση μας, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο Του, εἶναι ὁ μόνος δρόμος ἀπὸ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ κόσμου μὲ ἠρεμία, μὲ πλήρη κατάπαυση ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐπίσης ὑπὸ τὴν προϋπόθεση, ὅπως ὁ Κύριος τὸ θέτει, ὁ ὀφθαλμὸς μας νὰ εἶναι ἁπλός, νὰ εἶναι φῶς, ποὺ θὰ ἐπιτρέπει νὰ εἰσέρχεται στὴν συνείδηση μας μόνο τὸ φῶς. Ἕνας ἀπὸ τοὺς σύγχρονους Ἄγγλους συγγραφεῖς μᾶς δίνει δύο εἰκόνες ποὺ πιστεύω θὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ κατανοήσουμε κάτι ἀπὸ αὐτὸ τὸ κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου· στὸ μυθιστόρημα του “All Hallows’ Eves”, ὁ Τσάρλς Οΐλιαμς μᾶς παρουσιάζει μιὰ νέα γυναῖκα ποὺ πεθαίνει σ’ ἕνα ἀτύχημα, καί τῆς ὁποίας ἡ ψυχὴ σταδιακὰ βρίσκει τὸν δρόμο πρὸς ἕναν νέο κόσμο.
Βρίσκει τὸν ἑαυτὸ της νὰ στέκεται στίς ὄχθες τοῦ Τάμεση· κοιτᾶ τὰ νερά, καὶ ξαφνικὰ βλέπει τὰ νερὰ, ὅπως δὲν τὰ εἶχε δεῖ ποτὲ στὸ παρελθόν, ὅταν ἡ ψυχή της ἦταν ἕνα μὲ τὸ σῶμα· τότε ἔνοιωθε μιὰν ἀποστροφὴ γιὰ αὺτὰ τὰ μαῦρα, βρώμικα, γλοιώδη νερά, γιατὶ στὴν φαντασία της συνδέονταν ἄμεσα μὲ...