Είπε ο αββάς Ποιμήν ότι ο μακάριος αββάς Αντώνιος έλεγε:
«Η μεγάλη δύναμη του ανθρώπου είναι το να αναλαμβάνει την ευθύνη των σφαλμάτων του ενώπιον του Κυρίου και να αναμένει πειρασμό μέχρι τελευταίας του αναπνοής».
Κάποιος άλλος ρώτησε πάλι τον αββά Ποιμένα:
– Αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει και μετανοήσει, τον συγχωρεί ο Θεός; Και ο γέροντας του αποκρίθηκε:
– Ο Θεός έδωσε εντολή στους ανθρώπους αυτό να κάνουν. Δεν θα το κάνει λοιπόν, πολύ περισσότερο ο Ίδιος; Γιατί πρόσταξε τον Πέτρο να συγχωρεί «έως έβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. 18:22) όσους αμάρτησαν και μετανόησαν.
Ένας αδελφός, που βασανιζόταν από τη λύπη, ρώτησε κάποιον γέροντα:
– Τι να κάνω, που έρχονται οι λογισμοί και μου λένε πως άδικα άφησα τον κόσμο, και πως δεν πρόκειται να σωθώ; Και ο γέροντας απάντησε:
– Κι αν ακόμα δεν μπορέσουμε να μπούμε στη γη της επαγγελίας, είναι προτιμότερο να πέσουν τα κορμιά μας στην έρημο, παρά να γυρίσουμε πίσω στην Αίγυπτο (πρβλ. Άριθ. 14: 29-33).
Άλλος αδελφός ρώτησε έναν γέροντα:
– Πάτερ, τι εννοεί ο προφήτης λέγοντας, «ούκ έστι σωτηρία αυτώ εν τω Θεώ αυτού;» (Ψαλμ. 3:3).
– Εννοεί τους λογισμούς της απελπισίας, είπε ο γέροντας, πού υποβάλλουν οι δαίμονες σ ́ όποιον αμάρτησε. Του λένε, δηλαδή, ότι ο Θεός δεν πρόκειται πια να... τον σώσει, και έτσι προσπαθούν να τον γκρεμίσουν στα βάραθρα της απογνώσεως. Τέτοιους λογισμούς όμως πρέπει να τους διώχνει ο άνθρωπος με τα λόγια: «Κύριος καταφυγή μου, ότι αυτός εκσπάσει έκ παγίδος τους πόδας μου» (πρβλ. Έξοδ. 17:15. Ψαλμ. 24:15).
Σ ́ έναν αδελφό, πού έπεσε σε αμαρτία, φανερώθηκε ο σατανάς και του λέει:
– Δεν είσαι χριστιανός!
Μα ο αδερφός του αποκρίθηκε:
– Ό,τι και να ́ μαι, τώρα σ’ αφήνω και φεύγω!
– Σου το λέω, θα πας στην κόλαση! Επέμεινε ο σατανάς.
– Δεν είσαι συ ο κριτής μου ούτε ο Θεός μου! του λέει ο αδελφός.
Έτσι, καθώς δεν κατόρθωνε τίποτα ο σατανάς, σηκώθηκε κι έφυγε. Ο αδελφός, πάλι, μετανόησε ειλικρινά ενώπιον του Θεού και έγινε αγωνιστής.
«Η μεγάλη δύναμη του ανθρώπου είναι το να αναλαμβάνει την ευθύνη των σφαλμάτων του ενώπιον του Κυρίου και να αναμένει πειρασμό μέχρι τελευταίας του αναπνοής».
Κάποιος άλλος ρώτησε πάλι τον αββά Ποιμένα:
– Αν ένας άνθρωπος αμαρτήσει και μετανοήσει, τον συγχωρεί ο Θεός; Και ο γέροντας του αποκρίθηκε:
– Ο Θεός έδωσε εντολή στους ανθρώπους αυτό να κάνουν. Δεν θα το κάνει λοιπόν, πολύ περισσότερο ο Ίδιος; Γιατί πρόσταξε τον Πέτρο να συγχωρεί «έως έβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. 18:22) όσους αμάρτησαν και μετανόησαν.
Ένας αδελφός, που βασανιζόταν από τη λύπη, ρώτησε κάποιον γέροντα:
– Τι να κάνω, που έρχονται οι λογισμοί και μου λένε πως άδικα άφησα τον κόσμο, και πως δεν πρόκειται να σωθώ; Και ο γέροντας απάντησε:
– Κι αν ακόμα δεν μπορέσουμε να μπούμε στη γη της επαγγελίας, είναι προτιμότερο να πέσουν τα κορμιά μας στην έρημο, παρά να γυρίσουμε πίσω στην Αίγυπτο (πρβλ. Άριθ. 14: 29-33).
Άλλος αδελφός ρώτησε έναν γέροντα:
– Πάτερ, τι εννοεί ο προφήτης λέγοντας, «ούκ έστι σωτηρία αυτώ εν τω Θεώ αυτού;» (Ψαλμ. 3:3).
– Εννοεί τους λογισμούς της απελπισίας, είπε ο γέροντας, πού υποβάλλουν οι δαίμονες σ ́ όποιον αμάρτησε. Του λένε, δηλαδή, ότι ο Θεός δεν πρόκειται πια να... τον σώσει, και έτσι προσπαθούν να τον γκρεμίσουν στα βάραθρα της απογνώσεως. Τέτοιους λογισμούς όμως πρέπει να τους διώχνει ο άνθρωπος με τα λόγια: «Κύριος καταφυγή μου, ότι αυτός εκσπάσει έκ παγίδος τους πόδας μου» (πρβλ. Έξοδ. 17:15. Ψαλμ. 24:15).
Σ ́ έναν αδελφό, πού έπεσε σε αμαρτία, φανερώθηκε ο σατανάς και του λέει:
– Δεν είσαι χριστιανός!
Μα ο αδερφός του αποκρίθηκε:
– Ό,τι και να ́ μαι, τώρα σ’ αφήνω και φεύγω!
– Σου το λέω, θα πας στην κόλαση! Επέμεινε ο σατανάς.
– Δεν είσαι συ ο κριτής μου ούτε ο Θεός μου! του λέει ο αδελφός.
Έτσι, καθώς δεν κατόρθωνε τίποτα ο σατανάς, σηκώθηκε κι έφυγε. Ο αδελφός, πάλι, μετανόησε ειλικρινά ενώπιον του Θεού και έγινε αγωνιστής.