(Λουκ. ζ’ 11-16)
Πολλοί είναι οι άνθρωποι που αυτοτιτλοφορούνται «Σωτήρες της ανθρωπότητας». Ποιος απ’ όλους τους όμως θα μπορούσε να φανταστεί πως θα ήταν δυνατό να σώσει ανθρώπους από το θάνατο; Στην ιστορία έχουμε δει πολλούς καταχτητές. Κανένας τους όμως δε νίκησε το θάνατο. Στη γη γνωρίσαμε πολλούς βασιλιάδες που είχαν εκατομμύρια υποτελείς. Κανένας τους όμως δεν μπόρεσε να μετρήσει στους υποτελείς του και τους νεκρούς μαζί με τους ζωντανούς.
Κανένας, εκτός από τον μοναδικό Ένα, τον Κύριο Ιησού Χριστό, Εκείνον που μαζί Του δεν μπορεί να συγκριθεί κανένας. Δεν είναι μόνο ο Νέος Άνθρωπος. Είναι ο Νέος Κόσμος, ο Δημιουργός Του. Όργωσε τον αγρό ζώντων και νεκρών κι έσπειρε και στους δυό τον καινούργιο σπόρο της ζωής. Οι νεκροί μπροστά Του είναι όπως κι οι ζωντανοί, οι ζωντανοί όπως οι νεκροί. Ο θάνατος δεν είναι εμπόδιο στη βασιλεία Του. Παραμέρισε το εμπόδιο αυτό κι άνοιξε τη βασιλεία Του στην ιστορία, από τον Αδάμ και την Εύα ως τον τελευταίο άνθρωπο που θα γεννηθεί στη γη. Κοίταξε τη ζωή και το θάνατο του ανθρώπου με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι βλέπουμε εμείς οι θνητοί. Κοίταξε και είδε πως η ζωή δεν τελειώνει με το σωματικό θάνατο, πως η πραγματικότητα του θανάτου για μερικούς ανθρώπους έρχεται πριν από το σωματικό τους θάνατο. Πολλούς ζωντανούς τούς βλέπει στον τάφο, πολλούς νεκρούς σε σώματα ζωντανά. «Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι’ 28), είπε ο ίδιος στους αποστόλους Του. Ο σωματικός θάνατος δεν συνεπάγεται και τον ψυχικό θάνατο. Αυτός προκαλείται μόνο από τη θανάσιμη αμαρτία πριν ή και κατά το σωματικό θάνατο, ξέχωρα απ’ αυτόν.
Με την πνευματική ματιά Του ο Κύριος διαπερνά το χρόνο όπως η αστραπή τα σύννεφα. Οι ζωντανές ψυχές τόσο εκείνων που πέθαναν προ πολλού όσο και αυτών που δε γεννήθηκαν ακόμα εμφανίζονται μπροστά Του. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ είδε σε όραμα μια πεδιάδα γεμάτη οστά νεκρών και δεν μπορούσε να κατανοήσει αν τα οστά αυτά θα μπορούσαν να αναζωογονηθούν, ωσότου του το αποκάλυψε ο Κύριος. «Υιέ ανθρώπου, ει ζήσεται τα οστέα ταύτα;», τον ρώτησε ο Κύριος, «και είπα· Κύριε Κύριε, συ επίστη ταύτα» (Ιεζ. λζ’ 3). Ο Χριστός δεν έβλεπε νεκρά οστά, αλλά τα ζωντανά πνεύματα που είχαν μέσα τους. Το σώμα και τα οστά του ανθρώπου δεν είναι παρά το περίβλημα κι ο εξοπλισμός της ψυχής. Το περίβλημα αυτό γερνάει και γίνεται σαν φθαρμένο ρούχο. Ο Θεός όμως θα το ανακαινίσει και θα ξαναντύσει με αυτό την ψυχή που αναχώρησε.
Ο Χριστός ήρθε για ν’ απαλλάξει τον άνθρωπο από τον αρχαίο φόβο, αλλά και να δημιουργήσει έναν καινούργιο φόβο σ’ αυτούς που αμαρτάνουν. Ο αρχαίος φόβος του ανθρώπου ήταν ο σωματικός θάνατος. Ο καινούργιος φόβος είναι ο πνευματικός θάνατος. Και τον φόβο αυτόν ο Χριστός τον ενίσχυσε, τον έκανε πιο δυνατό. Ο φόβος του σωματικού θανάτου οδηγεί τον άνθρωπο στην αναζήτηση βοήθειας απ’ αυτόν τον κόσμο. Οι άνθρωποι εγκαθίστανται σ’ αυτόν τον κόσμο, σκορπίζονται σ’ αυτόν και πιάνονται απ’ αυτόν, μόνο και μόνο για να σιγουρέψουν τη μεγαλύτερη δυνατή διαμονή για το σώμα τους, να διανύσουν ένα ταξίδι όσο μεγαλύτερο και αβασάνιστο γίνεται. Ο Κύριος όμως λέει σ’ εκείνον που ήταν πλούσιος ολικά αλλά φτωχός πνευματικά: «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ’ 20). Τον άνθρωπο που φροντίζει για το σώμα του αλλά αδιαφορεί για την ψυχή του, ο Κύριος τον αποκαλεί άφρονα, ανόητο. «Ουκ εν τω περισσεύειν τινί η ζωή αυτού έστιν εκ των υπαρχόντων αυτού» (Λουκ. ιβ’ 15), είπε επίσης ο Κύριος. Σε τι συνίσταται λοιπόν η ζωή του ανθρώπου; Στην εξάρτησή του από το Θεό, που ζωοποιεί την ψυχή με το λόγο Του και μαζί με την ψυχή ζωοποιεί και το σώμα.
Με το λόγο Του ο Κύριος ανάστησε κι ανασταίνει ψυχές αμαρτωλές, ψυχές που πέθαναν πριν από το σωματικό θάνατο. Υποσχέθηκε πως θ’ αναστήσει τα νεκρά σώματα εκείνων που έχουν ήδη αποβιώσει. Με την άφεση των αμαρτιών, με τα ζωοποιά λόγια Του και με τα τίμια δώρα, το πάναγνο Σώμα και το Αίμα Του, ανέστησε κι ανασταίνει και σήμερα ακόμα νεκρούς. Και θα το κάνει αυτό ως τη συντέλεια του κόσμου. Μας το επιβεβαίωσε αυτό όχι μόνο με λόγια αλλά και με έργα, αφού ανάστησε αρκετούς στη διάρκεια της επίγειας ζωής Του, καθώς και με την Ανάστασή Του. «Αμήν λέγω υμίν ότι έρχεται ώρα, και νυν έστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν. ε’ 25). Πολλοί νεκροί άκουσαν τη φωνή του Υιού του Θεού και αναστήθηκαν. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε από το σημερινό ευαγγέλιο.
***
Εκείνον τον καιρό ο Ιησούς «επορεύετο εις πόλιν καλουμένην Ναΐν και συνεπορεύοντο αυτώ οι μαθηταί αυτού ικανοί και όχλος πολύς» (Λουκ. ζ’ 11). Το περιστατικό αυτό έγινε λίγο μετά τη θαυματουργική θεραπεία του δούλου του Ρωμαίου εκατόνταρχου στην Καπερναούμ. Ο Κύριος είχε σφοδρή επιθυμία και βιαζόταν να κάνει όσο το δυνατό περισσότερα καλά έργα και να δώσει έτσι υπέροχο παράδειγμα στους πιστούς Του. Μ’ αυτόν το σκοπό ξεκίνησε από την Καπερναούμ με κατεύθυνση το όρος Θαβώρ. Εκεί, πέρα από το όρος, στις πλαγιές του όρους Ερμών, βρίσκεται ως τις μέρες μας η Ναΐν, που κάποτε ήταν οχυρωμένη πόλη. Ο Κύριος ταξίδευε με τη συνοδεία πολλών μαθητών και πλήθους λαού. Είχαν δει όλοι τους πολλά θαύματα στην Καπερναούμ κι έλπιζαν να δουν και ν’ ακούσουν περισσότερα, γιατί...