*Εξαιρετικό και ιδιαίτερα διδακτικό κείμενο! Αξίζει να αφιερώστε τρία λεπτά από τον χρόνο σας και να το διαβάσετε!
~ Σ’ ἕνα ἄρθρο ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» (1-11-1956), τὸ ὁποῖο εἶχε φυλάξει στὸ ἀρχεῖο του ὁ ἀείμνηστος Γέροντας, πατὴρ Ἀρσένιος Κομπούγιας, τοῦ ἡσυχαστηρίου «Παναγία ἡ Γοργοεπήκοος» στὴ Ναύπακτο, γράφει τὸ ἑξῆς σημαντικὸ γεγονός:
Ἕνας ἱερεὺς ζηλωτὴς, μὲ πλούσια δράση, εἶδε κάποτε ἕνα ὄνειρο. Ὁ ἴδιος μᾶς τὸ ἔχει περιγράψει ὡς ἑξῆς:
«Καθόμουνα στὴν πολυθρόνα μου, κουρασμένος κι ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν ἐργασία. Τὸ σῶμα μου πονοῦσε ἀπ’ τὴ μεγάλη κόπωση.
Πολλοὶ στὴν ἐνορία μου ζητοῦσαν τὸν πολύτιμο «Μαργαρίτη». Καὶ πολλοὶ τὸν εἶχαν βρεῖ. Ἡ ἐνορία μου προόδευε ἀπὸ κάθε ἄποψη. Ἡ ψυχὴ μου πλημμύριζε ἀπὸ χαρά, ἐλπίδα καὶ θάρρος. Τὰ κηρύγματά μου ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση. Πολλοὶ προσήρχοντο στὴν Ἐξομολόγηση. Ἡ ἐκκλησία μου ἦταν πάντοτε ἀσφυκτικὰ γεμάτη. Εἶχα κατορθώσει νὰ κινητοποιήσω ὁλόκληρη τὴν ἐνορία.
Ἱκανοποιημένος ἀπ’ ὅλα, ἐργαζόμουνα κάθε μέρα μέχρις ἐξαντλήσεως. Ἐνῷ σκεπτόμουνα ὅλα αὐτὰ, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, μὲ πῆρε ὁ ὕπνος. Τότε συνέβη τὸ ἑξῆς, ποὺ θὰ σᾶς περιγράψω:
Ἕνας ξένος μπῆκε στὸ δωμάτιο χωρὶς νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα. Τὸ πρόσωπό του ἦταν γλυκὸ κι εἶχε μεγάλη πνευματικότητα. Ἦταν καλὰ ντυμένος καὶ κρατοῦσε στὸ χέρι του μερικὰ ὄργανα χημικοῦ ἐργαστηρίου. Ἡ ὅλη του ἐμφάνιση προκαλοῦσε παράξενη ἐντύπωση. Ὁ ξένος μὲ πλησίασε. Κι ἐνῷ μοῦ ἅπλωνε τὸ χέρι του γιὰ νὰ μὲ χαιρετήσει, μὲ ρώτησε:
-Πῶς πάει ὁ ζῆλος σου;
Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ μοῦ προξένησε μεγάλη χαρά. Γιατὶ ἤμουν πολὺ ἱκανοποιημένος μὲ τὸ ζήλο μου. Καὶ δὲν εἶχα καμία ἀμφιβολία, πὼς κι αὐτὸς ὁ ξένος θὰ ἦταν πολὺ χαρούμενος, ἄν τὸν γνώριζε.
Τότε, ὅπως θυμᾶμαι ἀπ’ τὸ ὄνειρό μου, γιὰ νὰ τοῦ δείξω πόση ἀξία ἔχει ὁ ζῆλος μου, σὰν νὰ ἔβγαλα ἀπ’ τὸ στῆθος μου μιὰ συμπαγῆ μᾶζα, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε σὰν χρυσάφι. Τοῦ τὴν ἔβαλα στὸ χέρι καὶ τοῦ λέω:
-Αὐτὸς εἶναι ὁ ζῆλος μου.
Ἐκεῖνος τὴν πῆρε καὶ τὴ ζύγισε προσεκτικὰ πάνω στὴ ζυγαριὰ του:
-Ζυγίζει πενῆντα κιλά, μοῦ λέει σοβαρά.
Ἐγὼ μόλις ποὺ μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὴ χαρὰ μου γιὰ τὸ βάρος αὐτό. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ σοβαρότητα, σημείωσε τὸ βάρος σ’ ἕνα χαρτὶ καὶ συνέχισε τὴν ἐξέτασή του.
Ἔσπασε τὴ μᾶζα ἐκείνη σὲ κομμάτια καὶ τὴν ἔβαλε μέσα σ’ ἕνα χημικὸ τηγάνι πάνω στὴ φωτιά. Ὅταν ἡ μᾶζα ἔλειωσε καὶ καθαρίστηκε, τὴν ἔβγαλε ἀπ’ τὴ φωτιά. Ξεχώρισε τὰ διάφορα στοιχεῖα. Ὅταν αὐτὰ κρύωσαν, σχηματίσθηκαν διάφορα κομμάτια. Τὰ ἄγγιζε μ’ ἕνα σφυράκι καὶ ζύγιζε τὸ βάρος κάθε κομματιοῦ πάνω στὸ χαρτί.
Ὅταν τελείωσε, μοῦ ἔριξε μιὰ ματιὰ γεμάτη ἀπὸ συμπόνια καὶ μοῦ λέει:
-Εὔχομαι νὰ σὲ λυπηθεῖ ὁ Θεὸς καὶ...