~ Το 1910 ένα δωδεκάχρονο αγόρι σένα μικρό χωριό της Ηπείρου, το Παλαιοσέλι Κονίτσης, ξημερώνοντας τα Θεοφάνεια (στις τέσσερις περίπου το πρωί) σηκώθηκε και βγήκε στην αυλή.
Τα πάντα ήσαν σκεπασμένα από χιόνι και το κρύο πολύ δυνατό.
Μόλις το παιδί άνοιξε την πόρτα κι έκανε το πρώτο βήμα, κοκάλωσε από την έκπληξη και τον θαυμασμό. Είδε ολόκληρη τη φύση ανεστραμμένη! Τα είδε δηλαδή όλα ανάποδα. Τα βουνά, τα σπίτια, τα δένδρα, ακόμη και τον ουρανό πού ήταν καθαρός και γεμάτος αστέρια. Τα κλαδιά κάτω και οι ρίζες των δένδρων επάνω. Οι στέγες με τα κεραμίδια των σπιτιών κάτω και τα θεμέλια τους επάνω. Οι μάνδρες των αυλών και αυτές ανάποδα. Και τα βουνά το ίδιο… Και τον Αώο ποταμό να κυλά αντίστροφα, από κάτω προς τα πάνω!
Τί το παράδοξο; Μήπως ή Εκκλησία μας αυτή την ήμερα δεν βεβαιώνει θριαμβευτικά: «Ό Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω…»; Όταν το παιδί κάπως συνήλθε από την γλυκεία εκείνη έκπληξη, γύ ρισε, για να μπει μέσα στο σπίτι και είδε ότι όλα ήσαν πλέον φυσικά. Στράφηκε όμως αμέσως προς τα έξω… Και να, ή αύτη ανεστραμμένη φύσις… Ή ίδια προηγούμενη ακατάληπτη εικόνα σε μια γαληνόμορφη, παράξενη, αχνή και διάχυτη φωτοχυσία!… Δεν ήταν από το πάλλευκο χιόνι πού είχε καλύψει σε μεγάλο ύψος τα πάντα· ούτε από τον κατακάθαρο ουρανό με το πλήθος των αστέρων. Όχι ήταν κάτι άλλο, πού κυρίευσε τις αισθήσεις και ...