(Ματθ. ιζ 14-23) Από τη δημιουργία του κόσμου και του χρόνου όλοι οι λαοί της γης πίστευαν πως υπάρχει πνευματικός κόσμος, αόρατα πνεύματα. Πολλοί άνθρωποι όμως απομακρύνθηκαν από τη θεωρία αυτή κι αποδίδουν μεγαλύτερη δύναμη στα πονηρά πνεύματα, παρά στα αγαθά. Με την πάροδο του χρόνου θεοποίησαν τα πονηρά πνεύματα, έχτισαν ναούς προς τιμή τους, προσέφεραν θυσίες και προσευχές και κατέφευγαν σ’ αυτά για κάθε πρόβλημά τους. Όσο περνούσαν τα χρόνια πολλοί άνθρωποι εγκατέλειψαν τελείως την πίστη τους στα αγαθά πνεύματα κι αφέθηκαν να πιστεύουν μόνο στα πονηρά, στους «κακούς θεούς», όπως τα ονόμαζαν. Ο κόσμος αυτός έμοιαζε πια με στάδιο, όπου άνθρωποι και πονηρά πνεύματα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Τα πονηρά πνεύματα βασάνιζαν τους ανθρώπους όλο και περισσότερο, τους τύφλωναν πνευματικά, μόνο και μόνο για να σβήσουν από τη μνήμη τους την ιδέα του καλού Θεού και της μέγιστης και θεόσδοτης δύναμης των αγαθών πνευμάτων. Στις μέρες μας όλοι οι λαοί της γης πιστεύουν στα πνεύματα. Η πίστη αυτή από μόνη της είναι ορθή. Εκείνοι που απορρίπτουν τον πνευματικό κόσμο, το κάνουν επειδή η όρασή τους είναι μόνο σωματική κι έτσι δεν μπορούν να τον δουν. Ο πνευματικός κόσμος όμως δε θα ήταν πνευματικός, αν ήταν ορατός στα σωματικά μάτια. Ο άνθρωπος που ο νους του δεν έχει τυφλωθεί και την καρδιά του δεν την έχει κάνει αναίσθητη η αμαρτία, μπορεί κάθε μέρα και κάθε ώρα να νιώσει με όλη του την ύπαρξη, πως στον κόσμο αυτόν δεν είμαστε μόνοι μας. Συντροφιά μας δεν είναι μόνο η βουβή και άλαλη φύση, οι βράχοι, τα φυτά, τα ζώα και τ’ άλλα πλάσματα, στοιχεία και φαινόμενα. Οι ψυχές μας βρίσκονται σε συνεχή επαφή με τον αόρατο κόσμο, με αόρατες υπάρξεις. Εκείνοι που από τη μια απορρίπτουν τα αγαθά πνεύματα κι από την άλλη θεοποιούν και προσκυνούν τα πονηρά, είναι πλανεμένοι.
Όταν ο Κύριος Ιησούς εμφανίστηκε στον κόσμο, όλοι σχεδόν οι λαοί πίστευαν πως τα πονηρά πνεύματα ήταν δυνατά και ...