Η ικανότητά μας να εμπιστευόμαστε τον Θεό σχετίζεται άμεσα με την πίστη μας στην αγάπη του και στην Πρόνοιά Του. Η εμπιστοσύνη του ανθρώπου είναι το βασικό στοιχείο που καθορίζει και την ποιότητα της πίστης του στον Θεό.
Στην ευαγγελική περικοπή (Κυριακή Θ’ Ματθαίου), διαβάζουμε εκείνο το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς περπατά πάνω στην φουρτουνιασμένη θάλασσα και έπειτα κατά την διήγηση του ευαγγελιστή το πάθημα του αποστόλου Πέτρου πάνω στο οποίο θα κάνουμε και κάποιες σκέψεις.
Μετά από μια μέρα διδαχής του λαού, οι μαθητές του Χριστού μπαίνουν στο πλοίο για να διαβούν την Τιβεριάδα θάλασσα. Ο Ιησούς, μετά την αποχώρηση του πλήθους, ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί. Κατά τα ξημερώματα, και ενώ στη λιμνοθάλασσα επικρατούσε ταραχή, είδαν οι μαθητές τον Χριστό να έρχεται προς το μέρος τους, περπατώντας πάνω στο νερό.
Έντρομοι, επειδή νόμισαν ότι βλέπουν φάντασμα, έβαλαν τις φωνές. Εκείνος όμως τους καθησύχασε λέγοντας: “μη φοβάστε, εγώ είμαι”. Αμέσως λοιπόν λέει ο Πέτρος
-:“Κύριε…αν είσαι εσύ, διάταξέ με να έρθω προς Εσένα πάνω στα κύματα”. – Έλα, του απαντά ο Χριστός, κι αυτός κατέβηκε από το πλοίο και ήλθε προς τον Κύριο περπατώντας πάνω στα κύματα. Βλέποντας όμως τον άνεμο ισχυρό, φοβήθηκε και άρχισε να βυθίζεται, οπότε φώναξε: “Κύριε, σώσε με!”. Ο Ιησούς άπλωσε το χέρι και τον σήκωσε, λέγοντάς του: “ολιγόπιστε, γιατί δίστασες;”. Και ανέβηκαν στο πλοίο κι αμέσως κόπασε ο άνεμος, ενώ οι μαθητές Τον προσκύνησαν λέγοντας “αληθινά, είσαι υιός του Θεού”.
Το θαύμα, αδελφοί μου, το κάθε θαύμα, είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της επέμβασης του Θεού, αλλά και της δικής μας πίστεως. Γι’ αυτό και συχνά, όταν επιτελούσε κάποιο θαύμα, ο Χριστός έλεγε “η πίστη σου σε έσωσε” ή “ας γίνει σύμφωνα με την πίστη σου”.
Ο Πέτρος ενώ στην αρχή με πίστη τολμά και βγαίνει από το πλοιάριο πάνω στα κύματα, έπειτα ενώ βιώνει το θαύμα, ενώ δηλαδή περπατά πάνω στα κύματα χάνει την πίστη του στον Χριστό και καταποντίζεται. Χάνει το πρόσωπο του Χριστού και αρχίζει σκέφτεται ότι αυτό που βιώνει είναι μη λογικό, αισθάνεται τον ισχυρό άνεμο, βλέπει το βάθος της λίμνης, τα κύματα και αμέσως έχοντας χάσει πλέον από το νου του και τα μάτια του τον Χριστό αρχίζει και βυθίζεται, όμως και πάλι εκείνη την έσχατη στιγμή του καταποντισμού του ενθυμείται τον Κύριο και φωνάζει «Κύριε σώσε με!»
Η πίστη αποτελεί κατά κύριο λόγο προσωπική και ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου, είναι υπέρβαση της λογικής και όχι παραλογισμός. Πίστη στον Χριστό σημαίνει: εμπιστοσύνη στον Χριστό, εμπιστοσύνη στις προθέσεις του, εμπιστοσύνη στην Θεία Του Πρόνοια, που πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν.
Άνεμοι και τρικυμίες, δοκιμασίες και πειρασμοί πάντα υπάρχουν. Και συχνά, σαν τον Πέτρο, ολιγοψυχούμε και αρχίζουμε να καταποντιζόμαστε. Το ευαγγέλιο μας διδάσκει ότι ακόμα και τότε, ο Χριστός βρίσκεται δίπλα μας και μας απλώνει το χέρι. Αρκεί να μη χάσουμε εντελώς την πίστη μας, αρκεί να μην αμφισβητήσουμε ούτε Εκείνον ούτε την παρουσία Του δίπλα μας.
Αρκεί να στρέψουμε και πάλι προς Αυτόν το βλέμμα μας και να Του φωνάξουμε: “Κύριε, σώσε με!”
Δυστυχώς αδελφοί μου η καθημερινότητα της ζωής μας κάνει να ξεχνούμε ότι έχουμε Πατέρα Ουράνιο, ακόμα ακόμα ότι υπάρχει Θεός. Πολλές φορές με τα λόγια και τις πράξεις μας δείχνουμε ότι όχι μόνο ολιγοπιστούμε όπως ο Πέτρος αλλά και τον αρνούμαστε, αρνούμαστε την Αγάπη του, την προστασία του, ακόμα και την ύπαρξή του. Μην δικαιολογούμε τον εαυτό μας λέγοντας ότι εμείς ζούμε στον κόσμο και δικαιολογημένα τον ξεχνούμε, δικαιολογημένα δεν εφαρμόζουμε τις εντολές του, δικαιολογημένα δεν βρισκόμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση.
Και θα σας αναφέρω ένα παράδειγμα μέσα από τον βίο του αγίου Μακαρίου για να ενισχύσω την παραπάνω άποψη.
Κάποτε την ώρα που προσευχόταν ο αββάς Μακάριος στο κελί του, άκουσε μια φωνή που έλεγε:
«Μακάριε, δεν έφθασες ακόμη στα μέτρα των τάδε γυναικών αυτής εδώ της πόλης».
Το πρωί ο Γέροντας σηκώθηκε, πήρε το ραβδί του κι άρχισε να οδοιπορεί για την πόλη.
Όταν έφτασε στην πόλη και βρήκε το σπίτι, χτύπησε την πόρτα. Βγήκε η μία και τον υποδέχτηκε στο σπίτι. Αφού κάθισε για λίγο, ήρθε και η άλλη.
Τις κάλεσε, κι εκείνες ήρθαν και κάθισαν μαζί του. Τις λέει ο Γέροντας:
«Για σας έκανα τόση πορεία και υπέμεινα τόσο κόπο, ώσπου να φτάσω από την έρημο. Πέστε μου λοιπόν την πνευματική σας εργασία, ποια είναι;»
«Πάτερ -του λένε- πίστεψέ μας, δεν κάνουμε τίποτα το ιδιαίτερο, είμαστε παντρεμένες γυναίκες. Ποια εργασία λοιπόν ζητάς από μας;»
Ο Γέροντας έβαλε μετάνοια και τις παρακαλούσε:
«Φανερώστε μου το έργο σας».
Τότε του λένε:«Εμείς κατά κόσμον είμαστε ξένες μεταξύ μας. Έτυχε όμως να παντρευτούμε δύο αδελφούς κατά σάρκα. Και να, εδώ και δεκαπέντε χρόνια ως σήμερα κατοικούμε σ΄ αυτό το σπίτι μαζί και ποτέ μας δεν...