Λόγοι παρηγοριάς στους θλιμμένους


α΄. Η καλύτερη παρηγοριά για τους θλιμμένους είναι η επίγνωση των αμαρτημάτων τους
Το πρώτο σου γιατρικό, το πρώτο παυσίπονο που θα πάρεις στον καιρό των θλίψεων, ας είναι τούτος ο καλός λογισμός, που αναφέραμε και πρίν, όται για τις πολλές σου αμαρτίες σου άξιζαν χειρότερα δεινά. Και μην τολμήσεις να πεις, όπως μερικοί ανόητοι, ότι δεν έχεις κάνει κανένα κακό. Όλοι έχουμε αμαρτήσει, με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο. Όταν οι άγιοι Τρεις Παίδες μέσα στο καμίνι δόξαζαν το Θεό λέγοντας, “Ας είσαι δοξασμένος Κύριε, γιατί με ακρίβεια και δικαιοκρισία ξεσήκωσες όλα τούτα εναντίον μας, εξαιτίας των αμαρτιών μας” (Δαν., Προσ. Άζαρ.: 2, 4), τι να πούμε εμείς; Όταν ο μέγας Παύλος ομολογούσε ότι είναι ο πρώτος των αμαρτωλών (Α΄Τιμ. 1:15), δεν θα είμαστε αναίσθητοι και θρασύτατοι αν αρνηθούμε τη δική μας αμαρτωλότητα;...


Όταν, λοιπόν, σε χτυπήσει μια συμφορά, αναλογίσου πόσες φορές παραβίασες τις θείες εντολές, πόσες φορές υπερηφανεύθηκες, θύμωσες, αδίκησες, έβρισες, υποκρίθηκες, συκοφάντησες ή μ΄οποιονδήποτε άλλο τρόπο έσφαλες ενώπιον του Κυρίου, από τον οποίο τόσο έχεις ευεργετηθεί, και απέναντι στους συνανθρώπους σου, τους οποίους οφείλεις ν΄αγαπάς σαν τον εαυτό σου. Και τότε θα παραδεχθείς και θα ομολογήσεις με ντροπή, ότι και αυτή και άλλη βαρύτερη παίδευση έπρεπε να σου στείλει η δικαιοκρισία του Θεού, πού, όπως δεν αφήνει αρετή αβράβευτη, έτσι δεν αφήνει και αμαρτία απαίδευτη.
Αν για έναν και μόνο υπερήφανο λογισμό τιμωρήθηκε τόσο αυστηρά ο Εωσφόρος, πού σαν άγγελος ήταν το εκλεκτότερο δημιούργημα του Πλάστη, πόσο πρέπει να τιμωρηθείς εσύ, ο άνθρωπος, πού τόσες φορές και με τόσους τρόπους έχεις υπερηφανευθεί ενώπιον Θεού και ανθρώπων; Αν για μια και μόνη παράβαση εξορίστηκε ο Αδάμ από τον παράδεισο, τι πρέπει να πάθεις εσύ, που τόσες παραβάσεις και ανομίες κάνεις καθημερινά;
Με τέτοιες και άλλες παρόμοιες σκέψεις θα παρηγορηθείς και θα καταλάβεις πώς οι θλίψεις, που δοκιμάζεις, είναι ασήμαντες μπροστά σ΄αυτές που θα σου άξιζαν, όταν μάλιστα έτσι καθαρίζεσαι και αποκτάς ελπίδα σωτηρίας. Γιατί είναι σαν να χρωστάς σε κάποιον χίλια φλουριά, κι απ΄αυτά να πληρώνεις μόνο δέκα στο δανειστή σου, που σου χαρίζει μεγαλόψυχα τα υπόλοιπα.
β΄. Η παρηγοριά της προσευχής
Δεν υπάρχει στον κόσμο υψηλότερη εργασία από την προσευχή, γιατί αυτή ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό. Για το μεγαλείο και τη σπουδαιότητά της, τους τρόπους και τ΄αποτελέσματά της μας μιλούν διεξοδικά οι ιερές Γραφές και οι άγιοι Πατέρες. Εδώ τώρα θα τονίσουμε μόνο πόσο βοηθάει στις θλίψεις.
Πραγματικά, δεν υπάρχει πιο μεγάλη παράκληση από την καταφυγή στον Κύριο με την προσευχή. “Στον Κύριο προσευχήθηκα δυνατά, όταν με βρήκαν θλίψεις, και με άκουσε”, λέει ο προφήτης Δαβίδ (Ψαλμ. 119:1).
Αυτό έκαναν όλοι οι άγιοι στις θλίψεις τους, και η θεία βοήθεια δεν αργούσε, όπως δεν αργεί ποτέ ν΄ανταποκριθεί στην ικεσία του δικαίου. Είναι, άλλωστε, ρητή η υπόσχεση του Κυρίου: “Ζήτησε τη βοήθειά μου στη θλίψη σου, και θα σε γλυτώσω απ΄αυτήν” (Ψαλμ. 49:15).
Μόλις, λοιπόν, πέσει επάνω σου ηθλίψη,μη μικροψυχήσεις, μην ταραχθείς. Στρέψε ικετευτικά τα μάτια σου στον ουρανό, και ζήτα ταπεινά τη θεία βοήθεια.
Αν συμφέρει την ψυχή σου και συμβάλλει στη σωτηρία σου η απαλλαγή από τη δοκιμασία, να μην έχεις αμφιβολία ότι ο Θεός θα εισακούσει την προσευχή σου και θα σε απαλλάξει. Αν όμως αυτό είναι ασύμφορο για την ψυχή σου -πράγμα που μόνο Εκείνος, ο πάνσοφος, γνωρίζει- μήτ΄εσύ δεν θα πρέπει να το θέλεις.
Καλύτερα είναι να θλίβεσαι πρόσκαιρα τώρα, παρά να στερηθείς την αιώνια ζωή.
Όπως και να έχει το πράγμα, μη σταματήσεις να προσεύχεσαι. Γιατί πολλές φορές ο Κύριος επιτρέπει να μας βρουν οι θλίψεις για να τρέξουμε κοντά Του.
Όταν όλα πηγαίνουν καλά, Τον ξεχνάμε. Και όταν αρχίζουν τα προβλήματα, τότε Τον θυμόμαστε! Είμαστε κι εμείς σαν τ΄άμυαλα παιδάκια, πού, όταν είναι χορτάτα και δεν έχουν καμιά δυσκολία, το ρίχνουν στο παιχνίδι και ξεχνούν τους γονείς τους, όταν όμως πεινάσουν ή πέσουν και χτυπήσουν που θενά, τότε τρέχουν κλαίγοντας στους γονείς και ζητούν βοήθεια.
Όλα τα καλά με την προσευχή τ΄ αποκτάμε. Και όλα τα λυπηρά με την προσευχή τα ξεπερνάμε. Γι΄αυτό ο Ιησούς είπε: “Να μένετε άγρυπνοι και να προσεύχεστε αδιάκοπα” (Λουκ. 21:36).
Με την προσευχή θα νικήσεις κι εσύ τις θλίψεις, με την προσευχή θ΄αποκτήσεις τις αρετές, με την προσευχή θα ενωθείς με τον Κύριο, με την προσευχή θα γίνεις μέτοχος της μακαριότητός Του.
γ΄. Επτά ωφέλιμες και παρήγορες σκέψεις
Στον καιρό των θλίψεων θα ωφεληθείς πολύ, αν φέρνεις συχνά στο νου σου τις ακόλουθες σκέψεις, μελετώντας και αναλύοντάς τες σε βάθος και πλάτος με τον δικό σου τρόπο και λογισμό.
1. Τι ήσουνα πρίν γεννηθείς, πρίν κάν συλληφθείς στη μήτρα της μητέρας σου; Δεν είχες μήτε σώμα μήτε ψυχή μήτε αίσθηση καμιά. Δεν ήσουνα τίποτα! Και το τίποτα, το μηδέν, είναι λιγότερο κι από ένα άχυρο, ένα χορταράκι, έναν κόκκο σκόνης. Γιατί αυτά έχουν ύπαρξη, εσύ όμως πρίν από τη σύλληψή σου δεν είχες.
2. Στοχάσου την ευσπλαχνία του πανάγαθου Θεού, πού από... το τίποτα σε δημιούργησε “κατ΄εικόνα” Του, δίνοντάς σου όχι μόνο το υπερθαύμαστο ανθρώπινο σώμα, αυτό το θαύμα των θαυμάτων, με την ποικιλία των οργάνων και των λειτουργιών και των αισθήσεων, αλλά και τη μοναδική θεοειδή ψυχή, με τον λογικό νου, τη θέληση, τη μνήμη και τις άλλες δυνάμεις.
3. Αναλογίσου μετά απ΄αυτό, πόση πρέπει να είναι η ευγνωμοσύνη σου σ΄Εκείνον, τον ύψιστο και πανάγαθο Ευεργέτη σου, από τον οποίο πήρες δωρεάν τόσα χαρίσματα, πόσο χρωστάς να Τον αγαπάς, να Τον ευχαριστείς, να Τον δοξολογείς, να Τον υπηρετείς, και πόσο να προσέχεις, ώστεποτέ να μην Του φταίξεις και να μην Τον πικράνεις.
4. Αναλογίσου τώρα την αγνωμοσύνη σου απέναντι στον Πλάστη σου, μια και έκανες ακριβώς τα αντίθετα απ΄αυτά που έπρεπε. Αντί να Τον αγαπάς και να Τον ευχαριστείς και να Τον υμνείς και να Τον ευαρεστείς, εσύ Τον καταφρόνησες και Τον εγκατέλειψες και Τον λύπησες, προτιμώντας τα πρόσκαιρα πράγματα και τις εφάμαρτες ηδονές.
5. Συλλογίσου πόσες τιμωρίες θα σου άξιζαν για την αχαριστία σου τούτη και πόσο δίκιο θα είχε ο Κύριος, αν σου στερούσε όλα όσα σου έδωσε, ακόμα και τη ζωή, το μεγαλύτερο δώρο Του. Αυτή η σκέψη, πιο πολύ απ΄όλες τις άλλες, θα σου εμπνεύσει θείο φόβο και θα σε βοηθήσει να υπομείνεις κάθε θλίψη, καθώς θα παραδεχθείς αναμφίβολα πώς υποφέρεις λιγότερο απ΄όσο σου πρέπει.
6. Θαύμασε την άπειρη και ανερμήνευτη αγαθότητα του Θεού μας, πού, ενώ μπορεί αυτήν ακριβώς τη στιγμή να σε τιμωρήσει βαριά και να σε θανατώσει και να σε κολάσει αιώνια, περιμένει ο πολυεύσπλαχνος τη μετάνοιά σου. Κι αν σε παιδεύει τώρα με μικρές και παροδικές θλίψεις, το κάνει για το καλό σου, σαν στοργικός Πατέρας, για να βγεις από τον κακό δρόμο της αμαρτίας και να έρθεις στον ίσιο της αρετής, ώστε τελικά, λουσμένος και καθαρισμένος στο λουτρό των λυπηρών, ν΄αξιωθείς την απόλαυση του παραδείσου.
7. Αποφάσισε, από δω κι εμπρός τουλάχιστον, να δαπανήσεις όλη την υπόλοιπη ζωή σου, τη ζωή που ανήκει σ΄Εκείνον και όχι σ΄εσένα, στη διακονία και στη δόξα Του. Να Τον τιμάς και να Τον ευχαριστείς ακατάπαυστα για τις ευεργεσίες Του, αλλά και ν΄αποδέχεσαι καρτερικά κι αγόγγυστα τις δοκιμασίες που παραχωρεί σαν φάρμακα και γιατρικά της κακίας σου. Να θυσιάσεις, τέλος, πρόθυμα, και τιμή και περιουσία και ζωή ακόμα, παρά να Τον αρνηθείς ή να παραβείς τις εντολές Του.
Αυτά να σκέφτεσαι και να μελετάς, και θα δεις πόσο καρπό και πόση ωφέλεια θα σου δώσουν στον καιρό των θλίψεων.
Εκ του βιβλίου
Αμαρτωλών Σωτηρία
http://agiameteora.net/
http://stratisandriotis.blogspot.gr/2017/09/blog-post_7.html#more

Ηγετικό Στέλεχος των Γκρίζων Λύκων έγινε Ορθόδοξος!


Απίστευτο και όμως Ορθόδοξο
 
Κυρίες και Κύριοι, η ιστορία, που θα διαβάσετε, είναι 100% αληθινή και εκτυλίχθηκε σε γυναικείο μοναστήρι της Κρήτης, στα Χανιά. Για λόγους προστασίας, δεν θα αναφερθούν κάποια ευαίσθητα στοιχεία


 Γιώργος Θαλάσσης  

Μετά το πέρας της Κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας, οι προσκυνητές περνώντας στο αρχονταρίκι της Μονής άκουσαν με ενδιαφέρον την ηγουμένη να τους ανακοινώνει:

«Σήμερα θα ακούσουμε την καταπληκτική ιστορία ενός πρώην μουσουλμάνου, που έγινε Χριστιανός. Όμως ας τα πει καλύτερα ο ίδιος. Γιώργο, θα μας μιλήσεις;», είπε η Γερόντισσα και το λόγο πήρε ο πρώην μουσουλμάνος.

«Ήμουν ηγετικό στέλεχος των Γκρίζων Λύκων και κατείχα τη θέση του (…). Πολλές φορές είχα συμμετάσχει σε επιθέσεις κατά του Πατριαρχείου και γενικά των Χριστιανών, καθότι ήμουν φανατικός κεμαλιστής, αλλά και μουσουλμάνος».

Σε αυτό το σημείο η Γερόντισσα τον διακόπτει και του λέει αστειευόμενη:

«Δηλαδή, Γιώργο, μας πετροβόλησες κι εσύ, όταν είχαμε έρθει στο Πατριαρχείο;»

«Όχι», απάντησε εκείνος και συμπλήρωσε: «Σε άλλες πόλεις όμως έχω συμμετάσχει και έχω κάνει και άλλα πολλά…»

Κάποιοι από τους προσκυνητές αλληλοκοιτάχτηκαν συνειδητοποιώντας σιγά σιγά, ότι μπροστά τους είχαν έναν από τους πρώην κορυφαίους Χριστιανομάχους και ...

Ὁ Ἕλληνας ἀξιωματικός τοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ ποὺ ἀρνήθηκε νὰ συμμετάσχει στὸν πόλεμο τοῦ ΝΑΤΟ για λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως!


Μάρτυρας ὑπεράσπισης στὸ Ναυτοδικεῖο ἦταν ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός!
Ὁ Μαρίνος Ριτσούδης, ὁ ὁποῖος τὸ 1999 ἀρνήθηκε νὰ συμμετάσχει στὴ βομβιστικὴ ἐπίθεση τῆς Σερβίας ἀπὸ τὸ ΝΑΤΟ,
18 χρόνια ἀργότερα λέει ὅτι εἶναι ὑπερήφανος γιὰ ἐκείνη τὴ στιγμή. Μιλώντας προσφάτως στὴν καθημερινὴ ἐφημερίδα Blic τοῦ Βελιγραδίου, ὁ Ἕλληνας πρώην ἀξιωματικός τοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ δήλωσε ἐπίσης ὅτι ἦταν «ἕνα φανταστικὸ συναίσθημά» το νὰ στηρίξει τὴ Σερβία «στὸν ἀγώνα της ἐναντίον ὅλων». Ὁ Ριτσούδης, ἦταν τότε καπετάνιος τοῦ πολεμικοῦ πλοίου «Θεμιστοκλῆς» ἀρνήθηκε τὶς διαταγές του νὰ συμμετάσχει στὸν πόλεμο τοῦ ΝΑΤΟ καὶ ἐπέστρεψε τὸ πλοῖο στὸ λιμάνι του.

«Εἶμαι πολὺ περήφανος γιὰ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔδωσα τόσο στὸν ἑαυτό μου ὅσο καὶ στὸν λαό σας. Αὐτὴ εἶναι ἡ κοινὴ ἱστορία μεταξὺ ἐμοῦ, τοῦ πολιτισμοῦ μου καὶ τῆς κουλτούρας σας», δήλωσε στὴν ἐφημερίδα, προσθέτοντας: «Εἶμαι πολὺ χαρούμενος ποὺ ἔχω βρεῖ φίλους στὴ Σερβία καὶ μοιραζόμαστε μαζὶ τὶς ἀναμνήσεις».
«Ἦταν ἕνα φανταστικὸ συναίσθημα νὰ ἀποφασίσουμε νὰ στηρίξουμε ἕνα ἔθνος ποὺ πολεμοῦσε ἐναντίον ἑνὸς πολὺ ἀνώτερου ἐχθροῦ», δήλωσε ὁ Ριτσούδης.
Ἡ ἀπόφαση τοῦ κόστισε τὴ σταδιοδρομία του – ἀναγκάστηκε νὰ....
ἐγκαταλείψει τὸ Πολεμικὸ Ναυτικὸ καὶ τώρα ἐργάζεται ὡς καπετάνιος σὲ γιότ. Ἐπίσης, πέρασε ὑπὸ δίκη καὶ φυλακίστηκε.
«Ἤμουν σὲ στρατιωτικὴ φυλακὴ γιὰ τρεῖς μέρες. Μέσα ἀπὸ τοὺς δικηγόρους μου ἄσκησα προσφυγὴ ἐνώπιόν τοῦ Ἐφετείου, ἀλλὰ ὑποστήριξαν τὴν ἀπόφαση τοῦ πρώτου βαθμοῦ», ἀνέφερε ὁ ἴδιος.
Ὁ Ριτσούδης μήνυσε τότε τὴν Ἑλλάδα στὸ Εὐρωπαϊκὸ Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ἀλλὰ...

Μία ἁγία γυναίκα, ἡ Φωτεινούλα

ΜΙΑ ΑΓΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ, Η ΦΩΤΕΙΝΟΥΛΑ


ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ Π.ΑΡΣΕΝΙΟΥ, ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΣΙΝΑ





...«ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ ΠΑΝΤΩΝ ΕΝΕΚΕΝ» ήταν η τελευταία κουβέντα που είπε γονατιστός στην Αγία Τράπεζα, φορεμένος με τα Άγια Άμφια της Αρχιερωσύνης Του, ενώπιον του Θεού. Δεν χρειάστηκε να Τον ντύσω γιατί είχε ντυθεί από μόνος του για την κηδεία Του. Γνώρισα...Θα μου πείτε, υπάρχουν άνθρωποι που ζουν στη γη, που έχουν αυτή την εμπειρία να δοξάζουν για τα πάντα και για πάντα. Ναι. Πιστέψτε με.
Πριν δέκα χρόνια, δώδεκα χρόνια γνώρισα μία Ψυχή. Μία Αγία Ψυχή. Θα πούμε ένα όνομα για να κρατήσουμε πάλι το προσωπικό δεδομένο. Την λένε Φωτεινιώ...Ή εγώ την λέω Φωτεινιώ. Η κυρά Φωτεινιώ ήρθε με οικογένεια στο σπίτι της μητέρας μου, εκεί που φιλοξενούμουνα τότε γιατί δεν είχα σπίτι και είχανε τακτοποιήσει τότε το χώρο, -καλοσύνη της η μητέρα μου-, είχε κάνει ένα μικρό Αρχονταρίκι με τα Εικονίσματά μας, με το Καντήλι, με τα κεράκια μας, με τα Άγια Λείψανα και είχαμε ένα μικρό καναπέ που με χωρούσε εμένα. Τον ανοίγαμε και κοιμόμουνα το βράδυ και το πρωί τον μαζεύαμε και στολιζόταν και ήτανε σαν μικρό Αρχονταρίκι, που μπορούσα εγώ να ακούσω κάποιον λογισμό ή κάποιος να με συμβουλευτεί ή να ακούσει μια γνώμη, κάπως κατ’ιδίαν.

 Ήρθαν λοιπόν ένα απόγευμα αυτό το ζευγάρι, τέσσερα άτομα και έφεραν μαζί τους την κυρά Φωτεινιώ.
Θα ταν εξηντατριό, εξήντα τεσσάρων χρονών. Μια μικρόσωμη γυναίκα αλλά με πολύ φωτεινό πρόσωπο. Και μου λέει: “Πάτερ μου, έμαθα οτι είστε από το Σινά. Και μου συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό και ήρθα να ρωτήσω εσάς γιατί φοβούμαι οτι δεν μπορώ να τα πω στον καθένα αυτά που μου συμβαίνουν». Λέω: “Ευχαρίστως, κυρία Φωτεινή μου. Περάστε».

 Καθίσαμε λοιπόν στο μικρό Αρχονταρίκι και άρχισε να μου διηγείται οτι γεννήθηκε κάπου στη Στερεά Ελλάδα και στα εφτά της χρόνια ορφάνεψε. Έπεσε δυστυχώς σε άπληστους θείους οι οποίοι διαμέλισαν εν μια νυκτι την περιουσία της και την σφετεριστήκανε και την κακομεταχειριζόντουσαν. Αυτή η κακομοίρα, μικρή και ευαίσθητη, προσκολλήθηκε στη γειτόνισά της, την κυρά-παπαδιά η οποία ήταν και αυτή χήρα και είχε τρία κορίτσια.
Ευτυχώς, η μεγάλη της είχε προλάβει να πάει στην Ακαδημία να γίνει δασκάλα και έτσι βγάζαν τα προς το ζειν. Αλλά επειδή ήταν νοικοκυρές, είχε μάθει η παπαδιά και τα άλλα κορίτσια και μάθαινε και την Φωτεινιώ, να κεντάνε προίκες για τις πλούσιες κοπέλλες, -τότε δεν υπήρχαν οι μηχανές και δεν υπήρχαν τα έτοιμα ενδύματα. Έτσι λοιπόν κεντούσαν τα μονογράμματα στα σεντόνια, στις μαξιλαροθήκες, στις πετσέτες και κάναν άλλα κεντήματα. Και βγάζαν τα προς το ζειν.
Δίπλα με την παπαδιά που καθόταν όλη την μέρα η Φωτεινιώ από τα εφτά της χρόνια, την άκουγε να προσεύχεται. Μα η παπαδιά μέσα στους Ψαλμούς που έλεγε, έλεγε και κάτι: «Φχαριστώ Συ. Φχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω.»
 Την άκουγε να το λέει συνέχεια και σαν πεδούλα η κυρά Φωτεινιώ την ρώτησε: “Θειά παπαδιά, γιατί συνέχεια λες ευχαριστώ; Γιατί λες, Ευχαριστώ Συ Κύριε;» Λέει: «Τι να πω άλλο παιδί μου; Μας έδωσε τόσα αγαθά ο Θεός και μας έχει καλά και με την Χάρη του Θεού Τον γνωρίζουμε. Μόνο ευχαριστώ μπορώ να Του πω. Τίποτε άλλο δεν μπορώ να ζητήσω».
Έτσι, η Φωτεινιώ μεγάλωσε και ενστερνίστηκε αυτή την Ευχή. Σαν να μην ήξερε άλλη Ευχή και σαν να μην ήξερε άλλη Προσευχή, ό,τι της συνέβαινε έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε».
Έμεινε μέχρι τα δεκαεφτά της χρόνια να κοιμάται στους θείους της στο σπίτι και το πρωι, πρωι-πρωί να φεύγει και να πηγαίνει στης κυρα-παππαδιάς και να της δίνει και εκείνη ένα χαρτζιλίκι έτσι ώστε να μην χρεώνει τους θείους της για τα δικά της έξοδα.

  Στα δεκαεφτά της χρόνια, πήγε μια εκδρομή σε ένα Μοναστήρι, μαζί με την κυρα-παππαδιά και με την Ενορία, στην Βόρεια Ελλάδα σε ένα γυναικείο Μοναστήρι και πόθησε η κακομοίρα να γίνει Μοναχή. Της άρεσε τόσο πολύ αυτή η ζωή που κατανενυγμένη ζήτησε να γίνει. Όμως έπρεπε να έχει γονείς να την αφήσουν γιατί ήταν ανήλικη. Και έτσι γυρίζοντας βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα δυσάρεστο γεγονός οτι οι θείοι της για να την ξεφορτωθούν της είχαν βρει ένα γαμπρό ο οποίος φυσικά δεν θα ήταν και σόι αφού δεν ζήταγε προίκα. Έτσι λοιπόν σε ένα χρόνο, άρον άρον την παντρέψανε. Η κακομοίρα όμως αντιμετώπιζε το πρόβλημα οτι αυτός είχε καφενείο και δυστυχώς μάθαινε να πίνει και ήταν και έπινε και άλλες ουσίες εκεί στο καφενείο και τα πράγματα δυσκόλεψαν.
Γέννησε όμως, του χάρισε τρία παιδιά: ένα αγόρι, τον Φάνη και δύο κορίτσια. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους να σας πω. Αλλά θυμάμαι οτι είχε τρία παιδιά. Και η κακομοίρα προσπαθούσε να τα αναθρέψει με Νουθεσία Κυρίου. Αυτός όμως όποτε γύριζε από το καφενείο μεθυσμένος ή το παιδί το ένα ήταν άρρωστο ή γκρίνιαζε, προσπαθούσε να τα μαλώσει και να τα δείρει και αυτή η κακομοίρα έβαζε τον εαυτό της μπροστά και έτρωγε αυτή το ξύλο. Έτσι εκτός από τις βρισιές που δεχόταν, αυτή έτρωγε και το ξύλο, έτρωγε και κανα παιδάκι ξύλο. Και η κακομοίρα πάντοτε με την Ευχή «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Ποτέ δεν παραπονέθηκε.
Στα τέσσερα πέντε χρόνια του γάμου της, επειδή δεν πήγαινε καλά η επιχείρηση του άντρα της, τα ξαδέλφια του του είπανε: «’Ελα σε μας στην Πρωτεύουσα του νομού να βρούμε ένα καφενείο να βάλουμε το βιος μας με το βιος σου να κάνουμε ένα μεγάλο καφενείο». Όντως έτσι έγινε. Βρήκαν και ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού που είχε ένα πηγάδι και μια μικρή στάνη και μπορούσαν να επιβιώσουνε και οι δυο φτωχικά και όντως κάναν το καφενείο μεγαλύτερο αλλά σιγά σιγά ο καφενές έγινε καφετέρια, η καφετέρια έγινε καφέ-μπαρ και σιγά σιγά έγινε νυκτερινό κέντρο... Με πεταλουδίτσες, με διάφορα τυχερά παιγνίδια. Γυρνούσε αργά ο Ανέστης, δεν του άρεσε πια η κυρα-Φωτεινιώ, φώναζε, την έλεγε «μούχλα», την έλεγε «πανούκλα», την έλεγε «χολέρα». Την έβριζε, την ταπείνωνε. Εκείνη πάντοτε με ταπείνωση και πολύ καρτερία έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε»
Δεκαοχτώ χρόνια πέρασε αυτό το μαρτύριο. Δεν την αφήναν να πάει στην
Εκκλησία και μου έλεγε με δάκρυα: “Πέρναν, παππά μου, τα παπούτσια μου και τα ρίχναν στο πηγάδι ή τα ρίχναν στη κοπριά για να μην μπορώ να πάω. Πώς θα πάω; Ξυπόλητη; Και τα έβγαζα, τα έπλενα και μετά τα φορούσα”. Και λέω: «Τον χειμώνα, κυρά Φωτεινιώ; Βρεμένα τα φορούσες;» «Οχι» λέει, «τα άλοιφα και με λίγο λάδι να μην με λέει η γειτονιά ανοικοκύρευτη. Και πήγαινα στην Εκκλησία και δεν με ένοιαζε.»

 Έτσι λοιπόν μετά από δεκαοχτώ χρόνια δύσκολης ζωής, μια μέρα ήταν Καθαρή Δευτέρα, είχε έρθει ο κυρ-Ανέστης από βραδίς στο σπίτι, κατά τις τέσσερις το πρωί τα χαράματα και κοιμόταν, εκείνη ετοίμασε το πρωί τα καλαθάκια για τα παιδιά της, τα μπουγαλάκια τους με τα νηστίσιμά τους για να πάνε να γιορτάσουν τα Κούλουμα έξω στην ύπαιθρο, σηκώνεται μπουρινιασμένος ο κυρ-Ανέστης και λέει: «Φάνη σήκω. Και ετοίμασε την ψησταριά γιατί θα βάλουμε να ψήσουμε κρέας και να χορτάσουμε. Σήμερα κάλεσα τα παιδιά που είναι κλειστή η ταβέρνα να πιούμε να φάμε όλοι μαζί.»
Και τόλμησε η κακομοίρα η κυρά-Φωτεινιώ να πει: «Βρε Ανέστη μου, σήμερα είναι Καθαρά Δευτέρα. Οι Χριστιανού όλοι νηστεύουν και τιμάνε την αρχή της Σαρακοστής, που στην Μεγάλη Βδομάδα ο Χριστός μας σταυρώθηκε για την Σωτηρία μας. Τι θα κάνουμε; Σαν τους Εβραίους να φάμε Καθαρά Δευτέρα κρέας;”
 “Ρε, εσύ θα με πεις, πανούκλα, Εβραίο, εσύ θα με πεις...» και εκεί που άρχισε να την φωνάζει και να την βρίζει, πέταγε τα πράγματα από το σαλόνι του στο σπίτι του, έσπαγε τα πράγματα και όπως πηγαίνει να την χτυπήσει...τον επισκέπτεται ο Κύριος εν βραχίονι ψηλό και πέφτει κατάχλωμος κάτω. Άρχισε να τρέμει, μαζευτήκαν τα παιδιά, άρχισε ο γιός να φωνάζει στην μάνα του
«Εσύ φταις ρε μάνα γιατί τον σκότωσες τον πατέρα μας. Τι του έκανες;”…

Ήταν κατάσταση τραγική. Ήταν και τεράστιος ο κυρ-Ανέστης. Ήρθαν οι γείτονες. Τον βάλαν στο κρεβάτι και όταν ήρθε ο γιατρός το μόνο που διαπίστωσε είναι οτι δυστυχώς είχε υποστεί ημιπληγία, είχε αγγιχτεί το κέντρο της ομιλίας του, είχε στραβώσει το στόμα του και το δεξί του χέρι και το δεξί του πόδι είχαν παραλύσει. Οκτώμισι χρόνια τον διακονούσε με υπομονή, χωρίς να λέει τίποτε παρά μόνο: “Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Τα παιδιά της την βασάνιζαν, την γιουχάρανε, την κοροιδεύανε, της κάναν τα ίδια, εκείνη υπέμενε λέγοντας πάντοτε: “Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Μούγκριζε καμιά φορά ο κυρ-Ανέστης.
Λέω: “Πώς τα κατάφερνες κυρά Φωτεινιώ;”
 “Τι να κανα;” λέει «πάτερ μου. Στην αρχή δεν καταλάβαινα. Κι όταν πήγα μια φορά κοντά του, τότε με το αριστερό του χέρι, που ήταν το μόνο γερό, μου έπιασε την κοτσίδα και με κοπάναγε. Και δεν με άφησε πάρα μόνο μετά από μισή ώρα, όταν κουράστηκε το χέρι του. Τότε μόνο ησύχασε.»
 «Και το κανες αυτό συχνά κυρά Φωτεινιώ;»
«Ε, Δόξα τω Θεώ. Όχι πολύ συχνά. Κανα δυο φορές την εβδομάδα. Λίγο να ξεκουράζεται. Γιατί ο καημένος έχει Άγχος». Και δεν τον κατέκρινε. Δόξα τω Θεώ, έλεγε. Και της τραβούσε τα μαλλιά μόνο δυο φορές την εβδομάδα. Τέλος πάντων.

Μια Παραμονή των Θεοφανείων μετά τα οκτώμισι χρόνια, ήταν οι Μεγάλες Ώρες. Και αφού η κακομοίρα πήρε τον μικρό Αγιασμό πήγε σπίτι της γρήγορα γρήγορα να ευπρεπίσει το σπίτι της, να ετοιμάσει το Καντήλι της, να θυμιάσει γιατί θα περνούσε ο παπα-Βασίλης να αγιάσει το σπίτι. Και όντως πέρασε ο παπα-Βασίλης. Και άγιασε το σπίτι. Και ήθελε- δεν ήθελε ο κυρ-Ανέστης τον διάβασε μια Ευχή, μουγκρίζοντας ο κυρ-Ανέστης γιατί δεν αγαπούσε τους παπάδες αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, πού θα πάει να σηκωθεί αφού ήταν παράλυτος; Τον διάβασε ο παπάς όμως και έφυγε.
Στο κατόπι όμως του παπα-Βασίλη, έρχεται ο Θεοφάνης. Ο Φάνης. Ο γιος. Και αρχίζει και φωνάζει:
«Τι βρωμοκοπάει εδώ σαν τα νεκροταφεία; Και εσείς και τα νεκροταφεία σας. Άντε πάλι, μούχλα, εσύ. Πάλι θύμιασες; Και με τα θυμιατά σου τι βρήκαμε; Να, πίσω πάμε. Και τι ωφεληθήκαμε εμείς με τα θυμιατά σου;» και με τα νεύρα του, πετάει το Καντήλι, πετάει τις Εικόνες, ρίχνει τα κεριά και βγαίνει η κακομοίρα έξω για να δει τι γίνετε στο σαλόνι από την κουζίνα γιατι είχε ανοίξει φύλλο και ετοίμαζε πίττες γιατί θα ρχόντουσαν αύριο να την ευχηθούν και εκείνη και τον γιό της και να μην την δουν ανοικοκύρευτη και εκεί στα νεύρα του παίρνει τον πλάστη από τα χέρια της και της τον κοπανάει στο κεφάλι. Η κακομοίρα από τον πόνο λιποθύμισε και έπεσε κάτω. Και ήρθαν οι γειτίνισσες να την συνεφέρουν, της βάλαν και μια σακούλα με πάγο στο κεφάλι και όταν συνήλθε σε καμιά ώρα και είδε τον εαυτό της στο καθρέφτη, τρόμαξε. Είχε ένα καρούμπαλο τόσο μεγάλο σαν αβγό στο μέτωπό της. Και είχε αρχίσει να μελλανιάζει όλη η δεξιά πλευρά.

 «Πάτερ μου, στεναχωρήθηκα. Πώς θα πάω στην Εκκλησία με το καρούμπαλο; Πώς θα πάω μελανιασμένη; Τι θα λέει η γειτονιά για τα παιδιά; Καλά ο άντρας σου. Αλλά τα παιδιά; Θα με κουτσομπολεύουν και θα στεναχωριούντε.»
«Τι έκανες, καλέ κυρά-Φωτεινιώ;»
«Έβαλα όλη τη νύχτα κομπρέσσα παπά μου και είπα το πρωί να πω στην κόρη μου να μου δώσει λίγο από έκείνες τις πούδρες που βάζουνε να καλύψω το μελάνιασμα. Αλλά με το καρούμπαλο, τι θα έκανα; Σκέφτηκα, λέει, να βάλω ένα φακιόλι, ένα μαντήλι και να κάνω έτσι όπως κάνουν οι ευσεβείς και να πάω στη άκρη. Να μην πάω στην θέση που πήγαινα στην Εκκλησία.»
 «Και το κανες, κυρά-Φωτεινιώ;»
Λέει:«Ναι. Σηκώθηκα πρωι πρωι».
 Σηκώθηκε η κακομοίρα, τακτοποίησε το σπίτι της, άλλαξε τον κυρ-Ανέστη, τον ξύρισε, τον έπλυνε, τον ετοίμασε, άναψε το Καντήλι της, θύμιασε και έφυγε τροχάδι για την Εκκλησία.
 «Μα σαν μπήκα, λέει, παπά μου μες στην Εκκλησία, ένα Ουράνιο Φως είδα μες στην Εκκλησία. Ένα φως που έφεγγε και τα πολυέλαια ήταν σβηστά»
Λέω: «Και τι χρώμα είχε αυτό το Φως, κυρά-Φωτεινιώ»
«Λευκογάλαζο, παπά μου. Άστραφτε το Φως. Κι εγώ, παρόλο που έκανε κρύο έξω τσουχτερό αισθανόμουνα μια θερμότητα. Μια θερμότητα και μια δροσιά. Και η καρδιά μου άνοιγε.
 Και έλεγα. “Ευχαριστώ συ Κύριε.”

 Πήγα λοιπόν στη ακριανή πόρτα που είναι στα αριστερά, κει που κάθονται οι γυναίκες για να μπορώ να ατενίσω τον Παντοκράτορα, να χαίρομαι, να παρηγοριέμαι. Και όσο προχωρούσε η Λειτουργία τόσο αυτό το Φως αύξαινε. Και όχι μόνο αύξαινε παπά μου αλλά έπεφτε και μια χρυσόσκονη και άστραφτε όλο αυτό το Φως, σαν να είχε χιλιάδες μυριάδες αστέρια. Και σαν κοιτάω τον Παντοκράτορα, τι να δω παπά μου; Είχε...Έβγαινε Αυτό το Φως από το Φωτοστέφανο του Χριστού μας, από το Πρόσωπό Του, τα χεράκια Του, το Άγιο Ευαγγέλιο...και κάλυπτε τον κόσμο. Και όσοι ήταν στην Εκκλησία, άλλους τους έλουζε το Φως και έμπαινε μέσα τους το Φως και γινόντουσαν όλοι μια λαμπάδα. Φωτεινή. Γαλαζόασπρη. Στους άλλους δεν έμπαινε μέσα τους το Φως, όμως τους θώπευε.»
Και την ρώτησα: «Ήρθε και σε σένα το Φως; Ήρθε στη γωνιά σου, στη γωνίτσα σου το Φως;»
 «A!Αμ, καλοήρθε παπά μου. Ήρθε.»
«Πώς το αισθάνθηκες, κυρά-Φωτεινή;»
 «Σαν ένα χέρι που με θώπευε. Με άγγιζε από το μέτωπο, με χάιδευε στους ώμους, στα μπράτσα και στις παλάμες. Και μετά με πήγαινε αριστερά. Και το ίδιο πράγμα. Και άνοιξε η καρδιά μου παπά μου και άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυά μου μετά.
Και όχι μόνον αυτό. Αλλά το Χέρι Αυτό μου επούλωσε τις πληγές, μου έκλεισε τις πληγές όλες. Τριανταπέντε χρόνια πληγές που είχα. Τα βρισίδια, τους ξυλοδαρμούς, τους βιασμούς, το ξύλο, την ταπείνωση...όλα μου τα υπούλωσε ο Χριστός. Τίποτε δεν αισθανόμουνα. Αισθανόμουνα μια απέραντη ευφορία. Αλλά και κάτι Άλλο παπά μου. Με κλειστά τα μάτια, έβλεπα τα γινούμενα στη Λειτουργία. Έβλεπα τα πάντα. Έβλεπα την Μεγάλη Είσοδο, είδα τους Πατέρες, είδα τη Λειτουργία όλη. Την έζησα στον Παραδεισο...Ξαφνικά όμως είδα τις γυναίκες να αρχίσουν να κινούνται και κατάλαβα οτι πάμε για να κοινωνήσουμε.

 Ήρθε η ώρα της Θείας Κοινωνίας. Ετοιμάστηκα. Και όπως κοίταζα να δω το τσεμπέρι μου, τι να δω; Το Χέρι μου είχε κάνει καλά και το καρούμπαλο. Δεν είχα ούτε καρούμπαλο. Είχε φύγει το καρούμπαλο. Και με μεγάλη χαρά οτι δεν θα εκτεθώ στη γειτονιά, στάθηκα στη σειρά. Αλλά είπα να δω, κι έτσι δεξιά να δω, ποιος Κοινωνάει; Ο παπά-Βασίλης που ήρθε και μας άγιασε ή ο παπά-Γιάννης; και ξαφνικά, παπά μου...Ούτε ο παπα-Βασίλης ήτανε. Ούτε ο παπα-Γιάννης.
Ένας Δεσπότης... Μα τι Δεσπότης...Τι χρυσά Άμφια φορούσε. Τι διαμάντια και μπριλάντια είχαν πάνω τα ρούχα Του. Άστραφτε ολόκληρος. Και φορούσε μια Κορώνα...Όχι σαν Αυτές των Δεσποτάδων. Μια Βασιλική Κορώνα. Που άστραφταν χιλιάδες τα μπριλάντια και τα διαμάντια. Και πάνω στην Κορώνα Του είχε Αγγέλους. Μα και δίπλα Του είχε δύο Παραστάτες Αγγέλους που κρατούσαν το Μάκτρο. Με έπιασε τρόμος. Τα Χέρια Του, το Πρόσωπό Του έφεγγαν σαν τον Ήλιο. Και κρατούσε μια χρυσή λαβίδα. Αλλά δεν είχε μέσα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, είχε ένα κάρβουνο αναμμένο. Και η δόλια, λέω, η κακομοίρα, τι θα κάνω; πώς θα Κοινωνήσω το κάρβουνο; Φαίνεται τέτοια Τυπικά έχουν σήμερα. Άλλος Δεσπότης ήρθε και άλλες συνήθειες έχουν. Και τι να κάνω εγώ; Και πώς θα καώ; Και θα βάλω τις Φωνές στον κόσμο;»
 «Και τι έκανες, βρε κυρά-Φωτεινιώ; Δεν Κοινώνησες;»
 «Όχι, λέει. Προφασίστηκα ευγένεια. Και πήγα στην άκρη και έλεγα “Περάστε. Περάστε και εσείς.” Ε. Περάσανε καμια εικοσιπενταριά που ήταν στην ουρά...Μετά δεν είχε άλλο ‘περάστε’. Έπρεπε να μπω εγώ στη σειρά.»
 «Τι έκανες, κυρά-Φωτεινιώ;»
«Τι έκανα λέει; Πλησίασα και κοιτάζοντας χαμηλά μην μπορώντας να δω το Πρόσωπο του Δεσπότη, ακόμα και τα παπούτσια Του παπά μου χρυσά ήτανε. Και οι ΑΓΓΕΛΟΙ ΔΙΠΛΑ Του σαν να μην πατούσαν στη γη. Και είπα: ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΥ. Άντε ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ. Ας Είσαι ΕΣΥ και ας καώ. ΕΣΥ να είσαι και ας καώ. Κι εγώ θα Κοινωνήσω. Έκλεισα τα μάτια μου, έβαλα το Μάκτρο ( κόκκινο ύφασμα που κρατάμε κάτω από το στόμα μας κατά την Θεία Μετάληψη) κάτω από το στόμα μου και άνοιξα το στόμα μου.»
 «Κοινώνησες, κυρά-Φωτεινιώ:»
 «Κοινώνησα παπά μου»
 «Κάηκες κυρά Φωτεινιώ;»
 «Όχι παπά μου. Δροσίστηκε η Ψυχή μου. Άνοιξε η Καρδιά μου. Και άρχισα να λέω από την καρδιά μου: “Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Σε Ευχαριστώ Συ Κύριε.
 Και άρχισα φαίνετε να το λέω δυνατά και ξαφνικά ακούω τη φωνή του παπα-Βασίλη να μου λέει:
“Κυρά-Φωτεινιώ είσαι καλά;”
 Και ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι μπροστά στον παπά-Βασίλη που κρατούσε το Άγιο Ποτήριο και σκέπαζε με το Μάκτρο.
Και λέω: ‘Παναγία μου, θα ρεζιλευτώ”….και πήγα στην άκρη και σκεφτόμουνα:”Όλα αυτά που είδα παπά μου ήταν αληθινά; Λες να ταν φαντασία; Μα είδα τον Δεσπότη, είδα τους Αγγέλους, είδα τόσα πράγματα, κοινώνησα, είμαι τρελλή;”

 Μόλις τελείωσε ο Αγιασμός και πήγα σπίτι μου, μπήκα αμέσως στην αποθηκούλα να αλλάξω τα ρούχα μου για να βάλω τα ρούχα του σπιτιού και να βάλω την ποδιά μου να ετοιμάσω το φαγητό. Και σαν ντύθηκα, κάτι μου μύριζε το σπίτι. Και μπαίνω μέσα στο σαλόνι και τι να δω: η μικρή μου θυγατέρα κρατούσε ένα θυμιατό και θύμιαζε τις Εικόνες. Στη θέση Τους οι Εικόνες, ευπρεπισμένο το καντηλάκι μου, αναμένα τα κεράκια μου και δίπλα στην Παναγία ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια. Και μου λέι η κόρη μου:
”Χρόνια πολλά μάνα. Σήμερα μεγάλη ημέρα. Είπαμε να θυμιάσουμε μιας και σου αρέσει να θυμιάζεις το σπίτι. Αλήθεια μας έφερες αντίδωρο;” και εγώ έμεινα... και σκεφτόμουν: “τριανταεφτά χρόνια σε αυτό το σπίτι δεν μου ζητήσανε ποτέ Αντίδωρο”.
 Και απαντούσα στην κόρη μου: ‘Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω.”»
Κι έρχεται και ο γιός μου από το κατόπι μου στο πλάι και σκύβει ταπεινά και μου φυλάει το χέρι και μου λέει:
 “Συχώρα με μάνα. Συχώρα με.”
 Και εγώ απαντούσα:”Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω.” Και ακούω τον Ανέστη να μου φωνάζει και μπαίνω βιαστική να δω μήπως ήθελε κάτι και τον βλέπω καθήμενο στο κρεβάτι του και μου έκανε σινιάλο με το αριστερό του χέρι. Και σαν τον είδα είχε μια ιλαρότητα το πρόσωπό του και μια γλυκύτητα τα μάτια του. Και του δίνω το χέρι μου νομίζοντας θέλει να καθίσει και αυτός αρχίζει και μου το φιλούσε. Μέσα και έξω παπά μου μου το φιλούσε κλαίγοντας και μου λεγε με το μισό του στόμα:
”Συχώρα με Φωτεινιώ. Συχώρα με να χαρείς.”
Και έρχεται πίσω το παιδί...Και εγώ απαντούσα:”Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω” και έρχεται το παιδί μου πάλι και με φιλάει στο μέτωπο εκεί που ήταν το καρούμπαλο και μου λέει:
”Συχώρα με μάνα. Δεν θα το ξανακάνω. Την Ευχή σου να χω μάνα” Κι εγώ απαντούσα:”Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω.”

 Κι εδώ σταμάτησε η διήγηση της κυρά-Φωτεινιώς. Για είκοσι λεφτά πλάνταξε στο κλάμα. Κι αφού συνήλθε με ρώτησε με μια παιδική απλότητα, σαν μικρό κοριτσάκι ένοχο:
” Πάτερ μου είμαι κουζουλή; Τρελλάθηκα. Λες να με κλείσουν στο Δρομοκαίτειο; Λες να είμαι για δέσιμο και είδα τόσες φαντασίες; Λες να είμαι τρελλή; Τι θα πεις Πάτερ;Τι γνώμη έχεις; Είμαι κουζουλή; Κουζουλάθηκα;»
 Κι εγώ απάντησα:»Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν για την ύπαρξή σου κυρά-Φωτεινιώ τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω.»

Η κυρά-Φωτεινιώ δεν ήταν ο Άγιος Χρυσόστομος, ούτε ο Άγιος Νείλος, ούτε ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ούτε ο Μέγας Παϊσιος. Ήταν μια Ψυχή σαν κι εσάς, σαν κι εμάς. Απλώς έμαθε καλά στην καρδιά της να λέει: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω» και ο Θεός την πλήρωσε πλουσιοπάροχα.
 Θα σας πω και την έκβαση γιατί ξερω πως θα χαρείτε. Σήμερα, χήρα πια η κυρά-Φωτεινιώ, είναι Μοναχή και πηγαίνουν τα παιδιά της και της φιλούν το χέρι και το μέτωπο. Και έχω την χαρά μια φορά τον χρόνο να πάω κι εγώ να της φιλάω το χέρι. Και εκείνη καθετε εκεί και αφουγκράζεται και θυμάται τον Δεσπότη Χριστό, που την κοινώνησε με την χρυσή Λαβίδα το Τίμιο Φρικτό Σώμα και Αίμα Του.
Είθε η Χάρις του Θεού να λαβώσει στην Καρδιά μας την Άπειρη αγάπη Του και να μας διδάξει από τα κατάβαθα τα τρίσβαθα της καρδιάς μας αναβαθμίζοντας την δική μας παιδική Προσευχή σε ευχαριστιριακή να λέμε και εμείς δίνοντας το μπόλι της καρδίας και του σώματος: “Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω πάντων ένεκεν».
https://proskynitis.blogspot.gr/2017/09/blog-post_553.html

Το ανατριχιαστικό τέλος του Βολταίρου



Ο γνωστός Γάλλος αθεϊστής, Βολταίρος, πέθανε με έναν τρομακτικό θάνατο. Επιτρέψτε μου να σας παραθέσω το ακριβές ντοκουμέντο όπως δημοσιεύθηκε: 
«Όταν ο Βολταίρος αισθάνθηκε το εγκεφαλικό επεισόδιο και συνειδητοποίησε ότι πρέπει θα τερματίσει με το θάνατο κυριεύτηκε με τύψεις. Αμέσως έστειλε τον ιερέα για να «συμφιλιωθεί με την εκκλησία».

Οι απίστευτοι πλαστογράφοι του έσπευσαν στο θάλαμό του για να αποτρέψουν την ανατροπή του. αλλά αυτό ήταν μόνο για να γίνει μάρτυρας της κακοποίησης τους και της δικής τους. Τους καταράστηκε μπροστά τους. και, καθώς η απελπισία του μεγάλωσε από την παρουσία τους, επανειλημμένα και δυνατά αναφώνησε: «Αφήστε με! Είστε εσείς που με φέρατε σε αυτή την κατάσταση. Αφήστε με! Εξαφανιστείτε! Τι άθλια δόξα είναι αυτή που μου φτιάξατε! "

«Ελπίζοντας να μετριάσει την αγωνία του με μια γραπτή απολογία - αναίρεση, που είχε προετοιμάσει,την υπέγραψε και την κατέθεσε. Αλλά όλα ήταν ανώφελα. Για δύο μήνες βασανιζόταν με μια τέτοια αγωνία που τον οδήγησε κατά καιρούς να τρίζει τα δόντια του σε ανυπόφορη οργή ενάντια στον Θεό και τους ανθρώπους.

Σε άλλες στιγμές με περήφανους τόνους, έλεγε: «Ω, Χριστέ! Ω, Κύριε Ιησού!» Άλλες φορές, γυρίζοντας το πρόσωπό του και κλαίγοντας, φώναζε:«Πρέπει να πεθάνω - εγκαταλείφθηκα από τον Θεό και από τους ανθρώπους!».

"Καθώς το τέλος του έφτασε κοντά, η κατάστασή του έγινε τόσο τρομακτική, που οι άπιστοι συνεργάτες του φοβήθηκαν να πλησιάζουν δίπλα του. Εξακολουθούσαν να φρουρούν την πόρτα, για να μην ξέρουν άλλοι πόσο φοβερά ένας άπιστος πεθαίνει. Ακόμα και η νοσοκόμα του Βολταίρου ανέφερε επανειλημμένα: «Για όλον τον πλούτο της Ευρώπης δεν θέλω να ξαναδώ ποτέ άλλο άπιστο να πεθαίνει». Ήταν μια σκηνή τρόμου που βρίσκεται πέρα ​​από κάθε υπερβολή. Αυτό είναι το καλά τεκμηριωμένο τέλος του Βολταίρου. Εκείνου που είχε φυσική κυριαρχία της διανόησης, άριστη εκπαίδευση, μεγάλο πλούτο και μεγάλη γήινη τιμή. »(Πνευματικές Μαρτυρίες Σεσωσμένων και Μη Σεσωσμένων από τον Rev. S B Shaw, σελ. 49-50).

http://www.pawcreek.org/the-tragic-death-of-voltaire-the-atheist/


Και μια άλλη μαρτυρία...

https://kosmaser.wordpress.com

Ο Βολταίρος, ο Γάλλος φιλόσοφος, που ήταν άθεος… ασεβής…

Έβριζε το θεό. .βλασφημούσε. Έκανε τον έξυπνο. Και ποίο ήταν το κέρδος του;

Το τέλος αυτού του κατα τα άλλα μεγάλου..στοχαστή ήταν τρομερό:

Σύμφωνα με τη παράδοση της εποχής του,

Ξεψυχώντας άρχισε να παραμιλάει με τρόπο φρικτό.

¨Με πιάνουν, φώναζε. Με τραβούν. Με σέρνουν μπροστά στον θρόνο του Θεού.

Ο διάβολος προσπαθεί να με πάρει!¨ Να η κόλαση!… Κρύφτε με. Κρύφτε με.

Η νοσοκόμος, μάλιστα, που τον περιποιόταν, βλέποντας το τέλος του τρομοκρατήθηκε.

Και από τότε, όταν επρόκειτο να πάει σε άλλον ασθενή, ρωτούσε πρώτα να μάθει… μήπως ήταν άπιστος.



Είδα το τέλος του Βολταιρου, έλεγε. Και δεν θέλω ποτέ πια, να ξαναδώ θάνατοάπιστου. Μέσα σε μια τέτοια αγωνία πέθανε ο Βολταίρος, που διανύοντας το 84ο έτος του, και λίγο πριν πεθάνει, παρευρέθηκε στην πρώτη απόδοση της τραγωδίας του Ειρήνη (Irène), στο Παρίσι.

Το ταξίδι του και η υποδοχή του ήταν μια αποθέωση..

πόσο αστείο ηχεί στα αυτιά μας η λέξη.. αποθέωση..

αλλά και το αποτέλεσμά της.. η συγκίνηση απ την αναγνώριση

του κόσμου.. τον κατέβαλε και πέθανε λίγο αργότερα

με τον τρόπο που περιγράψαμε, και που δεν είναι απλώς λόγια…

στις 30 Μαΐου 1778…Προκειμένου να έχει… χριστιανική κηδεία,

(το γιατί ζήτησε κάτι τέτοιο,παραμένει αναπάντητο!)

είχε υπογράψει μια μερική ανάκληση των γραπτών του.

Ομως δεν έγινε αποδεκτή απ την παπική εκκλησία,

και δεν του έγινε εκκλησιαστική ταφή..

Σε φίλο του έδωσε την ακόλουθη γραπτή δήλωση:



«Πεθαίνω λατρεύοντας το Θεό, που αγαπά τους φίλους μου,

που δεν μισεί τους εχθρούς μου και που απεχθάνεται την καταπίεση.»

Ένας ηγούμενος μετέφερε κρυφά το πτώμα του Βολταίρου σ ένα αβαείο

στην πόλη Champagne, όπου θάφτηκε.Τα λείψανά του διακομίστηκαν στο Παρίσι το 1791

και ενταφιάστηκαν στο Πάνθεον..των ανθρώπων..Μένει να μάθουμε ..

αν η, πέρα απ την δική μας λογική, ευσπλαχνία του Χριστού,

τον συγχώρεσε και τον έφερε εκεί που ,κατά βάθος, πρέπει να πίστευε

και να λαχταρούσε..Πολλές φορές ο Θεός επιτρέπει,

να βλέπουμε (στον τρόπο πού πεθαίνουν μερικοί άνθρωποι)

κάτι από την φρίκη, στην οποία πηγαίνει η ψυχή τους.

Επιμέλεια - Μετάφραση
http://yiorgosthalassis.blogspot.gr/

Ἄν ἀξίζει νά τό κάνεις, ἀξίζει νά τό κάνεις φτωχικά ἀρχικά

Εἶναι ἡ μέθοδος τοῦ J. Salatin ἡ ἐλπιδοφόρος μαντατοφόρος περιστερά τῆς ‘’μετακατακλυσμιαίας’’ γεωργοκτηνοτροφίας;
«Ἄν ἀξίζει νά τό κάνεις, ἀξίζει νά τό κάνεις φτωχικά ἀρχικά»
«If it’s worth doing, it’s worth doing poorly first», Joel Salatin
Ο Joel Salatin εἶναι ἕνας ‘’φιλόσοφος’’ ἀμερικανός γεωργοκτηνοτρόφος (farmer) πού σάν νά ἔχει ἀναλάβει τό ἔργο τῆς ὑπεράσπισης τῆς βεβιασμένης μέν ὑπό τοῦ ἐξαγριωμένου – ὡς μή ὤφειλε- κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ποιηθέντος ἀνθρώπου, δημιουργηθείσης δέ ‘’καλῶς’’ ὑπό τῆς ἀνεξιχνιάστου Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι σάν νά γράφει τό ‘’ἔπος’’ τῆς ἐπανάστασης τῆς κατακρεουργηθείσης κτηνοτροφίας καί γεωργίας ἀπέναντι στήν ἐκβιομηχανισμένη, ἐξαντλητική καί ἀδιέξοδη, ἀπρόσωπη, ἀπάνθρωπη – πολλές φορές – καί ἀνέραστη κατάχρηση τοῦ ἅπαξ δημιουργηθέντος, λίαν καλῶς πλασθέντος καί κατά πάντα ἐν Σοφία κτισθέντος ὄμορφου κόσμου τοῦ Θεοῦ.
Ἀντλεῖ ἀπό τήν ἀμερικάνικη ἱστορία διαβάζοντας τά κείμενα προσεχτικά καί ἐξερευνητικά. Μαθαίνει ἀπό τό θησαυρό τῆς Βίβλου διαβάζοντας μέ πίστη καί εὐδιαθεσία ἄν καί ὡς προτεστάντης ὑστερεῖται τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑρμηνείας καί Παραδόσεως. Παρ’ ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται πιστότερος πολλῶν ὀρθοδόξων ἀφοῦ δέν ἀκροβατεῖ φιλοσοφικῶς σέ δῆθεν ἑρμηνεῖες εἰκονολογικού χαρακτήρα ἱστορικῶν, κατά πάντα, γεγονότων. Συμβαίνει – κατά θαυμαστή Θεία Πρόνοια – νά ἔχει σπουδάσει Ἀγγλική Φιλολογία τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ μέ ἐκπληκτική ἱκανότητα στό νά θεωρητικοποιήσει καί ὑποστασιοποιήσει τήν ἐν τοῖς πράγμασι καί πράξεσι ἐπιτυχία του, καθώς ἐπίσης καί στή μεταλαμπάδευση τόσο τῶν ἐφαρμοσμένων γνώσεων τοῦ ὅσο καί τοῦ ἀκόρεστου ζήλου του στούς νέους, ἀτίθασα ὁραματιζομένους καί ἀκατάβλητους ὑποψήφιους γεωργοκτηνοτρόφους, τούς ‘’θεραπευτές τῆς γῆς’’, ὅπως ἀρέσκεται νά τούς ἀποκαλεῖ! Τολμάει νά ἀκούει καί νά ὑπακούει τή φωνή τοῦ Θεοῦ μέσα του, τή συνείδησή του, πού τοῦ ἐπιτάσσει νά μή ὑποτάσσεται μέ τίς ἐπιβλητέες ἀλλά παράφρονες προσταγές τῆς σύγχρονης θεσμικῆς ἀγροτοκτηνοτροφικῆς κοινότητος καί ἔτσι, γιά παράδειγμα, ὅταν στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1980 οἱ θεσμοί προσκαλοῦσαν τούς ἀμερικανούς ἀγροτοκτηνοτρόφους σέ μεγάλα γεύματα γιά νά τούς παρουσιάσουν τήν τότε σύγχρονη καί ἐσαεί ‘’φαεινή’’ πρόταση τῆς «ἐπιστήμης» περί κρεατοτροφῶν σέ φυτοφάγα ζῶα (!) ἐκεῖνος ἀποστασιοποιήθηκε εὐθέως καί ἀμέσως, ἀπαρνούμενος νά συμμετάσχει σέ αὐτό πού ἡ πολύ ἁπλή λογική λέει ὅτι εἶναι διαστρέβλωση τοῦ φυσιολογικοῦ προσποριζόμενος ἔτσι τό προσωνύμιο lunatic (τρελός)! Μετά ἀπό 20 χρόνια, βέβαια, φάνηκε περίτρανα ποιές ἀγελάδες ἦταν τρελές καί ποιοί ἄνθρωποι ἦταν lunatics.
Ο Joel Salatin ἐργαζόμενος μέ ἐλπίδα, πίστη καί ἀγάπη πρός τή γῆ καί τόν Δημιουργό αὐτῆς, κατάφερε τό κομμάτι γῆς πού εἶχαν ἀγοράσει οἱ γονεῖς τοῦ τό 1962 στή Shanendoah Valley στή Virginia τῶν Η.Π.Α. καί τό ὁποῖο συνέβαινε ὡς τό φθηνότερο τῆς περιοχῆς νά εἶναι καί τό φτωχότερο ἐδαφολογικά – ὁ πατέρας τοῦ στήριζε τούς πασσάλους σέ κυβάκια τσιμέντου λόγω τῆς ἀνεπαρκοῦς ποσότητος χώματος στό ἔδαφος! – νά τό κάνει νά παράγει τόση βοσκή, ὥστε μετά ἀπό  50 χρόνια ἐφαρμογῆς τῆς μεθόδου του, κατάφερε στό ἀγρόκτημα τοῦ χωρίς νά ἔχει σπείρει ἕνα σπόρο καί χωρίς νά ἔχει οὐδέποτε χρησιμοποιήσει λίπασμα ὄχι μόνο νά ξεπεράσει τόν μέσο ὄρο παραγωγῆς βοσκῆς – βιομάζας δηλαδή αὐτό πού μένει ὅταν πάρεις τό χόρτο ἑνός ἔτους, τό ἀποξηράνεις καί τό ζυγίσεις ἀλλά καί νά τήν τετραπλασιάσει! Μέ νούμερα, ἡ μέση παραγωγή βιομάζας στήν εὐρύτερη γειτονική του περιοχή εἶναι 2500 pounds/acre (1134 kg/4στρεμ.) ἀνά ἔτος, ἐνῶ ἡ δική του παραγωγή εἶναι 10000 pounds/acre(4536 Kg/4στρεμ.) ἀνά ἔτος.
Ποιά εἶναι ὅμως τά χαρακτηριστικά πού κάνουν αὐτή τήν καινοτόμο καί πετυχημένη δράση τοῦ Salatin ὄχι μόνο νά ξεχωρίζει ἀλλά νά δίνει λύσεις στά προβλήματα τῆς σύγχρονης γεωργίας, κτηνοτροφίας, οἰκολογίας, οἰκονομίας καί κατ’ ἐπέκταση κοινωνιολογίας; Λαμβανομένης ὑπ’ ὄψιν τῆς ἔκτασης τῆς πολυσχιδοῦς δράσης τοῦ μόνο στιγμιοτυπικᾶ θά μπορέσουμε ἐδῶ νά παρουσιάσουμε τήν προσπάθειά του. Ἔτσι: δέν καλλιεργεῖ ἐτήσια φυτά γιά ζωοτροφές (καλαμπόκι, στάρι, βρώμη, σόγια, κουκί κ.λ.π.) μέ ἀποτέλεσμα νά μή δεσμεύεται ἀπό τόν τύπο τοῦ ἐδάφους (πεδινό, ἐπίπεδο, πλούσιο χῶμα κ.λ.π.) καί τό μικροκλίμα τῆς περιοχῆς, νά μή χρειάζεται μεγάλα, ἐξειδικευμένα καί ἀκριβά στήν ἀγορά, συντήρηση καί κίνηση τούς μηχανήματα (μεγάλα τρακτέρ, θεριζοαλωνιστικές μηχανές κ.λπ.), δέν κτίζει σιλό καί ἄλλες μόνιμες, πολυδάπανες καί φορολογούμενες (ΕΝΦΙΑ!) κατασκευές πού ἔχουν κοστολόγια τέτοια πού δέν ἀποσβένονται καί δέν ἐπιτρέπουν νέους ἀνθρώπους νά ἀξιωθοῦν νά γίνουν «θεραπευτές τῆς γῆς»! Ἐννοεῖται, βέβαια, ὅτι δέν εἶναι κατά τῆς τεχνολογίας – χρησιμοποιεῖ λ.χ. δύο μικρά τρακτέρ τύπου Kubota – ἁπλῶς, ἀντί νά δουλεύει αὐτός γιά τά μηχανήματα, δουλεύουν αὐτά γι’ αὐτόν! Ἐπίσης, δέν χρησιμοποιεῖ λιπάσματα πού ἔχουν κόστος ἀγορᾶς, κόστος μεταφορᾶς μέ μεγάλο περιβαλλοντικό στίγμα τόσο κατά τήν  παραγωγή ὅσο καί κατά τή μεταφορά τους καί προκαλοῦν ναρκωτικό ἐθισμό (drugaddiction) στό ἔδαφος ὅπως τά φάρμακα στόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό.
Πιό συγκεκριμένα, ποιός εἶναι ὁ κεντρικός ἄξονας τῆς σκέψης του; Διδάσκεται ἀπό τόν κύκλο τῆς φύσης, παρεμβαίνει δημιουργικά σέ αὐτόν καί αὐτοαποκαλεῖται ‘’grassfarmer’’ δηλαδή ἀγρότης τῶν χόρτων! Μᾶς λέει λοιπόν, ὅτι τά πολυετῆ αὐτοφυῆ φυτά παρουσιάζουν ἕνα κύκλο ἀνάπτυξης πού διακρίνεται σέ 3 φάσεις τίς ὁποῖες ὀνοματίζει μέ ἕναν πιό πολύ ποιητικό παρά ἐπιστημονικό τρόπο: ἡ νηπιακή ἡλικία ὅπου το χόρτο εἶναι ἀκόμη πολύ μικρό, ἡ ἐφηβική ἡλικία ὅπου το χόρτο βρίσκεται στήν ἀκμή του καί ἡ γεροντική ἡλικία ὅπου το χόρτο παρακμάζει καί ξεραίνεται. Τή γῆ λοιπόν πού διαθέτει κάθε χρονιά – ἕνα μέρος εἶναι ἰδιόκτητό το ἄλλο τό ἐνοικιάζει – τή χωρίζει σέ κομμάτια μέ ἠλεκτρικό φράχτη καί τήν ποτίζει ὅταν χρειάζεται μέ μαύρους πλαστικούς σωλῆνες ἀπό τεχνητές λιμνοῦλες πού βρίσκονται ψηλότερα καί γεμίζουν μέ τό νερό τῆς βροχῆς. Ἐκεῖ, σέ κάθε τέτοιο κομμάτι ἀφήνει τίς κρεατοπαραγωγικές ἀγελάδες του νά βόσκουν ἐλεύθερες κατά τή φάση ἀκριβῶς, τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας τῶν χόρτων. Ὅταν τελειώσει ἡ βοσκή τους, τά ὁδηγοῦν στό διπλανό κομμάτι γῆς πού εἶναι περιφραγμένο μέ ἠλεκτρικό φράχτη καί ὁδηγοῦν στό χρησιμοποιημένο χῶρο τίς κότες μέ τό κινητό κοτέτσι γιά νά βοσκήσουν τό ἐναπομεῖναν κοντοκουρεμένο χόρτο ἀπό τίς ἀγελάδες. Μάλιστα, φροντίζουν νά πηγαίνουν τίς κότες στό χῶρο αὐτό 3 μέρες μετά, προκειμένου οἱ προνύμφες τῶν ἐντόμων μόλις νά ἔχουν ἐκκολαφθεῖ πάνω στά κόπρανα τῶν ἀγελάδων ἔτσι ὥστε οἱ κότες τρώγοντας τίς προνύμφες προσλαμβάνουν πρωτεΐνες, καθαρίζουν τό χῶρο ἀπό τά βλαβερά ἔντομα καί σκαλίζοντας τίς ἀκαθαρσίες τῶν ἀγελάδων  ὅλο το ἔδαφος λιπαίνεται κατανεμητικά χωρίς συσσώρευση τῆς κοπριᾶς καί τῶν δυσοσμιῶν, καθιστώντας περιττό τόν ἐμπλουτισμό τοῦ ἐδάφους ἀπό χημικά λιπάσματα. Φεύγουν καί οἱ κότες καί ἀπό πίσω ἀκολουθοῦν τά γουρούνια πού ψάχνουν γιά ρίζες καί ἀναμοχλεύουν τό ἔδαφος καί τήν κοπριά. Τό χειμώνα συγκεντρώνουν ὅλα τα ζῶα πλήν τῶν ἀγελάδων (κότες, γαλοποῦλες, γουρούνια, κουνέλια, κ.λ.π.) σέ μεγάλα θερμοκήπια ὅπου ζεσταίνονται, ἀπεντομώνουν τό χῶρο καί λιπαίνουν τό ἔδαφος, τήν ἄνοιξη τά βγάζουν στήν ὕπαιθρο καί φυτεύουν λαχανικά στό ἐμπλουτισμένο ἔδαφος καί ἀρχές τοῦ χειμώνα ὁ κύκλος ἐπαναλαμβάνεται… Εἶναι πολύ λιτή καί γενική ἡ περιγραφή ἐδῶ πέρα, βέβαια, γεννώντας πολλές ἀπορίες, ἴσως, ἀλλά ἡ πλήρης ἀνάπτυξη μπορεῖ νά βρεθεῖ μέσω τοῦ διαδικτύου*. Τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι δέν πρόκειται γιά κάποια εὔελπιδα καί εὐγενῶν προθέσεων ὑπεραισιόδοξη διδακτορική ἐργασία ἀλλά γιά ἐφαρμοσμένη δράση μέ πραγματικά ἀποτελέσματα. Τόν ἴδιο τόν Salatin τόν καλοῦν ὄχι μόνο σέ ὅλες τίς ΗΠΑ ἀλλά καί στήν Εὐρώπη, στήν Αὐστραλία καί σέ ὅλο τόν κόσμο γιά νά τούς μυήσει σέ αὐτά τά καινούρια πράγματα πού ὅμως εἶναι τόσο παλαιά… Σήμερα, ὁ Salatin στήν ‘’polyfacefarm’’ τοῦ παράγει σαλάτα μπάρ βοείου κρέατος, χοιρινό, πουλερικά ἐλευθέρας βοσκῆς, κουνέλια χορτονομῆς καί πουλάει ἀπευθείας ὅλα αὐτά σε 5000 οἰκογένειες, 50 ἑστιατόρια καί 10 ἀγορές λιανικῆς πώλησης.

Φυσικά, αὐτή εἶναι μόνο μία μορφή γεωργοκτηνοτροφίας καί ὁ Joel Salatin τόσο μέσα ἀπό τήν ἑξηντάχρονη βιωματική του ἐμπειρία ὅσο καί ἀπό τά ταξίδια τοῦ ἀνά τόν κόσμο ἔχει συγκεντρώσει γιά μᾶς 10 βασικές ἀρχές πού χαρακτηρίζουν μία ἐπιτυχημένη γεωργοκτηνοτροφική προσπάθεια. Ἅς τίς δοῦμε ὅσο πιό σύντομα γίνεται:
1.‘’Κάθε ἀγρόκτημα ἔχει πιό πολλές δυνατότητες ἀπό αὐτές πού φανταζόμαστε’’. Ὁ μέλλων ἐπιτυχεῖν ὑποψήφιος ἀγρότης πρέπει νά πιστέψει ὅτι ὑπάρχουν περισσότερες δυνατότητες ἀπό αὐτές πού φαίνονται. Πρέπει νά ἔχει τό λογισμό: γιά νά ξεκινήσω δέν χρειάζεται νά ἔχω περισσότερη γῆ ἤ καλύτερη γῆ ἤ καλύτερο κλίμα ἤ καλύτερα ἐργαλεῖα ἀλλά μέ αὐτά τά λίγα μπορῶ νά κάνω μιά σπουδαῖα ἀρχή, ἀνεξαρτήτως τῶν συνθηκῶν πού μέ περιβάλλουν. Ἀναφέρει κάποια ἐντυπωσιακά σύγχρονα παραδείγματα καί συμβουλεύει, χαριτολογώντας, ὄχι μόνο νά μήν ἀκοῦμε τούς γείτονες ἀλλά νά κάνουμε ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού λένε(!): ἄν σου λένε κάν’ τό, μή τό κάνεις καί ἄν σου λένε μή τό κάνεις, κάν’ τό ὁπωσδήποτε «καί ἐχθροί του ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ»)!
2.‘’Μεταφερόμενες κατασκευές’’. Στήν κλασσική μορφή τῆς γεωργοκτηνοτροφίας τό βασικό κεφάλαιο εἶναι ἀναμφισβήτητα ἡ γῆ. Μέ τίς μεταφερόμενες, ὅμως, κινούμενες κατασκευές δέν χρειάζεται νά εἶσαι κάτοχος γῆς! Διότι ‘’farm isn’t the land,  but what farmer does to the land!’’, τό ἀγρόκτημα δέν εἶναι ἡ γῆ ἀλλά τό τί κάνει ὁ γεωργοκτηνοτρόφος στή γῆ. Γίνεσαι λοιπόν, ἕνα εἶδος σύγχρονου νομᾶ.
3.‘’Πολλαπλῶν χρήσεων κατασκευές’’. Κατασκευές γιά πολλές χρήσεις ὅπως γιά παράδειγμα: θερμοκήπια γιά φυτά τό καλοκαίρι καί ζῶα τό χειμώνα, σωλήνας νεροῦ γιά ὅλα τα ζῶα κ.λπ.
4.‘’Ξεκινοῦμε μέ τή μικρότερη ὀντότητα πού εἶναι δυνατό νά πραγματοποιηθεῖ’’. Σκεφτόμαστε τά μικρά, ὄχι τά μεγάλα. Κοινῶς δέν μεγαλοπιανόμαστε. Ποιό εἶναι τό ἐλάχιστο ποῦ πρέπει νά καταφέρω, ὥστε ἡ προσπάθεια νά εἶναι βιώσιμη; («Ὁ ταπεινῶν ἐαυτόν ὑψωθήσεται, ὁ δέ ὑψῶν ἐαυτόν ταπεινωθήσεται»).
5.‘’Ἡ συνεργασία εἶναι κρίσιμης σημασίας’’. Ὅλη ἡ ποικιλία τῶν δώρων καί τῶν χαρισμάτων δέν χωροῦν σέ ἕνα ζευγάρι πόδια.
6.‘’Οἱ συνεργάτες σου εἶναι καλύτερα νά εἶναι οἰκογενεῖς σου ἀπό τό νά εἶναι ὑπάλληλοί σου’’. Εἶναι καλύτερα δηλαδή νά ὑπάρχουν σχέσεις τύπου οἰκογενείας ἀπό τό νά ὑπάρχει μία ψυχρή ἐπαγγελματική σχέση.
7.‘’Ἡ καθαρά ἀξία τοῦ κτήματος βρίσκεται στή διαχείριση (management) καί στή γνώση. Χρειάζεται πληροφορία, χαρακτήρας (γιά νά μπορεῖς π.χ. νά σηκωθεῖς στίς 5.00 καί νά μή χρειάζεται νά πιεῖς 5 καφέδες γιά νά πᾶς νά κάνεις κάποιες πρωινές ἐργασίες) καί διαχείριση. Αὐτά ἡ τράπεζα οὔτε μπορεῖ νά στά δανειοδοτήσει ἀλλά οὔτε καί νά στά πάρει. Σέ αὐτή τήν κατηγορία ἀνήκει καί ἡ ἠλεκτρονική (διαδικτυακή) συσσωμάτωση τῶν χαρακτηριστικῶν της ὁποιασδήποτε γεωργοκτηνοτροφικῆς δράσης.
8.‘’Ἀπευθείας πώληση’’. Γίνεται ὁ κάθε παραγωγός καί...

“Σε περίμενα από καιρό ...”

Είχα χάσει την πίστη μου, την οικογένειά μου, τους φίλους μου, τον ίδιο τον εαυτό μου. Σε αυτή τη δεινή κατάσταση βρέθηκα στο Αργοστόλι, μια νέα γυναίκα, χωρίς στέγη, χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά. Τα βήματά μου με οδήγησαν στο ξενοδοχείο “Αρμονία”, του Σπύρου Φωκά. Αφού έμεινα εκεί για ένα διάστημα χωρίς να μπορώ να πληρώνω, ένιωθα ότι η κατάσταση μου δεν μπορούσε παρά να επιδεινωθεί. Και με προάγγελο ένα τρομερό όνειρο,-- είδα τον Χριστό στο Σταυρό με την κορυφή προς τα κάτω--, ακολούθησε το ξέσπασμα του ξενοδόχου.
“Έλεος, δεν πάει άλλο, πρέπει να φύγεις”.
Να φύγω, αλλά πού να πάω; Έξω στο δρόμο;
Ανεξήγητα, σ' εκείνη την απόγνωση, μια δύναμη, σαν ...

Να κάνετε τους άλλους να χοροπηδούν από τη χαρά τους, όταν σας συναντούν


Εσύ που είσαι στο Μοναστήρι, όταν πλησιάσεις τον αδελφό σου, εσύ που είσαι σύζυγος, όταν πλησιάσεις τον ή την σύζυγό σου, εσύ που είσαι πατέρας, μητέρα, όταν πλησιάσεις το παιδί σου… ό,τι θα του πεις, ό,τι σκέφτεσαι να του πεις, πες το, αφού πρώτα του πεις δυο κουβέντες που θα του δώσουν χαρά, παρηγοριά, μια ανάσα.
Να τον κάνεις να πεί, ανακουφίσθηκα, χάρηκα!
Να κάνετε τους άλλους να σας καμαρώνουν, να σας αγαπούν , να χοροπηδούν από τη χαρά τους, όταν σας συναντούν.
Διότι όλοι οι άνθρωποι στην ζωή τους, στο σπίτι τους, στο σώμα τους και στην ψυχή τους έχουν πόνο, αρρώστιες, δυσκολίες, βάσανα, και...