(Λουκ. ε’ 1-11)
Δοτήρας κάθε αγαθού είναι ο Κύριος. Κι όλα τα δώρα του Θεού είναι τέλεια. Έχουν τέτοια τελειότητα, που κάνουν τους ανθρώπους να θαυμάζουν. Το θαύμα δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά ένα δώρο του Θεού, αξιοθαύμαστο. Οι άνθρωποι θαυμάζουν τα δώρα του Θεού, λόγω της τελειότητάς τους.
Αν οι άνθρωποι ζούσαν με την αγνότητα και την αναμαρτησία του παραδείσου, δε θα περίμεναν από το Θεό ν’ αναστήσει νεκρούς, να πολλαπλασιάσει τους άρτους ή να γεμίσει τα δίχτυα με ψάρια, για να πουν ύστερα: «Κοιτάξτε το θαύμα!» Θα το έλεγαν αυτό για κάθε πλάσμα του Θεού, κάθε στιγμή και με κάθε ανάσα της ζωής τους. Καθώς όμως οι άνθρωποι συνήθισαν στην αμαρτία, κάθε θαύμα από τ’ αναρίθμητα που κάνει ο Θεός στον κόσμο, έχει γίνει για τους ανθρώπους συνηθισμένο θέμα. Για να μη μείνουν τα θέματα αυτά όμως τελείως απαρατήρητα, για να μην υποβιβαστούν εντελώς, ο Θεός με την ευσπλαχνία Του προς τον άρρωστο άνθρωπο του δίνει ένα ακόμα θαύμα από τ’ αμέτρητα που του έχει δωρίσει, για να τον ξυπνήσει από τη σκοτεινή και ψυχοφθόρα συνήθεια να μη βλέπει κάτι υπερφυσικό στα θαύματα.
Με κάθε θαύμα Του ο Θεός θέλει να θυμίσει στους ανθρώπους πρώτο, πως παρακολουθεί τον κόσμο, τον κυβερνά με την παντοδύναμη θέλησή Του και τη σοφία Του· δεύτερο, πως οι άνθρωποι δεν μπορούν χωρίς Εκείνον να κάνουν τίποτα. Καμιά προσπάθεια δεν μπορεί να ευοδοθεί χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Καμιά συγκομιδή που έγινε χωρίς την ευλογία του Θεού δε φέρνει αποτέλεσμα. Κάθε ανθρώπινη σοφία που στρέφεται ενάντια στο Νόμο του Θεού, είναι αδύνατη να κάνει καλό από μόνη της ή να προσφέρει έστω κι ένα κόκκο σινάπεως. Ακόμα κι αν φαίνεται πως κάνει καλό για κάποιο διάστημα, δεν είναι η ανθρώπινη σοφία που το πραγματοποιεί, αλλά το έλεος του Θεού που, έστω για μια φορά, δεν εγκαταλείπει ακόμα και τον σκληρότερο από τους εχθρούς Του. Ο Θεός αγαπά τους ανθρώπους, δεν εκδικείται. Υπομένει τους ανθρώπους, περιμένει τη μετάνοιά τους. Θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. β’ 4).
Υποταγμένος από συνήθεια σ’ αυτόν τον κόσμο, ο άνθρωπος πιστεύει μερικές φορές πως μπορεί να κάνει σπουδαία πράγματα χωρίς τη βοήθεια του Θεού, ακόμα κι αντίθετα στον ίδιο και στο Νόμο Του. Νομίζει ο υποταγμένος άνθρωπος πως μπορεί να γίνει καλός ή πλούσιος ή σοφός ή διάσημος μόνο με τις δικές του προσπάθειες. Αυτή η υποταγή του όμως πολύ σύντομα είτε τον οδηγεί στην απόγνωση, δίνοντάς του έτσι τη σοφία για να επιστρέψει με επίγνωση στο Θεό, είτε τον απομακρύνει, κυριευμένο από την αφόρητη αγωνία του κόσμου, ωσότου χάσει εντελώς την ανθρώπινη αξία του ή παραδοθεί κυριολεκτικά σα σκιά στα χέρια των αόρατων πονηρών δυνάμεων.
Εκείνος, αντίθετα, που πιστεύει πως ο κόσμος αυτός είναι ένα από τα θαύματα του Θεού, όπως κι ο ίδιος, ερευνά πάντα τους τρόπους της θείας πρόνοιας, παρατηρώντας με δέος την άπειρη σειρά των θαυμάτων. Τέτοιος άνθρωπος μπορεί να μιλήσει όπως ο απόστολος Παύλος: «Εγώ εφύτευσα, Απολλώ επότισεν, αλλ’ ο Θεός ηύξανεν· ώστε ούτε ο φυτεύων εστί τι ούτε ο ποτίζων, αλλ’ ο αυξάνων Θεός» (Α’ Κορ. γ’ 6-7). Κάποια ανάλογη σκέψη εκφράζεται με μια παροιμία που υπάρχει σε πολλούς λαούς: «Ο άνθρωπος προτείνει, μα ο Θεός ρυθμίζει».
Ο άνθρωπος προτείνει σχέδια, ο Θεός τ’ αποδέχεται ή τ’ απορρίπτει. Ο άνθρωπος κάνει σκέψεις, λέει λόγια και πράττει έργα· ο Θεός είτε τα υιοθετεί είτε όχι. Τί υιοθετεί ο Θεός; Αυτά που είναι δικά Του, που προέρχονται από Εκείνον. Ό,τι δεν είναι δικό Του, δεν προέρχεται από Εκείνον, το απορρίπτει. «Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες» (Ψαλμ. ρκστ’ 1). Όταν οι «οικοδομούντες» οικοδομούν στο όνομα του Θεού, θα φτιάξουν παλάτι, ακόμα κι αν τα χέρια τους είναι αδύνατα και τα υλικά τους φτωχά. Αν όμως οι οικοδομούντες χτίζουν στο δικό τους όνομα, αδιαφορώντας για το Θεό, το έργο των χεριών τους θα πέσει, όπως έγινε με τον πύργο της Βαβέλ.
Ο Πύργος της Βαβέλ δεν είναι το μοναδικό κτίσμα στην ιστορία που κατέπεσε. Υπήρχαν και πάρα πολλοί άλλοι πύργοι, που οικοδομήθηκαν από εγκόσμιους κυβερνήτες, στην επιθυμία τους να μαζέψουν όλα τα έθνη κάτω από μια οροφή – τη δική τους – και κάτω από ένα χέρι – το δικό τους. Πολλοί πύργοι πλούτου, δόξας και μεγαλείου που οικοδόμησαν ιδιώτες, με την επιθυμία να κυβερνήσουν τα πλάσματα του Θεού, το λαό του Θεού, να γίνουν δηλαδή μικροί θεοί, σκορπίστηκαν κι έγιναν καπνός. Οι πύργοι που έχτισαν όμως οι απόστολοι κι οι άγιοι, καθώς κι άλλοι θεάρεστοι άνθρωποι, δεν σκορπίστηκαν. Πολλές βασιλείες που δημιούργησε η ματαιότητα των ανθρώπων, έπεσαν και διαλύθηκαν σαν σκιά. Η αποστολική Εκκλησία όμως ζει ως σήμερα και θα στέκεται όρθια πάνω στους τάφους πολλών από τις σημερινές βασιλείες. Τα παλάτια του Ρωμαίου Καίσαρα, που πολέμησε την Εκκλησία, έγιναν στάχτη. Τα χριστιανικά σπήλαια κι οι κατακόμβες όμως παραμένουν μέχρι σήμερα. Εκατοντάδες βασιλιάδες κι αυτοκράτορες κυριάρχησαν στη Συρία, στην Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Τα μόνα που έχουν απομείνει από τα μαρμάρινα παλάτια τους είναι μερικές μαρμαρένιες πλάκες σε μουσεία. Τα μοναστήρια και τα ησυχαστήρια όμως που έχτισαν την ίδια εποχή άνθρωποι της προσευχής και ερημίτες μέσα σε χαράδρες και σε αμμουδερές ερήμους, στέκονται όρθια μέχρι σήμερα κι αναδίδουν την ευωδία των προσευχών και του θυμιάματος που ανεβαίνει στο Θεό εδώ και δεκαέξι ή δεκαεπτά αιώνες. Δεν υπάρχει δύναμη ικανή να κατεδαφίσει το έργο του Θεού. Τα ειδωλολατρικά παλάτια κι οι πόλεις καταστρέφονται, τα παραπήγματα του Θεού όμως παραμένουν όρθια. Αυτό που κρατά το δάχτυλο του Θεού στέκεται πιο σταθερά από εκείνο που κρατά ο Άτλας στους ώμους του.
***
«Όπως μη καυχήσηται πάσα σαρξ ενώπιον του Θεού» (Α’ Κορ. α’ 29). Η σάρκα είναι όπως το χορτάρι, που περιμένει να ολοκληρωθούν οι μέρες του κι έπειτα να ξεραθεί, να γίνει στάχτη. Είθε ο παντοδύναμος Κύριος να μας φυλάξει όλους από τη σκέψη πως είναι δυνατό να κάνουμε κάτι καλό χωρίς τη βοήθεια και την ευλογία Του. Είθε η σημερινή περικοπή του ευαγγελίου να λειτουργήσει σαν μια προειδοποίηση πως τέτοιες μάταιες σκέψεις δεν πρέπει ποτέ να γεννηθούν μέσα μας. Το σημερινό ευαγγέλιο μας διδάσκει πως οι προσπάθειες των ανθρώπων είναι μάταιες, αν ο Θεός δεν βοηθήσει. Οι απόστολοι του Χριστού ψάρευαν, μα δεν έπιαναν τίποτα. Όταν ο Χριστός όμως τους είπε να ξαναρίξουν τα δίχτυα στη θάλασσα, έπιαναν τόσα ψάρια, ώστε τα δίχτυα δεν άντεχαν το βάρος τους και σκίζονταν. Ας παρακολουθήσουμε τη διήγηση:
«Εγένετο δε εν τω τον όχλον επικείσθαι αυτώ του ακούειν τον λόγον του Θεού και αυτός ην εστώς παρά την λίμνην Γεννησαρέτ. και είδε δύο πλοία εστώτα παρά την λίμνην οι δε αλιείς αποβάντες απ’ αυτών απέπλυναν τα δίκτυα, εμβάς δε εις εν των πλοίων, ο ην του Σίμωνος, ηρώτησεν αυτόν από της γης επαναγαγείν ολίγον· και καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους» (Λουκ. ε’ 1-3). Αυτό ήταν ένα από τα περιστατικά που γίνονταν όταν συνάζονταν μεγάλα πλήθη για ν’ ακούσουν το λόγο του Θεού από τα χείλη του Χριστού. Για να τον βλέπουν και να τον ακούν όλοι, δε θα μπορούσε να διαλέξει καλλίτερο τόπο από μια βάρκα. Στην παραλία υπήρχαν δύο πλοιάρια κι οι ψαράδες ασχολούνταν με το πλύσιμο των διχτυών. Τα πλοιάρια αυτά ήταν κλασσικά μικρά ψαροκάικα, σαν κι αυτά που χρησιμοποιούνται και σήμερα στη λίμνη Γεννησαρέτ. Το πλοιάριο όπου μπήκε ο Κύριος ανήκε στο Σίμωνα, τον μετέπειτα απόστολο Πέτρο. Ο Κύριος ζήτησε από το Σίμωνα ν’ απομακρύνει λίγο το πλοιάριο από την αμμουδιά κι έπειτα κάθισε εκεί κι άρχισε να διδάσκει τα πλήθη.
«Ως δε επαύσατο λαλών, είπε προς τον Σίμωνα· επανάγαγε εις το βάθος και χαλάσατε τα δίκτυα υμών εις άγραν» (Λουκ. ε’ 4). Την ώρα που έμπαινε στο πλοιάριο ο Κύριος στόχευε σε πολλούς στόχους. Πρώτο, του ήταν πιο εύκολο να διδάσκει τους ανθρώπους από το πλοιάριο, να τους βοηθήσει και να θρέψει τις ψυχές τους με τη γλυκιά διδαχή Του. Δεύτερο, ήξερε πως οι ψαράδες ήταν στενοχωρημένοι κι απογοητευμένοι επειδή όλη τη νύχτα είχαν κοπιάσει και δεν έπιασαν ούτε ένα ψάρι. Έτσι ήθελε να τους παρηγορήσει με μια καλή ψαριά, να ικανοποιήσει τις σωματικές κι άλλες ανάγκες τους, γιατί ο Θεός φροντίζει και για το σώμα μας, όπως και για την ψυχή μας, είναι «ο διδούς τροφήν πάση σαρκί» (Ψαλμ. ρλε’ 25). Τρίτο, ο Κύριος ήθελε να ικανοποιήσει τις ψυχές των εκλεκτών Του, ενισχύοντας την πίστη τους σ’ Εκείνον, στην παντοδυναμία Του και στην απεριόριστη ευσπλαχνία Του. Τελευταίο, μα σπουδαιότερο, ο Κύριος ήθελε να κάνει ξεκάθαρο στους μαθητές Του, και μέσω αυτών σ’ όλους εμάς, πως μαζί μ’ Εκείνον και μέσω Εκείνου, όλα είναι δυνατά· πως όλοι οι κόποι των ανθρώπων χωρίς τη βοήθειά Του είναι τόσο μάταιοι, όσο άδεια ήταν και τα δίχτυα των ψαράδων που κόπιασαν όλη νύχτα και δεν έπιασαν ούτε ένα ψάρι. Ο Κύριος πέτυχε το πρώτο στόχο Του και τώρα προχωρούσε στο δεύτερο. Είπε λοιπόν στο Σίμωνα να πάει στα βαθιά και να ξαναρίξει τα δίχτυα.
«Και αποκριθείς ο Σίμων είπεν αυτώ· επιστάτα, δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν ελάβομεν· επί δε τω ρήματί σου χαλάσω το δίκτυον. και τούτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλήθος ιχθύων πολύ· διερρήγνυτο δε το δίκτυον αυτών. και κατένευσαν τοις μετόχοις τοις εν τω ετέρω πλοίω του ελθόντας συλλαβέσθαι αυτοίς· και ήλθον και έπλησαν αμφότερα τα πλοία, ώστε βυθίζεσθαι αυτά» (Λουκ. ε 5-7). Ο Σίμων δεν ήξερε ακόμα ποιός ήταν ο Χριστός. Τον ονόμασε «επιστάτη», δηλαδή «κύριο», του έδειξε σεβασμό δηλαδή, όπως έκαναν και πολλοί άλλοι. Βρισκόταν μακριά όμως από του να πιστέψει το Χριστό ως Υιό του Θεού και Κύριο. Στην αρχή παραπονέθηκε πως είχαν κοπιάσει όλη νύχτα και δεν έπιασαν ούτε ένα ψάρι, επειδή σεβόταν το Χριστό όμως ως καλό και σοφό δάσκαλο, ήθελε να τον υπακούσει και να ξαναρίξει τα δίχτυα.
Ο Θεός δεν ανταμείβει ποτέ τους κόπους των ανθρώπων τόσο πολύ, όσο ανταμείβει μια υπάκουη καρδιά. Η ολοπρόθυμη υπακοή του Πέτρου αποδείχτηκε πολύ μεγάλη, από το γεγονός ότι...