Γύρισε, κοίταξε τους μαθητές του στά μάτια ἕναν-ἕναν.
Τούς κοίταξε μέ τά μεγάλα γαλανά μάτια του, χλωμός, βουβός, πικραμένος.
– Αὐτά ὅλα τά ὁποῖα ἐκάματε, ἄρχισε σιγά-σιγά νά λέει, μέ λυποῦν βαθύτατα. Μέ ἀναγκάζουν νά τιμωρήσω τόν ἑαυτό μου.
– Τόν ἑαυτό σας, κύριε σχολάρχα; ἔκανε καταγεμᾶτος ἀπορία ὁ παιδονόμος.
– Μάλιστα.
– Μέ λυποῦν, παιδιά μου, μέ λυποῦν… σεῖς, αὐριανοί ἱερεῖς τοῦ ᾽Υψίστου! Πηγαίνετε, παρακαλῶ, καί εἴθε ὁ Κύριος νά ἀποστείλει ἔλεος καί φωτισμόν… εἴθε νά σᾶς συγχωρήσει.
᾽Απόμειναν ἄναυδοι. ᾽Απόμειναν νά τόν κοιτάζουν. Τά μάτια του μέσα στήν σοβαρότητα καί τήν συντριβή τους τόξευαν κάτι τό ἀνομολόγητο, κάτι τό μεγαλειῶδες.
– Πηγαίνετε… ξανάκουσαν τήν φωνή του. Καί παρακαλῶ μέχρι τῆς μεσημβρίας νά ἔχετε πλήρως συμφιλιωθεῖ. Διότι ἄλλως θά συνεχίσω τήν τιμωρίαν.
Τά πόδια κινήθηκαν, τά παπούτσια σύρθηκαν στό πάτωμα. Βγῆκαν ἀπό τό γραφεῖο ἕνας-ἕνας σκυφτοί, κατακίτρινοι, συνεπαρμένοι ἀπό φόβο καί δέος.
Τό μεσημέρι καί οἱ τέσσερις δέν φάνηκαν στήν τράπεζα, δέν ἔβαλαν μπουκιά στό στόμα. Κλείστηκαν στίς κάμαρές τους κι ἔκλαψαν. ῎Εκλαψαν ὅσο ποτέ στήν ζωή τους᾽.
(᾽Από τό βιβλίο τοῦ Σ. Χονδρόπουλου, ῾Ο ἅγιος τοῦ αἰώνα μας, σσ. 146-148).
http://amfoterodexios.blogspot.com/