…Λέγουν μερικές ὁμάδες, πού κάνουν διαλογισμό χρησιμοποιώντας σάν «μάντρα» τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ὅτι και αὐτοί προσευχή στόν Χριστό κάνουν, ὅπως καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι.
Ἡ διαφορά εἶναι μεγάλη! Ὁ διαλογιζόμενος κι ὅταν ἀκόμη λέει τήν εὐχή δέν προσεύχεται στόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό! Προσεύχεται εἴτε σέ μία ἀπρόσωπη συμπαντική ἤ ὑπερβατική δύναμη, εἴτε στόν γκουρού του εἴτε στόν ἑαυτό του εἴτε καί στά τρία μαζί!
Ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλη διαφορά. Στό διαλογισμό λείπει ἡ ταπείνωση τοῦ Τελώνη. Ὑπάρχει ἡ ἔπαρση τοῦ Φαρισαίου. Στόν 50 Ψαλμό διαβάζουμε ὅτι «καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουθενώσει». Συνεπῶς τήν καρδιά, πού εἶναι γεμάτη ὑπερηφάνεια καί ἐγωϊσμό τήν ἐξουθενώνει, δηλαδή τήν ἀποστρέφεται καί τήν περιφρονεῖ ὁ Κύριος. Πράγματι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἐνῶ κατέκρινε τόν Φαρισαῖο, ἐπαίνεσε ἰδιαίτερα τόν γεμάτο ἐνοχές, ἀλλά μετανοιωμένο Τελώνη τῆς παραβολῆς.
Ὁ Χριστός θέλει νά ὑπάρχει ταυτότητα λόγων καί ἔργων. Ἄλλωστε καί νοερά προσευχή αὐτό ἀκριβῶς εἶναι: «νά στέκεσαι μπροστά στόν Θεό, προσευχόμενος μέ τόν νοῦ μέσα στήν καρδιά. Ἐπίσης νά ασκεῖσαι διαρκῶς στή συνεχή κατά τό δυνατόν κοινωνία μέ τόν Θεό, μακριά ἀπό ὀποιοδήποτε σχῆμα, μακριά ἀπό κάθε λογισμό, μακριά ἀπό κάθε ὁρατή (αἰσθητή) κίνηση καί σκέψη» (Νοερά ἄθληση, κεφ. 33).
Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μᾶς δίνει τήν πιό κάτω κρίση του γιά τήν προσευχή: «Ἡ ἀδιάλλειπτη προσευχή βρίσκεται στήν ἀδιάκοπη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Εἴτε κουβεντιάζει κανείς εἴτε κάθεται, εἴτε περπατᾶ εἴτε κατασκευάζει κάτι, εἴτε τρώει εἴτε εἶναι ἀπασχολημένος μέ κάποιον ἄλλον τρόπο, πρέπει παντοῦ καί πάντοτε νά ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τῆς Γραφῆς: “Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε” (Α’ Θεσ. ε’ 17). Πρέπει νά ἔχουμε ἐπίγνωση ὅτι ὁ Χριστός εἶναι μπροστά μας, κατά τό «προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός» (Πράξ. β’ 25). Ὁ Χριστός εἶπε: “Στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δέν θά εἰσέλθει κάθέ ἕνας πού λέει Κύριε Κύριε, ἀλλά ἐκεῖνος πού κάνει τό θέλημα τοῦ Πατέρα μου πού εἶναι στούς οὐρανούς” (Ματθ. ζ’ 21)».
Οἱ διαλογιζόμενοι ὅμως πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἀγαποῦν τόν γκουρού τους καί τόν ἑαυτό τους. Σέ ἐπιβεβαίωση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, σᾶς παραθέτω, σάν παράδειγμα, πού ἀφορᾶ λίγο πολύ ὅλες τίς ὁμάδες, μερικούς ἀπό τούς ὕμνους πoύ ἀπηύθυναν οἱ ὀπαδοί τοῦ Σάϊ Μπάμπα, στόν γκουρού τους:
«Ὤ Κύριε Σάϊ, φίλε τῶν ἀβοήθητων, συγχώρεσε τίς ἁμαρτίες μας. Ὤ Γκουρού, ἐνσάρκωση τῆς Ἁγίας Τριάδος, Σωτήρα τῶν ἀδυνάτων ὑμνῶ τό ὄνομά Σου. Ὤ, Σάϊ Κύριε τοῦ Σύμπαντος…Ὤ Σάϊ, Κύριε ὅλης τῆς δημιουργίας».
Ἑπομένως, ὅταν κάνουν διαλογισμό οἱ ὀπαδοί τῶν ὁμάδων καί λένε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», μόνο στόν Χριστό δέν προσεύχονται. Στό νοῦ τους καί στήν καρδιά τους, ἔχουν ἄλλο θεό, τόν γκουρού τους καί...
τήν αὐτοῦ μεγαλειότητα τόν ἑαυτό τους.
Ὁ ὀπαδός τῆς ὁμάδας πού διαλογίζεται εἴτε μέ τή βοήθεια τοῦ μάντρα, εἴτε διαφορετικά, χρησιμοποιώντας τή νόηση και ὄχι καρδιά, ἀδρανοποιεῖ τίς αἰσθήσεις καί ἐπιτυγχάνει βαθμιαίως τήν ἀφαίρεση, τήν ἀδράνεια. Ἀργότερα μέ τόν καιρό, ἡ νοητική ἀδράνεια γίνεται κατάσταση, δεύτερη φύση του.
Αὐτό πού λέμε ἐμεῖς καρδιά, μέ τήν πνευματική ἔννοια (κατά τόν Π. Τρεμπέλα, τήν ἕδρα τοῦ συναισθήματος), ὁ διαλογιζόμενος δέν τό γνωρίζει, τό ἀγνοεῖ. Τό ἄτομο ὅταν διαλογίζεται μένει παγωμένο καί ἀδιάφορο σάν ἄγαλμα τοῦ Βούδα, ἡ καρδιά δέν συμμετέχει. Ἡ πορεία του, ἄν δέν ἀνακάμψει εἶναι πορεία καθόδου πρός τόν Ἅδη, χωρίς ἐλπίδα γιά Ἀνάσταση.
Ἀντίθετα, στόν ὀρθόδοξο χριστιανό, πού προσεύχεται νοερά, νοῦς καί καρδιά, συμψάλλουν τήν εὐχή καί συνευφραίνονται. Ὁ χριστιανός, μέ φρόνημα πένθιμο καί παρακλητικό, συνομιλεῖ μέ τόν «ἀγαπημένο». Προσφέρει στόν Χριστό δάκρυα συγνώμης καί δέχεται ἀπό Αὐτόν παραμυθία, τή χάρη τῆς λύτρωσης καί τήν ὑπόσχεση γιά ἀνάσταση.
Ὁ διαλογιζόμενος δίνει σημασία στίς στάσεις τοῦ σώματος. Ὁ χριστιανός καί ἰδιαίτερα ὁ Ὀρθόδοξος, πού δέν διαλογίζεται, ἀλλά προσεύχεται, συμβαίνει νά ἔχει καί αὐτός νά προβάλλει τίς δικές του «στάσεις». Προβάλλει τή στάση τοῦ ἀσώτου: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν και ἐνώπιόν σου, καί οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου» (Λουκ. ιε’ 21-22). Προβάλλει τή στάση τοῦ Τελώνου: «καί ὁ τελώνης μακρόθεν ἐστώς οὐκ ἤθελεν οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ᾽ ἔτυπτεν εἰς τό στῆθος αὐτοῦ λέγων˙ ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. ιη’ 13). Προβάλλει τή στάση τοῦ Ζακχαίου: «καί προσδραμών ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπί συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν». (Λουκ. ιθ’ 4). Προβάλλει τή στάση τῆς αἱμορροούσης γυνῆς: «ἔλεγε γάρ ἐν ἑαυτῇ, ἐάν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι» (Ματθ. θ’ 21). Προβάλλει τή στάση τοῦ εὐγνώμονα ληστή ἐπάνω στόν σταυρό: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ’ 42). Προβάλλει τή στάση τῆς ἁμαρτωλῆς γυναικός, πού κατάβρεχε τά πόδια τοῦ Ἱησοῦ μέ τά δάκρυά της καί ἡ ὁποία «στᾶσα ὀπίσω παρά τούς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τούς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καί ταῖς θριξί τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασε, καί κατεφίλει τούς πόδας αὐτοῦ καί ἤλειφε τῷ μύρῳ» (Λουκ. ζ’ 38).
Αὐτές εἶναι οἱ «στάσεις» τῶν Ὀρθοδόξων. Δέν ἔχουμε ὅμως μόνον στάσεις ἔχουμε καί πορεία. Ναί, ἔχουμε μία σταυροαναστάσιμη βιωματική πορεία. Μᾶς σταυρώνουν καθημερινά τά πάθη μας καί οἱ ἐπιθυμίες μας καί μᾶς ἀνασταίνει πάντοτε τό ἔλεος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Ἐκεῖνοι ἔχουν νά ἐπιδείξουν Ἰμαλάϊα. Ἐμεῖς Γολγοθᾶ. Ἐκεῖνοι ἔχουν νά δείξουν ἕνα ψυχρό καί ἄψυχο Βούδα, πού δέν μπορεῖ οὔτε τόν ἑαυτό του νά σώσει. Ἐμεῖς ἔναν ἀνεπανάληπτο Σωτήρα Χριστό, σταυρωμένο γιά τίς δικές μας ἁμαρτίες, ἀλλά καί ἀναστημένο καί ἀναληφθέντα στούς οὐρανούς.
Ἄς εὐχηθοῦμε ὁ Χριστός μας νά μᾶς ἐλεήσει ὅλους καί νά βοηθήσει τούς πλανεμένους ἀδελφούς μας νά ἐπιστρέψουν σύντομα κοντά Του, γιατί αὐτός εἶναι «ἡ ὁδός, καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή».
*Απόσπασμα από το κείμενο
(Περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ 95, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΡΤΙΟΣ 2019, Ενημερωτικό Περιοδικό Διορθοδόξου Συνδέσμου Πρωτοβουλιών Γονέων. Για να γίνετε συνδρομητές στο Περιοδικό “ΔΙΑΛΟΓΟΣ” παρακαλούμε καλέστε στο 2106396665)
Πηγή ψηφ. κειμένου: impantokratoros.gr