(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
– Γέροντα, μερικοί θεωρούν φαρισαϊσμό το να πηγαίνη κανείς στην Εκκλησία και να υστερή στην αγάπη και την θυσία.
– Ε, που το ξέρουν; Είναι σίγουροι γι ̓ αυτό;
– Έτσι κρίνουν.
– Ο Χριστός τι είπε; «Να κρίνετε»; Ο άλλος μπορεί να μη δίνη στον τσιγγάνο, γιατί έχει υπ ̓ όψιν του έναν άρρωστο που έχει μεγάλη ανάγκη και θα βοηθήση εκείνον. Τον τσιγγάνο κάποιος περαστικός θα βρεθή να του δώση κάτι, ενώ εκείνον δεν θα του δώση κανένας. Πώς βγάζουν συμπεράσματα, χωρίς να ξέρουν; Φαρισαϊσμός είναι, όταν κάποιος κάνη την καλωσύνη φανερά, για να τον επαινέσουν.
Θυμάμαι, όταν ήμουν το 1957 στο Ιδιόρρυθμο*, έδιναν για κάθε διακόνημα, ανάλογα με το πόσο δύσκολο ήταν, μια ευλογία. Επειδή τότε υπήρχε στα μοναστήρια λειψανδρία, ήταν μερικοί Πατέρες που είχαν δυνάμεις και αναλάμβαναν πολλά διακονήματα και έπαιρναν περισσότερες ευλογίες, αλλά τις έδιναν [τις μοίραζαν σε ελεημοσύνες].
Ήταν ένας μοναχός που τον έλεγαν «σπάγκο», γιατί δεν έδινε. Όταν πέθανε αυτός ο μοναχός, μαζεύτηκαν...
στην κηδεία του ταλαίπωροι άνθρωποι από εδώ από την Χαλκιδική, από την Μεγάλη Παναγία, από το Παλαιοχώρι, το Νεοχώρι, και τον έκλαιγαν.Αυτοί είχαν βόδια και κουβαλούσαν την ξυλεία, τους γρεντέδες, γιατί τότε η μεταφορά γινόταν με τα βόδια – μη βλέπης τώρα που γίνεται με αυτοκίνητα, με τριαξονικά! Τι έκανε αυτός ο καημένος; Μάζευε-μάζευε τα χρήματα που του έδιναν για τα διακονήματα που έκανε και, όταν έβλεπε έναν οικογενειάρχη που είχε μόνον ένα βόδι ή ψοφούσε το βόδι του, του αγόραζε ένα βόδι.
Και τότε το να αγοράσης ένα βόδι ήταν μεγάλο πράγμα· στοίχιζε πέντε χιλιάδες δραχμές, αλλά τα χρήματα ήταν γερά.
Οι άλλοι Πατέρες έδιναν πέντε δραχμές στον έναν φτωχό, δέκα στον άλλον, κανένα εικοσάρικο στον άλλον, έκαναν δηλαδή τέτοιες καλωσύνες και φαίνονταν. Εκείνος καθόλου δεν φαινόταν, γιατί δεν έδινε όπως έδιναν οι άλλοι, αλλά τα μάζευε και βοηθούσε με αυτόν τον τρόπο.
Έτσι όλοι τον έλεγαν «σπάγκο, σπάγκο» και πήρε το όνομα «σπάγκος», σπαγκοραμμένος δηλαδή!
Και τελικά, όταν πέθανε, μαζεύτηκαν οι καημένοι και έκλαιγαν. «Με έσωσε!», έλεγε ο ένας, «με έσωσε!», έλεγε ο άλλος.
Γιατί τότε, άμα είχε ένα βόδι κανείς, μετέφερε την ξυλεία και έτρεφε την οικογένειά του. Τα
έχασαν οι Πατέρες!
Γι ̓ αυτό λέω, πού ξέρεις τι κάνει ο άλλος;
* Μονή, όπου οι μοναχοί συμβιώνουν χωρίς κοινό ηγούμενο και ακολουθούν προσωπικό πρόγραμμα πνευματικής ζωής και διατροφής.
Από το βιβλίο του Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου (νυν οσίου Παϊσίου), «Πνευματική αφύπνιση», λόγοι β’, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης.