Πατὴρ Ἀρσένιος....Λόγια Σοφίας..!!





«Κάθε ἄνθρωπος, φεύγοντας ἀπὸ τὴ ζωή, πρέπει κάτι νὰ ἀφήσει πίσω του: Τὸ σπίτι ποὺ ἔχτισε, τὸ δέντρο ποὺ φύτεψε, τὸ βιβλίο ποὺ ἔγραψε... Καὶ αὐτὰ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὸ συνάνθρωπό του. Ἀκόμα καὶ μετὰ τὸ θάνατό σου, θὰ ἐξακολουθήσει νὰ ὑπάρχει κάτι ἀπὸ σένα σ᾿ ὅλα ὅσα ἄγγιξαν τὰ χέρια σου. Οἱ ἄθρωποι θὰ σὲ θυμοῦνται, ὅταν θὰ βλέπουν μὲ χαρὰ αὐτὰ ποὺ τοὺς ἄφησες καὶ θὰ δοξάζουν τὸν Κύριο. Δὲν ἔχει σημασία τὸ τί ἔκανες, φτάνει νὰ τὸ ἔκανες στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο...».

«Ἡ πιὸ σπουδαία, ἡ πιὸ μεγάλη, ἡ πιὸ θεάρεστη ἀρετὴ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ν᾿ ἀγαπᾷς τοὺς ἀδελφούς σου, ποὺ εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, νὰ τοὺς βοηθᾷς στὴν ἀνάγκη τους, νὰ τοὺς συμπαραστέκεσαι στὸν πόνο τους, νὰ προσεύχεσαι γιὰ τὴ σωτηρία τους...».

«Κάθε ἄνθρωπος ποὺ σὲ πλησιάζει μὲ ἀγαθὴ προαίρεση καὶ ἐμπιστοσύνη, καθὼς εἶναι εἰκόνα ζωντανή του Θεοῦ, σοῦ μεταδίδει φῶς καὶ χαρά. Μπορεῖ νὰ σοῦ φορτώνει τὰ βάσανα καὶ τοὺς καημούς του, ἀλλὰ ἐσὺ διακρίνεις πίσω ἀπ᾿ ὅλα τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Ἂν μάλιστα τὸν βοηθήσεις, μὲ τὴ χάρη τοῦ Πανάγαθου, νὰ ξεπεράσει τὰ ὅποια προβλήματά του, τότε ἡ εὐφροσύνη σου εἶναι ἀπερίγραπτη. Ἀνάμεσα στὰ πνευματικά μου παιδιὰ ὑπάρχουν μερικοί, ποὺ κυριολεκτικὰ μὲ ἀνακαινίζουν ὅποτε ἐπικοινωνῶ μαζί τους. Αὐτοὶ εἶναι γιὰ μένα τὸ πιὸ λαμπρὸ φῶς, ἡ πιὸ μεγάλη χαρά!».

«Κάθε ἄνθρωπος ἔχει, θὰ λέγαμε, διαφορετικὴ δύναμη πίστεως. Γιατὶ ἡ πίστη δίνεται ἀπὸ τὸν Κύριο ἀνάλογα μὲ τὴν προαίρεση, τὶς ἐσωτερικὲς δυνάμεις, τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα ἀλλὰ καὶ τὶς εὐκαιρίες ποὺ εἶχε ὁ καθένας στὴ ζωή του. Ἔτσι λ.χ. σ᾿ ἕνα ἱερέα, σ᾿ ἕνα μοναχό, σ᾿ ἕνα θεολόγο, σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο, τέλος πάντων, ποὺ μπόρεσε καὶ νὰ μελετήσει τὰ ἱερὰ βιβλία καὶ νὰ διδαχθεῖ ἀπὸ φωτισμένους γεροντάδες ἢ δάσκαλους, δόθηκαν πολλά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ θὰ τοῦ ζητηθοῦν πολλὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Θὰ τοῦ ζητηθεῖ θερμὴ πίστη, θὰ τοῦ ζητηθοῦν καὶ οἱ ἀνάλογοι καρποὶ τῆς πίστεως. Ἐνῷ σὲ ἄλλους... Νά, πᾶρτε γιὰ παράδειγμα τὸν Παῦλο (ἀστυν. στὰ χρόνια τῶν διωγμῶν στὴ Ρωσσία ποὺ πίστεψε στὸ Θεό) καὶ τὴ Ζίνα. Σ᾿ αὐτοὺς τί δόθηκε; Σχεδὸν τίποτα. Στὴν ψυχὴ τοὺς ὅμως ὑπῆρχε μία θεϊκὴ σπίθα. Καὶ αὐτὴ τὴ σπίθα τὴ διατήρησε ἡ μητέρα τοῦ Παύλου, ὥσπου οἱ περιστάσεις ἐπέτρεψαν νὰ φουντώσει, νὰ γίνει φωτιὰ μεγάλη καὶ ἄσβεστη. Μὰ καὶ τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσαν μέσα στὴν ἄγνοια, μέσα στὴν ἄγνοια, μέσα στὸ σκοτάδι τῆς ἀπιστίας, πόσα καλὰ κάνανε! Πόσους ἀνθρώπους βοήθησαν. Γιατί; Γιατὶ εἶναι ψυχὲς ἄδολες. Γιατὶ ἔχουν καρδιὲς καθαρές, προαίρεση ἀγαθή. Καὶ δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου ποὺ συναντῶ τέτοιους ἀνθρώπους...».