Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας κύριος που ζούσε σύμφωνα με αυτό που ήταν: ένας άνθρωπος απλός και συνηθισμένος.
Μια ωραία πρωία, μυστηριωδώς, παρατήρησε ότι ο κόσμος άρχιζε να τον κολακεύει λέγοντάς του πόσο ψηλός ήταν:
“Τι ψηλός που είσα!”
“Πόσο έχεις μεγαλώσει!”
“Ζηλεύω το ύψος σου…”
Στην αρχή αυτό τον εξέπληξε, οπότε, για μερικές μέρες, πρόσεξε ότι κοίταζε λοξά τον εαυτό του περνώντας από τις βιτρίνες των μαγαζιών και τους καθρέπτες των λεωφορείων.
Αλλά έβλεπε τον εαυτό του ίδιο – ούτε ψηλό ούτε πολύ κοντό….
Προσπάθησε να μη δώσει σημασία, αλλά όταν μερικές εβδομάδες αργότερα άρχισε να παρατηρεί ότι τρεις στους τέσσερις ανθρώπους τον κοίταζαν από χαμηλά, άρχισε να ενδιαφέρεται για το φαινόμενο.
Οι άλλοι συνέχιζαν να τον θαυμάζουν:
“Τι ψηλός που είσα!”
“Πόσο έχεις μεγαλώσει!”
“Ζηλεύω το ύψος σου…”
Ο άντρας άρχισε να περνά πολλές ώρες μπροστά στον καθρέφτη κοιτάζοντας τον εαυτό του. Προσπαθούσε να επιβεβαιώσει αν πραγματικά ήταν πιο ψηλός από πριν.
Δεν υπήρχε τρόπος: αυτός έβλεπε τον εαυτό του φυσιολογικό: ούτε πολύ ψηλό ούτε πολύ κοντό.
Καθώς αυτό δεν τον ικανοποιούσε, αποφάσισε να σημειώσει το πιο ψηλό σημείο του κεφαλιού του με μια κιμωλία στον τοίχο (έτσι ώστε να έχει ένα αξιόπιστο σημείο αναφοράς σχετικά με την εξέλιξή του).
Ο κόσμος επέμενε να του λέει:
“Τι ψηλός που είσα!”
“Πόσο έχεις μεγαλώσει!”
“Ζηλεύω το ύψος σου…”
….και έγερναν για να τον κοιτάξουν από χαμηλά.
Πέρασαν οι μέρες.
Ο άνθρωπος έβαλε και πάλι σημάδι στον τοίχο με κιμωλία αρκετές φορές, αλλά το σημάδι βρισκόταν πάντα στο ίδιο ύψος.
Ο άνθρωπος άρχισε να πιστεύει πως τον κορόιδευαν. Έτσι, κάθε φορά που κάποιος του μιλούσε για ύψος, αυτός άλλαζε θέμα, τον προσέβαλλε, ή απλά έφευγε χωρίς να πει λέξη.
Δε βοήθησε σε τίποτα…Το πράγμα συνεχιζόταν:
“Τι ψηλός που είσα!”
“Πόσο έχεις μεγαλώσει!”
“Ζηλεύω το ύψος σου…”
Ο άνθρωπος ήταν ορθολογιστής και σκέφτηκε ότι όλα αυτά θα έπρεπε να έχουν μια εξήγηση.
Του έδειχναν τόσο θαυμασμό κι αυτό ήταν τόσο όμορφο, ώστε ο άντρας επιθύμησε να ήταν αλήθεια….
Και μια μέρα σκέφτηκε ότι, ίσως, τα μάτια του να τον ξεγελούσαν.
΄Ισως αυτός να είχε μεγαλώσει σαν γίγαντας και, από κάποιο ξόρκι ή μάγια, να ήταν ο μόνος που δεν μπορούσε να το δει…
“Αυτό είναι! Αυτό θα πρέπει να συμβαίνει!”
Έχοντας αυτήν την ιδέα στο μυαλό του, ο κύριος άρχισε να βιώνει, από εκείνη τη στιγμή, μια ένδοξη εποχή.
Απολάμβανε τα σχόλια και τα βλέμματα των άλλων:
“Τι ψηλός που είσα!”
“Πόσο έχεις μεγαλώσει!”
“Ζηλεύω το ύψος σου…”
Είχε σταματήσει να αισθάνεται αυτό το σύμπλεγμα του ψεύτη που τόσο τον ενοχλούσε.
Μια μέρα, συνέβη ένα θαύμα.
Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και, πραγματικά, του φάνηκε ότι είχε ψηλώσει.
Όλα άρχιζαν να ξεκαθαρίζουν. Τα μάγια είχαν λυθεί. Τώρα μπορούσε κι αυτός να δει τον εαυτό του πιο ψηλό.
Συνήθισε να περπατά πιο στητός.
Περπατούσε ρίχνοντας το κεφάλι προς τα πίσω.
Χρησιμοποιούσε ρούχα που του έδιναν τύπο και αγόρασε διάφορα ζευγάρια παπούτσια με ψηλή σόλα.
Ο άντρας άρχισε να κοιτά τους άλλους αφ’ υψηλού.
Τα μηνύματα που δεχόταν από τον περίγυρο ήταν όλο κατάπληξη και θαυμασμό:
“Τι ψηλός που είσα!”
“Πόσο έχεις μεγαλώσει!”
“Ζηλεύω το ύψος σου…”
Ο κύριος πέρασε από την ικανοποίηση στην ματαιοδοξία κι από αυτήν στην υπεροψία, χωρίς να μεσολαβήσει τίποτε άλλο.
Δεν έμπαινε πια σε συζητήσεις με όποιον του έλεγε ότι είναι ψηλός. Επικροτούσε το σχόλιο και εφεύρισκε κάποια συμβουλή για το πως να ψηλώσει κάποιος γρήγορα.
Έτσι πέρασε ο καιρός, μέχρι που μια μέρα….Συναντήθηκε με τον νάνο. Ο ματαιόδοξος κύριος έσπευσε να σταθεί δίπλα του, ενώ φανταζόταν με ανυπομονησία τα σχόλιά του. Αισθανόταν πιο ψηλός από ποτέ….
Αλλά, προς έκπληξή του, ο νάνος παρέμενε σιωπηλός.
Ο ματαιόδοξος κύριος έβηξε, αλλά ο νάνος δεν φάνηκε να δίνει σημασία. Κι αν και τεντώθηκε και ξανατεντώθηκε μέχρι να κοντεύει να του βγει ο λαιμός, ο νάνος παρέμεινε απαθής.
Όταν πια δεν κρατιόταν άλλο, του ψιθύρισε:
“Δεν σε εκπλήσσει το ύψος μου; Δεν σου φαίνομαι γιγαντιαίος;”
Ο νάνος τον κοίταξε από πάνω ως κάτω, τον ξανακοίταξε, και είπε με σκεπτικισμό:
“Κοιτάξτε: από το ύψος μου όλοι είναι γίγαντες, και η αλήθεια είναι ότι από εδώ κάτω εσείς δεν μου φαίνεστε πιο γίγαντας από τους υπόλοιπους.”
Ο ματαιόδοξος κύριος τον κοίταξε περιφρονητικά και, αντί άλλου σχολίου, του φώναξε:
“Νάνε!”
Γύρισε σπίτι του, έτρεξε στον μεγάλο καθρέφτη του σαλονιού και στάθηκε μπροστά του…
Δεν βρήκε τον εαυτό του τόσο ψηλό όσο του είχε φανεί το πρωί.
Στάθηκε δίπλα στα σημάδια στον τοίχο.
Σημείωσε με μια κιμωλία το ύψος του, και το σημάδι…ήταν πάνω σε όλα τα προηγούμενα!
Πήρε το μέτρο και, τρέμοντας, μετρήθηκε, επιβεβαιώνοντας αυτό που ήδη ήξερε:
Δεν είχε ψηλώσει ούτε ένα χιλιοστό….
Ποτέ του δεν είχε ψηλώσει ούτε ένα χιλιοστό….
Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, ξαναείδε τον εαυτό του σαν έναν άνθρωπο ίδιο με όλους τους άλλους.
Βίωσε και πάλι το ύψος του: ούτε ψηλός ούτε κοντός.
Τι θα έκανε όταν θα συναντιόταν με τους άλλους;
Τώρα, ήξερε ότι δεν ήταν πιο ψηλός από κανέναν.
Ο κύριος έκλαψε.
Χώθηκε στο κρεβάτι και πίστεψε πως δεν θα ξανάβγαινε ποτέ από το σπίτι.
Ντρεπόταν πολύ για το πραγματικό του ύψος.
Κοίταξε από το παράθυρο και είδε τους ανθρώπους της γειτονιάς του να περνούν μπροστά από το σπίτι του…
Όλοι του φαίνονταν τόσο ψηλοί!
Τρομαγμένος, έτρεξε ξανά μπροστά στον καθρέφτη του σαλονιού – αυτή τη φορά για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε κοντύνει.
Όχι. Το ύψος του ήταν το ίδιο όπως πάντα…
Και τότε κατάλαβε…
Ο καθένας βλέπει τους υπόλοιπους κοιτάζοντάς τους από ψηλά ή από χαμηλά.
Ο καθένας βλέπει τους ψηλούς και τους κοντούς ανάλογα με τη δική του θέση στον κόσμο.
Ανάλογα με τα όριά του,
ανάλογα με τις συνήθειές του,
ανάλογα με την επιθυμία του,
ανάλογα με την ανάγκη του….
Ο άντρας χαμογέλασε και βγήκε στο δρόμο.
Αισθανόταν τόσο ανάλαφρος, που σχεδόν πετούσε.
Ο κύριος συναντήθηκε με εκατοντάδες ανθρώπους που τον βρήκαν γίγαντα και με άλλους που αδιαφόρησαν, μα κανένας απ΄όλους αυτούς δεν κατάφερε να τον ταράξει.
Τώρα, ήξερε ότι ήταν ένας ακόμα σαν όλους τους άλλους…
Ένας ακόμα….
΄Οπως όλοι….
Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάϊ Ιστορίες Να Σκεφτείς