(Ματθ. Θ΄ 27-35)
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην αντιμετώπισε δυσκολίες στη
ζωή του, όσο ευχάριστη κι αν φαινόταν, στην αρχή τουλάχιστον, η πορεία της
ζωής.
Και υπάρχουν, αρκετές περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο
σταυρός της δοκιμασίας, φαίνεται αβάστακτος. Όμως, μέσα σ΄ αυτό τον πόνο και τη
συντριβή, κατά ένα θαυμαστό τρόπο, ο άνθρωπος που αρνείται ν' ανοίξει την πόρτα
της καρδιάς του στην φοβερή απογοήτευση, αισθάνεται στα βάθη της ψυχής του ένα φως και μια δύναμη
που του δίνει κουράγιο και τον κάνει να συνεχίζει να αγωνίζεται και να έρχεται
σε επαφή με Αυτόν που πραγματικά μπορεί να τον σώσει.
Αυτό ακριβώς βλέπουμε και στην περίπτωση των δύο τυφλών της
Ευαγγελικής μας περικοπής.
Κανένας δεν μπορούσε ή και ίσως να μην είχε διάθεση να τους
βοηθήσει. Όμως, αν και βυθισμένοι στο σκοτάδι, οι δύο αυτές ταλαίπωρες
υπάρξεις, δεν το έβαλαν κάτω.
Ακολουθούν τον Ιησού, που είναι το φως του κόσμου, και αφού
είχαν και την απαιτούμενη, βεβαίως, πίστη, τελικώς λαμβάνουν το ποθούμενο. “Και ανεώχθησαν αυτών οι οφθαλμοί”! (Ματθ. Θ΄30).
Αλήθεια, πόσες φορές...
κι εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε αισθανθεί
στη ζωή μας (κι αν δεν έχουμε ως τώρα, οπωσδήποτε θα έρθουν και αυτές οι πικρές
στιγμές ή ημέρες ή τα χρόνια...), ότι είμαστε μόνοι – μονότατοι, παρά τους
φίλους και τους πολλούς συγγενείς... Νιώθουμε μόνοι, όχι βεβαίως πάντοτε διότι
αρνούνται να μας προσφέρουν τη βοήθειά τους οι συνάνθρωποι,όχι, αλλά λόγω του
ότι οι δοκιμασίες είναι τέτοιας φύσεως, που οι άνθρωποι δεν μπορούν να δώσουν
λύσεις.
Πόνοι, πικρίες και στεναγμοί, μας κάνουν να βιώνουμε τον
Δαυϊτικό λόγο : “ Ότι επλήσθη κακών η ψυχή
μου και η ζωή μου τω άδη ήγγισε.” (Ψαλμ ΠΖ΄4) Και όσο θα μπορέσει κανείς να μετρήσει τα φύλλα των δένδρων μέσα στο
δάσος, άλλο τόσο θα κατορθώσει να απαριθμήσει τα βάσανα των τέκνων του Αδάμ...
Αρρώστιες σωματικές, αλλά και ασθένειες ψυχικές. Πόνοι του
σώματος, μα και περιπέτειες που συνθλίβουν την ψυχή μας. Και πώς αλήθεια να
ταξινομήσουμε τον πόνο; Πού να θέσεις την διαχωριστική γραμμή, μεταξύ της ύλης
και του πνεύματος, αφού όταν υποφέρει το σώμα, μαραζώνει και ψυχή, και όταν τραυματίζεται το πνεύμα
(ψυχή), εξασθενεί και η σάρκα;
Και θα είμαστε εκτός πραγματικότητας εάν δεν παραδεχθούμε
ότι πολλές φορές στον πόνο, η μόνη καταφυγή μας είναι τα δάκρυα. Αλλά
ταυτοχρόνως είναι και η ευεργετική αντιμετώπιση σε έκτακτες περιστάσεις. Είναι
η σιωπηλή παραδοχή στις άγνωστες βουλές του Υψίστου. Γίνονται διαμαρτυρία μας,
όταν χτυπιέται η αθωότητα και το δίκαιο ή όταν αντιμετωπίζουμε τη βάρβαρη
συμπεριφορά των συνανθρώπων μας. Να θυμηθούμε στο σημείο αυτό την Ιφιγένεια;
Πόσο όμορφα και αληθινά περιγράφει ο μεγάλος τραγικός Ευριπίδης, την ψυχική
αυτή ανάπαυση των δακρύων, στο έργο του “Ιφιγένεια εν Αυλίδι”! Όταν
πληροφορήθηκε η ηρωίδα την τραγική είδηση πως πρέπει να θυσιαστεί, στα δάκρυά
της προσέφυγε. Δική της τέχνη και δική της σοφία είναι τα δάκρυα. Αυτά τώρα θα
χρησιμοποιήσει. “Νυν δε, ταπ' εμού
σοφά, δάκρυα παρέξω. Ταύτα γαρ δυναίμεθ΄ αν...” Καταφύγιο λοιπόν τα
δάκρυα και όχι μόνο. Καταφύγιο αλλά και δύναμη που οδηγούν σταθερά στην υπακοή,
στο χρέος, στην θυσία, τέλος δε στην
παρέμβαση του Θεού που χαρίζει και την
πολυπόθητη νίκη! Και οπωσδήποτε, ένα
από τα χειρότερα που μπορεί να πάθει ο άνθρωπος, είναι το να αδυνατεί να
δακρύσει. Αλλοίμονο δε στον άνθρωπο που
έχει τόσο πολύ σκληρυνθεί και τα μάτια του, μα κυρίως η καρδιά του, μένουν
στεγνά στον πόνο των άλλων αλλά και στον δικό του.
Πόσο δίκαιο, πράγματι, είχε ένας Γέροντας όταν έλεγε: “Να φοβάσαι τον άνθρωπο που δεν μπορεί να χαμογελάσει, μα
κυρίως να δακρύσει”.
Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σ΄ αυτές τις περιπτώσεις
ανήκουν όσοι συνειδητά αρνούνται την ύπαρξη Του Θεού....Τραγικές όντως φιγούρες
που βολοδέρνουν μέσα στα μανιασμένα κύματα της κοινωνίας και της κάθε
εποχής. Άνθρωποι δίχως φωτισμένο νου,
δίχως ισορροπία στην ψυχή, άγευστοι της
καρδιακής ειρήνη. Θλιβερές ψυχές που ζουν μέσα στον ζόφο της σκληρότητας, χωρίς
να μπορεί ν΄ ανθίζει το χαμόγελο στα χείλη ή ν΄ αναβλύζει το διαμάντι στην άκρη
του ματιού...Αλήθεια, πώς αντέχουν οι υπάρξεις αυτές; Πώς ζουν χωρίς τις όμορφες
και αγνές συγκινήσεις; Πώς μένει στεγνός
μπροστά στα μεγαλεία του Θεού και στον ανθρώπινο πόνο “ο λύχνος του σώματός”
τους; (Ματθ. ΣΤ΄22 ). Τι να πει κανείς; Πράγματι, ο σαδισμός και κυρίως ο
μαζοχισμός, σε όλο τους το “μεγαλείο”!
Και ενώ οι μακράν του Θεού, με την θέλησή τους προγεύονται “τω πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις
αγγέλοις αυτού” (Ματθ. ΚΕ΄41). η
αποκορύφωση του πειρασμού για τον πιστό έρχεται όταν “ο εχθρός με λύσσα σκύβει μεσ' στ' αυτί κρυφά και με πονηριά
του λέει “πού 'ναι ο Θεός σου πια;””.
Όντως, στιγμές ζοφερές. Στιγμές που τις αισθάνεται μόνο
όποιος έζησε καταστάσεις “θεοεγκατάλειψης” (συστολής της θείας χάριτος). Και
τότε τι γίνεται; Το μόνο φυσικά που δεν ταιριάζει τότε είναι η απογοήτευσις.
Όχι, από το λεξιλόγιο μα κυρίως από την καρδιά μας η χάρις του Θεού έχει
διαγράψει οριστικά τον απαίσιο αυτό όρο.
Αλλά σ΄ αυτές τις σκληρές στιγμές, όταν βρισκόμαστε στο Σταυρό, μας
αναλαμβάνει έτι πλέον υπό την κραταιά της προστασία η Πλατυτέρα των ουρανών. Η μητέρα μας. Η Κυρία
Θεοτόκος! Οι δε όσιοι ησυχαστές της
Ορθοδοξίας μας, με την εύλαλη σιωπή τους, αλλά και όσοι θητεύουν στο
πανεπιστήμιο του πόνου, όσοι αδελφοί μας βρίσκονται καρφωμένοι στο κρεβάτι, έχουν πολλά να μας πουν και στο
σπουδαίο αυτό θέμα, αρκεί να θέλουμε να τους ακούσουμε και φυσικά να
διδαχθούμε...
Στην καρδιά του πραγματικού πιστού, δεν είναι δυνατόν να
φυτρώσει η διαβολική αυτή σπορά της συγχύσεως και της απογοητεύσεως. Τούτο
είναι το μόνο βέβαιο. Αφ' ενός λοιπόν αρνούμαστε τις εισηγήσεις του εχθρού, αφ'
ετέρου στρέφουμε τα μάτια της καρδιάς στην μόνη καταφυγή μας. Στον Κύριο και
Θεό μας. Και πλησιάζουμε το Θεανδρικό του πρόσωπο με το άρμα της προσευχής ως
άλλοι τυφλοί,“κράζοντες και λέγοντες,
ελέησον ημάς, υιέ Δαυίδ”!(Ματθ.Θ΄27). Κύριε
Ιησού Χρηστέ, ελέησον ημάς, και χάρισέ μας τα αιτήματα που αναπέμπει η πονεμένη
μας ύπαρξη, όταν και όποτε Εσύ ο ίδιος θελήσεις.
Σε τέτοιες στιγμές φίλοι μου, από τα βάθη της ψυχής μας,
ανέρχεται η προσευχή προς τον παντοδύναμο Κύριο και σιγοψάλλουμε με τον
προφητάνακτα : “Σώσον με, ο Θεός, ότι
εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου” (Ψάλμ. ΞΗ',2). Και όπως το μικρό παιδί όταν είναι θλιμμένο ή ζητά κάτι
από τον πατέρα του, λησμονεί τον πόνο του και αναπαύεται η καρδιά του όταν
πέσει μέσα στην ζεστή πατρική του
αγκαλιά (ανεξαρτήτως πότε ο καλός του πατέρας θα κρίνει να πραγματοποιήσει το
αίτημά του), έτσι ακριβώς και η συνείδηση του πιστού που αγωνίζεται να βιώσει
την ζωή της πίστεως, αναπαύεται εξ' αρχής στην πραγματικότητα της πανταχού
παρουσίας του Θεού, παρά τον πόνο που αντιμετωπίζει. Εννοείται δε, πως ουδέποτε
οι πιστοί φθάνουν να πουν ότι η προσευχή τους έμεινε αναπάντητη, εάν ο Θεός δεν
συμφώνησε με τη δική τους κρίση για κάποιο θέμα ή εάν χρειάζεται κι άλλο να
επιμείνουμε “προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη
προσευχή και τη δεήσει...” (Πράξ. Απ. Α΄14).
Όλως αντιθέτως, όσο ωριμάζει κανείς στα πνευματικά, τόσο
εννοεί μέσα στην καρδιά του την σημασία της Κυριακής φράσεως “γενηθήτω το θέλημά Σου”!
Αλλά ο Κύριος, θέλει να επιμένουμε στην προσευχή. Να
ζητούμε πάλιν και πολλάκις και να επιμένουμε κρούοντας την θύρα του ελέους του.
Όχι απλώς να κρούωμε, αλλά να χτυπούμε τόσο πολύ, ώστε από την τριβή των
χτυπημάτων να δημιουργηθεί καρδιακή θερμότητα, ν΄ ανάψει ζήλος άγιος και έτσι η
ύπαρξή μας να μεταβάλλεται ολοένα και περισσότερο σε ένα καμίνι που θα φλέγεται
από την αγάπη και την δόξα του Χριστού!
Κυρίως δε, αυτό που θα πρέπει να προσέξουμε στις
περιπτώσεις αυτές, είναι οι παγίδες του βελίαρ. Οι παγίδες ότι δήθεν ο Θεός δεν
ακούει τις προσευχές μας (λες και δεν έχει ώτα) ή ότι είναι τόσοι πολλοί αυτοί
που προσεύχονται, ώστε ο Θεός τι να πρωτοπρολάβει (λες και είναι κανένας
υπάλληλος καταστήματος...και έπεσε πολλή εργασία). Μακριά όμως από εμάς τέτοιες
σκέψεις.
Ο Θεός, όχι απλώς μας ακούει, αλλά γνωρίζει τις ανάγκες
μας, πριν ακόμα του τις αναφέρουμε και ενεργεί “κατά το συμφέρον της αιτήσεως”.
Τότε βέβαια, ο πιστός, όταν λάβει αυτό που ζήτησε, με δάκρυα ιερού ενθουσιασμού
αναφωνεί: “ήκουσε Κύριος της δεήσεώς μου,
Κύριος την προσευχήν μου προσεδέξατο” (Ψαλμ. Ζ' 10).
Το ζήτημα λοιπόν αδελφοί μου δεν είναι εάν μας ακούει ο
Θεός, ούτε φυσικά εάν μπορεί να μας βοηθήσει. Και το ένα και το άλλο είναι τα
πλέον βέβαια στη ζωή μας. Το μεγάλο ζήτημα έγκειται σ' εμάς τους ιδίους. Και τούτο είναι εάν έχουμε
προθυμία για το μοναδικό έργο της προσευχής. Εάν ακόμα έχουμε συνειδητοποιήσει,
όταν ξεκινούμε την προσευχή, σε ποιόν απευθυνόμαστε. Και κυρίως εάν έχουμε
αγαπήσει τον Κύριο μέσα από τις ποικίλες θλίψεις που μας περιβάλλουν και συνεχώς όλο και περισσότερο αισθανόμαστε να
μας περικυκλώνουν. Εάν συμβαίνει αυτό, τότε οι στενοχώριες, οι θλίψεις και οι
αναπόφευκτες πίκρες, λειτουργούν ευεργετικά στην ύπαρξή μας, αφού γίνονται
αιτία να πλησιάζουμε Αυτόν τον Δημιουργό μας!
Και ενώ για τους μακράν του Θεού ανθρώπους, οι δοκιμασίες
γίνονται αιτίες δυσφορίας και αγανακτήσεως (κι εάν δεν διορθωθεί η κατάσταση,
αλλοίμονο, μεταβάλλονται ως οδηγοί προς την κόλαση), αντιθέτως για τους
πιστούς, οι ποικίλες δοκιμασίες γίνονται αιτία ευλογίας και υπομονής στον
αγώνα, ακριβώς μέσω της Θεοπαράδοτης προσευχής.
Ουδέποτε δε να ξεχνούμε, ότι η προσευχητική μας πορεία,
δηλ.η ευλογία και το ουράνιο χάρισμα της συνομιλίας με τον Θεό, που είναι
ανάγκη να καλλιεργούμε με την όλη ψυχοσωματική μας υπόσταση, δεν είναι τόσο ένα
μέσον για να αποκτήσουμε αυτά που θέλουμε, όσο κυρίως ένας τρόπος, για να
γίνουμε αυτό που ο Θεός θέλει να γίνουμε.
Τέκνα δηλ. της υπακοής στο πανάγιο
και σωστικό θέλημά του.
Μιμητές των Αγίων και άνθρωποι που θ΄ αναπαύεται στις καρδιές μας το Πνεύμα το Άγιον.
Έχει κανείς αντίρρηση ότι ο λόγος του Οσίου Εφραίμ, που
φθάνει από τα βάθη των αιώνων, συγκινεί και ενδυναμώνει τις καρδιές μας στο
ιερό αυτό έργο της συνομιλίας με τον Θεό;
“Ιστάμενος εν προσευχή, γνώθι
τίνι παρίστασαι, και έστω η ψυχή σου και η καρδία σου όλη προς Αυτόν” .
Αμήν.
π. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Κόνιτσα
Email: ioil.konitsa@gmail.com