Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ


Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

Κριτής” του Έθνους του το Εικοσιένα
Τουρκιά αρνήθηκε, δε σκύβει αυχένα.
Δε συμβιβάζεται για την Πατρίδα
Ρωμιός γεννήθηκε, ζει την ελπίδα.

Μεσ' την πανήγυρι τ' αφέντη Αγιάννη,
σύμφωνο έκλεισε κι όρκο του κάνει.
Νάτος, το έφτιαξε δικό του ασκέρι,
αστράφτει τ' άρματα, κι «ευχήν αναμέλπει»

Σπάθα και άρματα του Μακρυγιάννη,
Τούρκος τα γνώρισε, φόβος τον πιάνει.
Ευθύς ο λόγος του, ζωή θυσία,
δεν τον επρόσβαλε υποκρισία....

Ποτάμια αίματα, φέρνουν τη Νίκη,
μα ο Πολέμαρχος μάτι δεν κλείνει.
Μάουρερ ύπουλον, Τούρκος δεν φτάνει,
κι αμέσως έσυρε το γιαταγάνι.

Κλείστε τις θύρες δα, και  θα σφαγούμε.
Δεν πολεμήσαμε για ν' αρνηθούμε.
Ποιος το ετόλμησε ξένη θρησκεία,
να φέρει επάρατη «φραμασσωνεία»;

Τα μοναστήρια μας τα εσφραγίσαν,
κι αγωνιστών παιδιά περιφρονήσαν.
Ρωμιοί σακάτηδες ταπεινωμένοι,
κι ο Μπαρμπαγιάννης μας δεν υπομένει.

«Σύνταγμα» ζήτησε, δεν κάνει πίσω.
Έθνος μου Άγιο, πώς να σ' αφήσω;
Επολεμήσαμε για Ελευθερία,
Φράγκοι μας φέρανε νέα δουλεία.    
                

Και η φαμίλια του, πώς θε ν' αντέξει;
«Παρά» δε σύναξε για να ξοδέψει.
Χαράζει σκέψεις του για τον αγώνα,
πλούτος του Έθνους μας εις τον αιώνα.

Φίλοι αχώριστοι με Τουρκοφάγο,
δάκρυζαν κι έλεγαν, δεν παίρνει άλλο.
Στύλος ακλόνητος μές στη γενιά του,
άνδρας ατρόμητος ως στα στερνά του.

Ζει τα μυστήρια και αναμένει...
ένδοξ' ασκέρι του τον περιμένει...
Τα πάντα πρόσφερες για την Πατρίδα,
η Ευχή σου, Γέροντα, χρυσή ελπίδα!
π. Ιωήλ (Κόνιτσα)