ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΠΡΩΗΝ ΝΑΡΚΟΜΑΝΗ



Δημοσιεύτηκε στις 03/02/2013
«Περιπλανήθηκα Θεέ μου, πολὺ μακριὰ ἀπὸ Ἐσένα,
τὸ στήριγμά μου, κι ἔγινα γιὰ τὸν ἑαυτό μου ἄγονη γῆ..»
 (Ἄγ. Αὐγουστῖνος)
 «Ἤμουν ναρκομανὴς 18 χρόνια, τὰ 15 πρεζάκιας, ἐξαρτημένος στὴν ἡρωίνη. Θὰ προσπαθήσω νὰ πῶ λίγα πράγματα γιὰ τὴν ἐμπειρία μου αὐτὴ τὴν ὀδυνηρὴ ποὺ μὲ στιγμάτισε, σακατεύοντας τὸ μυαλό μου καὶ διαλύοντας τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μου. Ἄς μοῦ συγχωρεθεῖ κατὰ τὴν ἐξιστόρηση ἡ τυχὸν ἀγοραία περιγραφὴ ἢ ἡ ὠμότητα τῶν λέξεων, ἀλλὰ ἡ ἡρωίνη καὶ ὅλα ὅσα τὴν ἀφοροῦν, δὲν εἶναι κόσμος ὄμορφος ἀγγελικὰ πλασμένος. Ἐν περιλήψει λοιπόν (γιατί τὸ ὑλικὸ εἶναι τεράστιο): Ἔκανα περιπετειώδη καὶ τυχοδιωχτικὴ ζωή, βιώνοντας καταστάσεις μυθιστορηματικές, παράξενες γιὰ τὴν ὀρθὴ λογική. Κι’ αὐτὸ τὸ λέω ἀπὸ τὴν ἄποψη τῶν ἐμπειριῶν ποὺ ἀπεκόμισα εὑρισκόμενος μακράν τοῦ δρόμου καὶ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Πολλὰ χρόνια μέσα στὴν ἁμαρτία ἔχω νταραβεριστεῖ μὲ ὅλων τῶν εἰδῶν τοὺς ἀνθρώπους, καλοὺς μὰ κι ἀλῆτες. Ἔχω ζήσει στὸ πεζοδρόμιο, ἔχω συναντήσει ἀλανιάρηδες, καιροσκόπους, κλεφτρόνια, λαμόγια, ναρκομανεῖς, τραβεστί, νταβατζῆδες, τρελαμένους, ἀναρχικούς. Ἔχω τραβηχτεῖ μὲ κάθε εἴδους γυναῖκες. Ἔφθασα στὰ ὅρια πολλὲς φορές, μερικὲς τὰ ξεπέρασα καὶ βρέθηκα μπροστὰ στὸν θάνατο…
Ἤμουν πολὺ ἐμπαθὴς ἄνθρωπος, ἀκόρεστος, ἐπιρρεπὴς σὲ πολλά, ἤθελα νὰ τὰ ζήσω ὅλα στὴ ζωή μου. Ἀπὸ μικρὸς μὲ μαγκιὲς καὶ διάφορα τέτοια, γυναῖκες, ποτά, ξενύχτια, χασὶς καὶ   LSD στὴν ἀρχή, ὅλα αὐτὰ ἀνακατωμένα μὲ περίεργες εὐαισθησίες  καὶ προσωπικοὺς κώδικες τιμῆς. Ἀτίθασος τύπος δὲν μοῦ πήγαινε τὸ χαλινάρι στὸν λαιμό, νόμιζα ὅτι εἶχα ὅλον τὸν κόσμο στὰ πόδια μου, κι αὐτό μοῦ φούσκωνε ἐπικίνδυνα τὸν ἐγωισμό. Ὅμως ἦρθε ἡ ὥρα ποὺ ὁ Κύριος (χωρὶς νὰ μπορέσω τότε νὰ τὸ ὑποπτευθῶ) μοῦ ἔριξε δυνατὴ σφαλιάρα καὶ ἐπέτρεψε γιὰ νὰ ταπεινωθῶ, νὰ μπλέξω πολὺ χειρότερα, νὰ χάσω τὸν ἔλεγχο καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά μου, μαζὶ καὶ τὸν ἐγωισμό μου τὸν ὑπερφίαλο. Τὸ τί πέρασα 15 χρόνια δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε. Μὲ ποιοὺς ἀπίθανους τύπους τραβήχτηκα, σὲ ποιὰ μέρη βρέθηκα τρέμοντας ἀπὸ τὴν ἀρρώστια νὰ περιμένω  ἢ σὲ ποιὰ ἄθλια μέρη χώθηκα σὲ παρανοϊκὴ κατάσταση ἀπὸ τὴν στέρηση γιὰ νὰ κάνω τὴν ἔνεση δὲν περιγράφεται. Εἶχα πεῖ σὲ κάποιον φίλο μου παλαιότερα: «στὸ ὄνειρό σου νὰ ἔβλεπες κάποιες στιγμὲς τῆς ζωῆς μου θὰ πάθαινες ἔμφραγμα» καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ὑπερβολή. Εἶναι φοβερὰ αὐτὰ ποὺ πέρασα· μαρτύριο, ἐφιάλτης σκέτος, μόνον οἱ δύστυχοι ὁμοιοπαθεῖς μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν. Γνώρισα ὅλη τὴν σαπίλα τοῦ δρόμου καὶ ἐξέκλινα μαζί της, γινόμενος ἕρμαιο τῶν παθῶν μου καὶ διαλύοντας τὶς σχέσεις μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ ἀγαποῦσαν, διαλύοντας καὶ τὸν ἑαυτό μου τὸν ἴδιο. Γιὰ δὲ τὴν οἰκογένειά μου· ἀφῆστε τα! Ζωντανοί-νεκροί, νὰ σέρνουν τὰ βήματά τους ἀπὸ τὴ θλίψη, παρακολουθώντας ἐμένα, ἀλλόφρονα, νὰ πλησιάζω τὸν θάνατο. Μὲ ἔπιασαν μερικὲς φορὲς μὲ τὴ σύριγγα στὸ χέρι, τρελὸ καὶ ἀλλοπαρμένο ἀπὸ τὸ σύνδρομο στέρησης νὰ γαζώνω τὸ σῶμα μου ὁλόκληρο, χέρια, πόδια, λαιμούς, γεννητικὰ ὄργανα, γιὰ νὰ βρῶ ἕνα φλεβίδιο νὰ ρίξω τὸ δηλητήριο, νὰ καλμάρω τὸ πάθος μου. Γιὰ λίγες ὧρες· καὶ μετὰ τὰ ἴδια γιὰ τὴν ἑπόμενη φορά. Δὲν ὑπάρχει χειρότερο πράγμα νὰ βλέπεις τὸ παιδί σου νὰ πεθαίνει καὶ νὰ μὴν μπορεῖς νὰ ἀντιδράσεις. Πάνω ἀπὸ 10 φορὲς ἔπαθα over-dose, φάτσα- κάρτα μὲ τὸν θάνατο. Φρίκη, φρίκη σκέτη. Ἔχω χάσει καὶ  ἀρκετοὺς φίλους ἀπὸ ὑπερβολικὴ δόση. Χάθηκαν! Ἔτσι ἁπλά, μέσα σὲ δευτερόλεπτα, μὲ τὴ σύριγγα καρφωμένη στὸ μπράτσο κι ἕνα μάτσο πόνο, φρίκη κι ἀνεκπλήρωτα ὄνειρα. Τότε λοιπόν, στὴν ἐξαθλίωση, μετὰ ἀπὸ μία σειρὰ νεκραναστάσεις ἀπὸ τὰ κώματα τῶν over-dose, ἀτυχημάτων μὲ αὐτοκίνητα, μηχανὲς σὲ μία πολὺ δύσκολη περίοδο τῆς ζωῆς μου, δείχνει ὁ Κύριος τὸ ἄφατο ἔλεός Του καὶ μὲ τραβᾶ πετώντας τὸ ἀγκίστρι τῆς ἀγάπης Του. Ἦταν τότε θυμᾶμαι ποὺ βρισκόμουν σὲ ἄθλια κατάσταση, κουλουριασμένος μέσα σὲ μία βρώμικη τουαλέτα ὑπεραστικοῦ σταθμοῦ καὶ τρελαμένος, μέσα στὰ αἵματα, προσπαθοῦσα νὰ βρῶ ποὺ νὰ ρίξω τὴν πρέζα γιὰ νὰ μπορέσω νὰ σταθῶ στὰ πόδια μου. Ἔτρεμα ἀπὸ τὴν χαρμάνα, ἤμουν ἱδρωμένος κι ἀλαφιασμένος καὶ μοῦ εἶχαν φύγει καὶ κόπρανα ἀπὸ πίσω, λόγῳ ἀκατάσχετης διάρροιας· θρίλερ κατάσταση. Τότε, δὲν ξέρω πώς, ἔνιωσα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ πόσο ξεφτίλας εἶχα καταντήσει, πόσο πάτο εἶχα πιάσει, καὶ μὲ ἔπιασε τὸ παράπονο· ἄρχισα νὰ κλαίω μὲ καυτὰ δάκρυα καὶ λυγμοὺς γιὰ τὰ χάλια μου. Τότε δὲν εἶχα καμμία σχέση μὲ τὸν Θεό, τὸν εἶχα ἐξορίσει ἀπὸ τὴ ζωή μου, οὔτε φυσικὰ πήγαινα στὴν ἐκκλησία Του. Πῶς ὅμως πάνω στὴ μιζέρια καὶ τὴν ἀπελπισία ποὺ βρισκόμουν ἔγινε τὸ κλὶκ στὴν καρδιά μου καὶ τὸν ἐπικαλέστηκα, ἐνῷ δὲν Τὸν πίστευα, δὲν τὸ κατάλαβα. Ὅμως τοῦ εἶπα μὲ ἀναφιλητά: «Θεέ μου, λένε ὅτι ὑπάρχεις. Ἀφοῦ ὑπάρχεις καὶ  εἶσαι καλός, ἐμένα γιατί δὲν μὲ λυπᾶσαι; Γιατί μὲ ἀφήνεις νὰ ζῶ ἔτσι μέσα στὸν βοῦρκο; Γιατί δὲν μὲ παίρνεις; Τί μὲ ἀφήνεις νὰ κάνω ἐδῶ; Τί τυραννία, τί θητεία εἶναι αὐτὴ ποὺ βγάζω ἐδῶ στὴν γῆ; Τί φρίκη περνάω τόσα χρόνια κάθε μέρα Θεέ μου; Βοήθησέ με Παναγιά μου».
Αὐτὸ ἦταν! Αὐτὸ ἤθελε ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμένα, νὰ τὸν ἐπικαλεστῶ, νὰ τοῦ ἀνοίξω τὴν πόρτα, νὰ τοῦ ζητήσω βοήθεια, μακάρι νὰ τὸ ἤξερα νωρίτερα ὁ ἄθλιος. Ἀλλὰ ἔπρεπε φαίνεται νὰ ξεφτιλιστῶ τελείως, νὰ ταπεινωθῶ, νὰ σπάσει ὁ τσαμπουκάς μου γιὰ νὰ συμβεῖ αὐτό, ἀλλιῶς σὲ μένα δὲν θὰ πετύχαινε. Ἤμουν πολὺ ἐπιρρεπής, πολὺ ἄστατος, πολὺ ἄρρωστος, πολὺ ἐξαρτημένος, ἡ πρέζα εἶχε ποτίσει ὅλο τὸ σῶμα μέχρι τὸ μεδούλι μου, κι εἶχε κολλήσει καὶ τὸ μυαλό μου τόσο ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ ξεκολλήσω μὲ τίποτα. Οὔτε ἄνθρωποι μποροῦσαν νὰ μὲ βοηθήσουν, οὔτε ὁμάδες, οὔτε θεραπευτικὲς κοινότητες, οὔτε τίποτα, οὔτε κἂν ἔκανα τὸν κόπο νὰ ἀπευθυνθῶ σ’ αὐτές. Εἶχα προσπαθήσει ἄπειρες φορὲς νὰ καθαρίσω καὶ πάλι ἀμέσως ξαναέπεφτα, εἶναι φοβερό, κανένας ποὺ δὲν ἔχει μπλέξει χοντρὰ μὲ τὴν ἡρωίνη δὲν μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβει αὐτό. Μιλᾶμε  γιὰ τὸ χειρότερο πάθος ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸ ἰσχυρότερο δαιμόνιο, σκέτη κόλαση. Ὅμως ὁ Κύριος ἦταν ἐκεῖ καὶ 15 ὁλόκληρα χρόνια, καρτερικὰ μὲ περίμενε παρ’ ὅτι  Τὸν εἶχα τόσο πικράνει μὲ τὶς ἁμαρτίες  καὶ τὶς ἀλητεῖες, κι ἄρχισε νὰ βάζει μπροστὰ τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας μου. Ἐπειδὴ δὲν ἐπαρκεῖ ὁ χῶρος, ἐλάχιστα πράγματα ἀναφέρονται. Πῶς τὰ κατάφερε λοιπὸν ὁ Θεός, πῶς τὰ ἔφερε ἔτσι τὰ πράγματα   καὶ μοῦ πετάει τὸ ἀγκίστρί Του ποὺ τὸ δαγκώνω, τσιμπάω καὶ τρελαίνομαι. Ἐγὼ ποὺ νόμιζα ὅτι εἶχα γνωρίσει τὰ πάντα στὴ ζωή μου, γνωρίζω ἀπρόσμενα  καὶ ξαφνικά αὐτὸ ποὺ περιφρονοῦσα τελείως, τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ τὴν Παναγία Μητέρα Του. Αὐτὸν ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔπρεπε νὰ ψάξω γιὰ νὰ βρῶ καὶ νὰ κρατηθῶ κι ὄχι νὰ πέσω μὲ τὰ μοῦτρα στὴ δίνη τῆς ἁμαρτίας. Στὰ ἔσχατα λοιπόν, στὴν ἐξαθλίωση καὶ σχεδὸν χαμένο στὴ δυστυχία τῆς πρέζας, μὲ παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι, μὲ τραβᾶ ἀπὸ τὸν βοῦρκο καὶ δρομολογεῖ καταστάσεις ποὺ ἀκόμα καὶ τώρα μοῦ φαίνονται ἀπίστευτες. Ἀφοῦ γνωρίζοντας πὼς ζοῦσα, βλέπω τί γίνεται σήμερα καὶ τρελαίνομαι. Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὰ κάνει αὐτά. Δὲν ξέρω τί βρῆκε σὲ μένα καὶ μοῦ ἐπέτρεψε ν’ ἀγωνισθῶ γιὰ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια, μὰ θὰ τὸν εὐγνωμονῶ ἀληθινὰ κι ὅσο μπορῶ γι’ αὐτό, καὶ θὰ δοξολογῶ αἰωνίως τὸ ἅγιο ὄνομά Του ποὺ τόσες φορὲς μὲ ἔσωσε λυτρώνοντας τὴν ψυχή μου ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ βύθιου δράκοντα. Τώρα ποὺ εἶμαι καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, κοιτῶ πίσω καὶ σκέφτομαι πόσο ἀλλοπρόσαλλη ὑπῆρξε ἡ ζωή μου, γεμάτη τρέλες καὶ ἀκραῖα περιστατικά. Ἐπέτρεψε ὁ Θεός – γιὰ τοὺς λόγους ποὺ Αὐτὸς γνωρίζει – εὑρισκόμενος τόσα χρόνια μακριά Του, νὰ ψάξω μανιωδῶς τὴν εὐτυχία σὲ λάθος πράγματα. Νὰ ἀναλώσω τὴ ζωή μου ψάχνοντας ψεύτικες ἐμπειρίες καὶ ἡδονές· καὶ στὸ τέλος, ἀντὶ νὰ εὐτυχήσω, νὰ ἀρρωστήσω. Νὰ ἀρρωστήσω ἄσχημα, φρικτά, σέρνοντας πάνω μου τὴ χειρότερη ἐξάρτηση. Ὁ Κύριος μὲ τράβηξε, κι ἀφοῦ σιγὰ – σιγὰ ἔκλεινε τὶς χαίνουσες πληγές μου, ἐπούλωνε τὰ τραύματά μου, μοῦ ἔδινε νὰ γευτῶ καὶ τὶς ἡδονὲς τῆς ἄλλης πλευρᾶς, τῆς πνευματικῆς. Ἄλλο μυστήριο κι αὐτό. Ὄχι μόνο νὰ μὲ κάνει καλά, νὰ μὲ βγάλει ἀπὸ τὸν ἐφιάλτη, ἀλλὰ νὰ μὲ καλεῖ κοντά Του μ’ ἕνα τρόπο θαυμαστό, μυστικό, πρωτόγνωρο γιὰ μένα καὶ τὸ κυριότερο νὰ μὴν μπορῶ νὰ Τοῦ τὸ ἀρνηθῶ. Ὁ Κύριος, ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μέγας Θεραπευτὴς ποὺ μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Μητρός Του καὶ τῶν Ἁγίων Του, μέσα ἀπὸ τὰ Ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ τὸν ἀγώνα  τὸν καθημερινὸ γιὰ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ταπείνωση, ἀνακαινίζει καὶ λαμπρύνει τὴν ψυχὴ ποὺ ἀγωνίζεται νὰ τηρήσει τὶς ἐντολές Του. Ὤ! Πόσο γλυκύτατος εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτήρας μας, πόσο νηφάλια καὶ μεθυστικὰ πυρπολεῖ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων! Πὼς ξανακεντᾶ τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς μὲ πανέμορφο τρόπο! Αὐτὴ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία μας, ἡ Ἀλήθεια πού μᾶς παρεδόθη, ὁ πολύτιμος μαργαρίτης ποὺ ἀνακαινίζει καὶ στολίζει τὴν ψυχὴ ποὺ θρηνεῖ τὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὸν γλυκύτατο Νυμφίο, μὲ τὸ πρωτόκτιστο κάλλος μέσα ἀπὸ τὸ μέγα μυστήριο τῆς μετάνοιας καὶ τῆς συντριβῆς τῆς ἁμαρτωλῆς καρδιᾶς. Ἔτσι κι ἐγὼ δὲν ξέρω τί νὰ πῶ· τἄχω χαμένα. Στέκομαι ὄρθιος, ψηλὰ καὶ κοιτάζω τὶς δυὸ πλευρὲς τῆς ζωῆς μου, ταξινομῶ καὶ ἐκθέτω τὶς ἐμπειρίες μου, ἀναρωτιέμαι τί καὶ γιατί συνέβη στὴ ζωή μου. Μερικὲς φορές, μέσα ἀπὸ τὴν ὀθόνη τῆς διάνοιάς μου, περνᾶ καὶ κυλᾶ ἡ ζωή μου σὰν ταινία, πὼς ἦταν πρὶν ἀπὸ τὴ γνωριμία μου μὲ τὸν Λυτρωτή μου. Ὅπως ἐκτυλίσσονται οἱ σκηνὲς τόσα χρόνια πρὶν καὶ ἀναμοχλεύεται τὸ παρελθόν, ἕνας κόμπος συγκίνησης μοῦ πνίγει τὸν λαιμό. Μὲ θάμβος παρατηρῶ καὶ ἀναλογίζομαι ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ εἶμαι ἐγὼ ὁ πρωταγωνιστὴς αὐτῆς τῆς ταινίας. Ἐν κατακλείδι, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς παρακαλέσω κάτι: Προσευχηθεῖτε γι’ αὐτὰ τὰ παιδιὰ στὸν φιλεύσπλαχνο Κύριο καὶ τὴ γλυκιά μας Παναγία. Δὲν φαντάζεστε τί πόνο κρύβουν μέσα τους, παρὰ τὴ σκληρότητα τῆς ζωῆς τους. Τὰ «θολωμένα» σοκάκια ποὺ περπάτησαν καὶ περπατοῦν μέρα-νύχτα αὐτὲς οἱ ταλαίπωρες ψυχές, ἀνακυκλώνοντας καὶ στροβιλίζοντας τὸ πάθος τους γιὰ τὴν πρέζα, ἔχουν πολλὲς ἱστορίες νὰ διηγηθοῦν. Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ γλύτωσαν δὲν θέλει νὰ τὶς θυμᾶται. Ἦταν καὶ εἶναι σκληρὴ ἡ νύχτα τὰ χρόνια τῆς ἐξάρτησης.. Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος!
Ἀμήν.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ε΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡΤ. 2011
Δημοσιευμένo στην κατηγορία: ΔΙΑΦΟΡΑ