skip to main |
skip to sidebar
ΟΙ ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ ΔΙΑΤΗΡΟΥΝΤΑΙ ΖΩΝΤΑΝΕΣ, ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ Η ΜΝΗΜΗ ΔΕΝ ΜΕΤΑΒΛΗΘΕΙ ΣΕ ΑΝΑΜΝΗΣΗ…1.Η ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΣΠΗΛΙΑ – ΟΤΚΑΓΙΑ.Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, βρισκόταν μέσα σε μια σπηλιά, σε υψόμετρο 1800 μέτρων, για αυτό και ονομάστηκε “Μάγαρα” (μααρά στα τούρκικα σημαίνει σπηλιά). Οι Έλληνες τουρκόφωνοι την αποκαλούσαν και“Παχατζάκ Παναγιασί”, δηλαδή “η Παναγιά που κάνει τον άλλο να βλέπει”.Προς ανάμνηση του προσκυνήματος της Παναγίας Μάγαρας, φιλοτεχνήθηκε και τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ακριτοχωρίου, εικόνα της θεομήτορος, με πρωτοβουλία των Νικ. Μαυρίδη και Δημ. Παρασκευαίδη, κατοίκων του χωριού. Η εικόνα αγιογραφήθηκε στο εργαστήρι του Ιερού Ησυχαστηρίου Τιμίου Προδρόμου, Ακριτοχωρίου.
Ο ΡΑΦΕΤ ΠΑΣΑΣ, λυσσασμένος από την αποτυχία της μεγάλης επιχείρησης στην περιοχή της Σαμψούντας, στράφηκε καί... προς τη γειτονική Πάφρα. Μα οι Ρωμιοί κάτοικοι τούτης της περιφέρειας αντιστάθηκαν το ίδιο ηρωικά με τούς Σαμψούντιους, για να ματαιώσουν τα σατανικά σχέδιά του. Καί εκεί, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Οι αντάρτες, σέρνοντας μαζί τους τα γυναικόπαιδα, ξέφυγαν από τον κλοιό καί ανέβηκαν στα ψηλά βουνά, πίσω από τις γραμμές τού τούρκικου στρατού.
Φρενιασμένος ό Ραφέτ πασάς, για μέρες ολόκληρες δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Έκανε βόλτες νευρικές στο γραφείο του, μιλούσε δύσθυμα καί απότομα στον καθένα πού τον πλησίαζε καί ήταν έτοιμος ν’ αρπαχτεί με τον πρώτο τυχόντα πού θα του αντιμιλούσε. Μια μαύρη βαρυθυμία πλάκωνε για μέρες το Διοικητήριο κι ένας φόβος τύλιγε τούς επιτελείς του, ώσπου μια μέρα, κάποια πληροφορία πού πήρε τυχαία, τον έκανε ν’ αλλάξει ξαφνικά τη διάθεσή του καί να τρίβει τα χέρια του από χαρά: Στην περιοχή Ότκαγια του δυτικού Νεμπιέν, μέσα σε μια σπηλιά πού οι Ρωμιοί της περιφέρειας την έλεγαν «της Παναγίας ή μάγαρα», είχαν κρυφτεί εξακόσια γυναικόπαιδα της περιοχής καί εξήντα αντάρτες, με οπλαρχηγούς το Χατζή Γιώργη, τον καπετάν Κώστη καί τον καπετάν Παπάζογλου. Ήταν μια αναπάντεχη ευκαιρία για να χορτάσει την αιμοβόρα δίψα του.
Χωρίς να χάσει καιρό, πήρε στο τηλέφωνο τη στρατιωτική διοίκηση της Πάφρας καί έδωσε αυστηρή διαταγή στο μπίμπαση Μεχμέτ Αλή να αφανίσει οπωσδήποτε καί γρήγορα τούς γκιαούρηδες πού τρύπωσαν στην απόκρημνη κουφάλα του βουνού.
— Δε θα γλυτώσει κανείς, Ραφέτ πασά! Δε θα μείνει ούτε ό σπόρος τους! Θα τούς αποτελειώσω μέσα στη σφηκοφωλιά τους. Σού το υπόσχομαι! είπε ό Μεχμέτ Αλή ς καί κάλεσε αμέσως στο γραφείο του τον πιο αιμοβόρο Τούρκο υπαξιωματικό της περιοχής, τον Ταλίπ τσαούς.
Όταν παρουσιάστηκε μπροστά του ο τσαούσης, τού μίλησε για την επίμονη διαταγή τού στρατηγού καί τού έδωσε την εντολή να εξοντώσει με κάθε μέσο τούς Ρωμιούς της σπηλιάς.
— Να μην αφήσεις κανένα ζωντανό! κατέληξε αναψοκοκκινισμένος. Κανένα! Ακόμα καί τις γυναίκες, ακόμα καί τούς γέρους, ακόμα καί τα παιδιά!
— Μείνε ήσυχος, μπίμπαση έφέντη, είπε ό Ταλίπ τσαούς με μια άγρια λάμψη στα μάτια. Θέλω όμως μεγάλη δύναμη.
— Θα σού δώσω ό,τι θέλεις. Φτάνει να γίνει αυτό πού ζήτησε ό πασάς: Να μη μείνει ρίζα από τούς γκιαούρηδες.
— Πόσους άντρες θα μού δώσεις;
— Πεντακόσιους ζαπτιέδες καί πεντακόσιους οπλισμένους χωρικούς πού είναι μαθημένοι σ’ αυτές τις δουλειές.
— Καί θα έχω το κάθε δικαίωμα πού μού χρειάζεται;
— Ναι! Θα έχεις την απόλυτη Ελευθερία κίνησης καί δράσης !
— Καί ριγάλο, αν πετύχω;
— Πεντακόσιες λίρες από μένα καί όλα όσα βρεις πάνω στα κουφάρια των απίστων.
— Σύμφωνοι! Ετοίμασε τη δύναμη. Αύριο τα χαράματα ξεκινώ!
Την άλλη μέρα, πριν ακόμα φέξει, τα μπουλούκια των Τούρκων, φορτωμένα με τρόφιμα καί πυρομαχικά, με κεφαλή τον Ταλίπ τσαούς, ξεκίνησαν από την πόλη με νταούλια καί ζουρνάδες, σα να πήγαιναν σε πανηγύρι. Όλοι οι Παφρενοί ξύπνησαν από το θόρυβο καί βγαίνοντας στα παράθυρα παρακολούθησαν το πέρασμα των ζαπτιέδων καί των άταχτων οπλοφόρων πού τραβούσαν προς τα έξω. Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε ό σκοπός της εκστρατείας καί οι Ρωμιοί της πόλης αναρρίγησαν ως τα κόκαλα, κλαίγοντας προκαταβολικά τη μοίρα των αδελφών τους πού κατέφυγαν στη σπηλιά της Παναγίας.
Οι Τούρκοι επιδρομείς, έπειτα από αδιάκοπη πορεία, έφτασαν, κατά το μεσημέρι, μπροστά στις απόκρημνες πλαγιές της οροσειράς τού δυτικού Νεμπιέν ντάγ. Προχώρησαν ακόμα, ώσπου βρέθηκαν κάτω από τούς πανύψηλους βράχους πού ορθώνονταν σαν ούρανοκρέμαστα φρούρια. Τα διψασμένα για ρωμαίικο αίμα μπουλούκια τού Ταλίπ τσαούς έζωσαν ολούθε τούς απροσπέλαστους πέτρινους όγκους τού Οτκαγια καί μόλις τούς δόθηκε το σύνθημα, άρχισαν να σκαρφαλώνουν με προσοχή προς τη «μάγαρα της Παναγίας». Προχωρώντας έριχναν ντουφεκιές στον αέρα καί αμολούσαν βρισιές καί απειλές για να σπάσουν το ηθικό των ανταρτών:
Πίσω από τούς ζαπτιέδες ανηφόριζε ό ίδιος ό Ταλίπ τσαούς καί έδινε διαταγές. Σιμώνοντας αρκετά στη σπηλιά, έκανε χωνί τα χέρια του καί φώναξε δυνατά:
— Γκιαούρηδες, παραδοθείτε ! Είστε χαμένοι!
Αντί γι’ απάντηση, μια ομοβροντία ακούστηκε ξαφνικά, απ’ τη μεριά της σπηλιάς πού έκανε να βράχια ν’ αντιδονήσουν. Την ίδια στιγμή δεκάδες τούρκικα κορμιά κύλησαν χτυπημένα στη χαράδρα!… Οι υπόλοιποι Τούρκοι καλύφτηκαν πίσω από τις πέτρες καί απάντησαν με βροχή από σφαίρες. Ανταλλάχτηκαν πυκνά πυρά πού αχολόγησαν για ώρα μέσα στα χάη των γκρεμών. Άναψε μια σκληρή μάχη. Οι Τούρκοι δεν κρατήθηκαν για πολύ καί άρχισαν να λυγίζουν. Οι αντάρτες βγήκαν από τούς κρυψώνες τους καί τούς αποπήραν. Τούς κυνήγησαν στον κατήφορο μέχρι τούς πρόποδες τού Οτκαγια καί μετά γύρισαν στις θέσεις τους.
Ό Ταλίπ τσαούς φρένιασε καί ρίχτηκε πάνω στους ζαπτιέδες βγάζοντας το μαστίγιο του:
— Κιοτήδες! Γομάρια! Να σκαρφαλώσετε γρήγορα στα βράχια καί να μου φέρετε αμέσως τα κεφάλια αυτών πού τόλμησαν να αντισταθούν!…
Οι σκορπισμένοι καί περίτρομοι Τούρκοι συγκεντρώθηκαν καί όρμησαν ξανά προς τον ανήφορο. Δίνοντας ό ίνας στον άλλο κουράγιο καί πυροβολώντας αδιάκοπα, προχώρησαν προς τη σπηλιά. Μα φτάνοντας ως τα μισά τού δρόμου, δέχτηκαν καί πάλι βροχή τα πυρά των Ρωμιών, έσπασαν αμέσως καί πισωγύρισαν. Πήραν τον κατήφορο πανικόβλητοι. όσο κι αν φώναζε καί τούς απειλούσε ό αρχηγός τους από κάτω.
Για ώρες ολόκληρες κατόπιν δέχονταν αδιαμαρτύρητα τις βρισιές καί τις απειλές του. ‘Ησύχασαν μόνο το βράδυ όταν ό Ταλίπ, εξαντλημένος ψυχικά καί σωματικά από τον άκαρπο αγώνα του, έπεσε να κοιμηθεί.
Την άλλη μέρα από τα χαράματα, άρχισε πάλι τις επιθέσεις του καί τις εφόδους κινητοποιώντας όλη τη δύναμή του. Μα καί πάλι οι αποτυχίες διαδέχονταν ή μια την άλλη. Κάθε φορά οι άντρες του γύριζαν περισσότερο ντροπιασμένοι καί τρομαγμένοι.
Την τρίτη μέρα μπήκε ό ίδιος μπροστά καί εξόρμησε προς τη σπηλιά, αλλά το μόνο πράγμα πού κατάφερε να κάνει ήταν να πληγωθεί στον ώμο δύο φορές καί να χάσει δεκάδες ζαπτιέδες.
Οι μάταιες επιθέσεις συνεχίστηκαν καί την τέταρτη μέρα. Τέλος, απελπισμένος ολότελα καί τσακισμένος, αναγκάστηκε να βάλει κάτω το κεφάλι καί να ζητήσει ενισχύσεις από την Πάφρα.
Ό Μεχμέτ Άλής, μόλις άκουσε για την αποτυχία τού Ταλίπ τσαούς, αγανάκτησε φοβερά. Τού φάνηκε αδιανόητο να περάσουν τόσες μέρες χωρίς να συντριβούν οι άπιστοι καί ανυπόμονος να εκτελέσει τη διαταγή τού Ραφέτ πασά, αποφάσισε να αναλάβει ό ίδιος την επιχείρηση. Για να είναι όμως σίγουρη ή επιτυχία του, πήρε μαζί του από την Πάφρα ένα ολόκληρο σύνταγμα στρατού καί τρία ορεινά πυροβόλα.
Φτάνοντας μπροστά στα βράχια της Παναγίας, περικύκλωσε την περιοχή σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων καί έδωσε σινιάλο στα πυροβόλα να βαρέσουν με πυκνούς κανονιοβολισμούς τις θέσεις των ανταρτών για να τούς τρομοκρατήσουν καί να τούς ακινητοποιήσουν. Τα κανόνια βροντολόγησαν καί έκαναν τις χαράδρες καί τα γκρεμνά να αντιδονήσουν. Οι οβίδες έσκαγαν ολόγυρα στο στόμιο της σπηλιάς καί στα κοντινά βράχια καί τίναζαν ακτινωτά στον αέρα κομμάτια από πέτρες.
Μετά από το μπαράζ τού πυροβολικού, ό Μεχμέτ ‘Αλής, διέταξε το σύνταγμά του να εξορμήσει. Οι Τούρκοι στρατιώτες ρίχτηκαν στον ανήφορο από διάφορα μονοπάτια, με αλαλαγμούς καί ντουφεκιές. Μα όταν σίμωσαν στη σπηλιά, δέχτηκαν τα εύστοχα πυρά των Ρωμιών πού τούς έφραξαν το δρόμο. ‘Ακολούθησε ένα πανδαιμόνιο από πυροβολισμούς, φωνές καί αντίλαλους. Οι Τούρκοι όρμησαν κατά πάνω στους Ρωμιούς πολλές φορές για να τούς ξετρυπώσουν από τα ταμπούρια τους, μα δεν τα κατάφεραν.
Έπειτα από σκληρή καί αιματηρή μάχη τριών ωρών, αποδεκατισμένοι καί απελπισμένοι, λύγισαν καί πισωδρόμησαν. Οι αντάρτες τουφέκισαν όσους είχαν σκαρφαλώσει κοντά τους καί κατόπιν κυνήγησαν τούς υπόλοιπους πού κατρακυλούσαν πανικόβλητοι, χωρίς να δίνουν σημασία στις φωνές τού μπίμπαση καί των γιουσμπασήδων.
Η θραύση πού έκαναν τα βόλια τους στο ψαχνό, έσπειρε τον τρόμο στο σωρό των μουσουλμάνων, έτσι πού δε μπορούσε να τούς μαζέψει κανείς για πολλή ώρα.
Ό Μεχμέτ έγινε θηρίο από το κακό του. Δεν τον χωρούσε ό τόπος! Όλη την υπόλοιπη μέρα την πέρασε στη σκηνή του κάνοντας βόλτες καί βρίζοντας τούς πάντες καί τα πάντα. Δεν ήθελε να δει κανένα μπροστά του. Τη νύχτα πάλι δε μπόρεσε να κλείσει μάτι. Έσπαγε το κεφάλι του να βρει κάποιο τρόπο, οποιοδήποτε, για να ξεκάνει τούς τρελούς γκιαούρηδες πού έγιναν ένα με τα βράχια καί δε μπορούσε να τούς ξεκουνήσει από κει!
Την άλλη μέρα επιχείρησε δεύτερη επίθεση με χειρότερα αποτελέσματα. Μετά τη μεσημεριάτικη ανάπαυση, ερεύνησε για πολλή ώρα την περιοχή καβάλα στο άλογό του καί στο τέλος βρήκε μια πιο κατάλληλη θέση για τα κανόνια του. Μια θέση απ’ όπου μπορούσε να σκοπεύει ίσια στο στόμιο της σπηλιάς. Πρόσταξε λοιπόν να κουβαλήσουν γρήγορα εκεί τα πυροβόλα και να αρχίσουν αμέσως τις βολές. Την ίδια στιγμή έδωσε διαταγή να ετοιμαστεί και ο στρατός.
Έπειτα από λίγη ώρα, ένα ακόμα πιο φοβερό κανονίδι ξέσπασε πάλι καί τράνταξε τον τόπο. Τα τρία κανόνια, με τις μπούκες προς το στόχο τους, ξερνούσαν τις σιδερένιες μπάλες τη μια πάνω στην άλλη! Οι κάννες άναψαν καί τα στόμια κάπνιζαν αδιάκοπα σαν φουγάρα. Η σπηλιά σφυροκοπιόταν μια ολόκληρη ώρα. Πολλά κομμάτια σπασμένων βράχων έφταναν ως το εσωτερικό της, όπου ήταν κρυμμένα τα γυναικόπαιδα. Στα μεσοδιαστήματα πού σταματούσαν οι βολές, ακούγονταν κλάματα, φωνές καί τσιρίγματα. . . .
Μετά το γερό σφυροκόπημα, ό Μεχμέτ Άλής διέταξε να γίνει ή επίθεση τού στρατού. Έξαλλα τα μουσουλμανικά μπουλούκια σκαρφάλωσαν καί πάλι από διάφορες μεριές στους απότομους βράχους καί σίμωσαν στη σπηλιά. Μα οι αντάρτες πυροβολούσαν καί πάλι στο σωρό καί τούς σάρωναν. Τούς γκρέμιζαν κάτω από τα βράχια καί δεν τούς άφηναν να προχωρήσουν, παρά τις επανωτές εφόδους τους. Σε λίγη ώρα το αίμα έβαψε κόκκινους τούς βράχους καί οι χαράδρες γέμισαν πτώματα καί πληγωμένους πού βογγούσαν I
Παρ’ όλα αυτά ό μπίμπασης δεν παραιτήθηκε από το σκοπό του. Ή παθιασμένη επιμονή καί το άγριο πείσμα του τον κρατούσαν δυο νυχτοήμερα τώρα νηστικό καί άγρυπνο. Όλη την ώρα σκεφτόταν: Είχε δοκιμάσει όλους τούς τρόπους, όλα τα τεχνάσματα, τα πιο απίθανα σχέδια, ακόμα καί κείνα πού κόστισαν εκατόμβες στην επιχείρηση του, μα στο τέλος δεν κατάφερε τίποτε καί ή μόνη ελπίδα πού τού απόμεινε ήταν να πέσει το φρούριο από μόνο του. Να τελειώσουν, δηλαδή, τα βόλια των γκιαούρηδων καί να παραδοθούν. Πρόσταξε λοιπόν να συνεχιστεί ή μάχη καί το τουφεκίδι ως τη νύχτα.
Την άλλη μέρα, με τη νέα εξόρμηση του, είδε να πραγματοποιείται ή ελπίδα του: Οι Ρωμιοί, παρόλα τα τεχνάσματά τους, δε μπορούσαν να κρύψουν πια την έλλειψη πυρομαχικών.
Για πρώτη φορά χαμογέλασε καί βάλθηκε να τρίβει τα χέρια του από χαρά. Βρήκε επιτέλους το αδύνατο σημείο των διαβολεμένων Ρωμιών, πού τόσες μέρες δεν το είχε σκεφτεί, γιατί δε φανταζόταν ότι θα συναντούσε τέτοια γρανιτένια αντίσταση από μια χούφτα αντάρτες. Νόμιζε την επιχείρηση εύκολη καί σύντομη.
Το απόγευμα, τα απαντητικά πυρά των Ρωμιών αδυνάτισαν ακόμα πιο πολύ. Ήταν τόσο αραιά πού γέμισαν χαιρέκακη ικανοποίηση το Μεχμέτ Αλή. Ή αιμοβόρα ψυχή του αγαλλιούσε, καθώς σκεφτόταν ότι ή ώρα τού τέλους σίμωνε. Δεν κρατιόταν από τον ενθουσιασμό του.
Σε λίγο έδωσε διαταγή να σταματήσει το κανονίδι καί έστειλε ένα ντελάλη να καλέσει τούς αντάρτες να παραδοθούν. Ό ντελάλης σίμωσε όσο μπορούσε πιο κοντά στη σπηλιά χτυπώντας το κουδούνι του καί, όταν είδε να σταματούν οι πυροβολισμοί, άρχισε να διαβιβάζει την πρόσκληση τού μπίμπαση.
Μετά από το λάλημά του, μια πολύωρη σιγή απλώθηκε σ’ όλη την έκταση τού Ότκαγια, πού τόσες μέρες την αντάριαζαν οι κραυγές, οι πυροβολισμοί καί ο δαιμονισμένος ορυμαγδός των κανονιών. Ό μπίμπασης περίμενε στην αρχή με σίγουρη πεποίθηση για την παράδοση των Ρωμιών. Όσο περνούσε όμως ή ώρα καί δεν έπαιρνε απάντηση, κυριευόταν από νευρικότητα καί αγανάκτηση, ώσπου στο τέλος τον έπιασε μια τρελή αδημονία πού δε μπορούσε να τη συγκρατήσει. . . . Έκανε βόλτες έξω από τη σκηνή του καί κάθε τόσο ρωτούσε τούς αξιωματικούς του αν ήρθε καμιά είδηση. Εκείνοι πάλι, φοβισμένοι μήπως ξεσπάσει πάνω τους ή οργή του, προσπαθούσαν να τον βαυκαλίσουν με διάφορες ελπιδοφόρες προβλέψεις.
— Σίγουρα δεν θα έμεινε κανένας ζωντανός, Μπίμπαση έφέντη, γιαυτό δεν απαντούν, έλεγε ό υπασπιστής του.
— Ναι, μα τότε γιατί δε φαίνονται οι γυναίκες;
— Μα φοβούνται να φάνουν! πρόσθετε καθησυχαστικά ένας γιούσμπασης.
— Θα τούς πετσοκόψω όλους! ξεφώνισε σε μια στιγμή έξαλλος ό Μεχμέτ. Με περιφρονούν! Με σκοτώνουν! Θα τούς μαδήσω τη ρίζα, τούς Γκιαούρηδες!
‘Ωστόσο ή άσπρη σημαία της παράδοσης αργούσε να φανεί. Στο τέλος ό μπίμπασης πίστεψε στο λόγο τού υπασπιστή του καί πρόσταξε να πάνε δυο – τρεις αξιωματικοί μαζί με το ντελάλη να δουν τί γίνεται εκεί πάνω. Προθυμοποιήθηκαν αμέσως ένας γιούζμπασης, ένας μιλαζίμ καί ό υπασπιστής. Οι τρεις άντρες προχώρησαν κάμποσο στον ανήφορο, από το μεγάλο ελικωτό μονοπάτι, για να φτάσουν πιο γρήγορα. .Ό ντελάλης ακλουθούσε από κοντά. Σιμώνοντας στη σπηλιά, τον έβαλαν να καλέσει για τελευταία φορά τούς Ρωμιούς να παραδοθούν. Ό ντελάλης υπάκουσε καί χτύπησε το κουδούνι. Κατόπιν διαλάλησε την πρόταση των αξιωματικών.
Πέρασαν μόνο τρία λεπτά καί ή απάντηση ήρθε με μια ομοβροντία από πυροβολισμούς! Ό γιούσμπασης καί ό υπασπιστής πληγώθηκαν στον ώμο. Ό μιλαζίμ τη γλίτωσε καί κρύφτηκε. Τρομαγμένοι καί οι τέσσερις κατηφόρισαν γρήγορα προφυλαγμένοι πίσω από τούς βράχους.
Ή πύρινη τούτη απάντηση, έκανε το μπίμπαση να αναπηδήσει στη θέση του καί να κυριευτεί από μια υστερική κρίση. Ξέσπασε σε ξεφωνητά καί μαλλιοτραβήγματα, σε κεφαλοχτυπήματα καί σε στροφές, σα να έχασε ολότελα τα λογικά του! Έσπασε ό,τι βρήκε μπροστά του, τσάκισε το σπαθί του πάνω στο γόνατο, γκρέμισε τη σκηνή του καί στο τέλος κυλίστηκε χάμω. Κραυγάζοντας καί Αφρίζοντας βάλθηκε να χτυπάει αδιάκοπα τη γή.
Όταν για μια στιγμή σταμάτησε καί άκουσε τούς πυροβολισμούς των ανταρτών να συνεχίζονται, ταράχτηκε ακόμα πιο πολύ. Τον έπιασε ένας δυνατός σπασμός μανίας καί συνέχισε να χτυπιέται πάνω στο χώμα. Τα χείλη του έτρεμαν σα φύλλα λεύκας πού τα δέρνει βοριάς, ενώ τα μάτια του έβγαζαν αστραπές! Οι αξιωματικοί καί οι στρατιώτες τον περιτριγύρισαν νομίζοντας πώς τρελάθηκε.
Πέρασαν λίγα λεπτά ακόμα καί όταν επιτέλους μπόρεσε να αρθρώσει τη φωνή του, έδωσε διαταγή στα πυροβόλα να σφυροκοπήσουν ανελέητα καί χωρίς διακοπή το στόμιο της σπηλιάς! Να το κλείσουν με τις οβίδες! Κατόπιν διέταξε το στρατό να σκαρφαλώσει καί να φτάσει οπωσδήποτε στη σπήλια.
—Όποιος τολμήσει να γυρίσει πίσω, πριν να κυριευτεί ή σπηλιά, θα αποκεφαλιστεί σαν πρόβατο! ούρλιαξε.
Τα κανόνια βρόντησαν ξανά καί γέμισαν βοή καί βαριούς κρότους τον αέρα. Οι στρατιώτες χύθηκαν στον ανήφορο καί σκαρφάλωσαν καί πάλι στα μονοπάτια, μα πιο πάνω οι αντάρτες τούς τσάκισαν. Τα κορμιά των Τούρκων κυλούσαν χτυπημένα καί πάλι κατά δεκάδες στα γκρεμνά, μόλο πού ή κύρια μάζα προχωρούσε. Κοντά στη σπηλιά άναψε μια θανατερή μάχη σώμα προς σώμα. Άναψαν τα ντουφέκια, άναψαν οι ψυχές, το αίμα κυλούσε σα ρυάκι, μα οι αντάρτες δε λύγιζαν.
Ό Μεχμέτ Άλής, πού παρακολουθούσε τη μάχη με κομμένη την ανάσα, δεν κρατήθηκε καί ρίχτηκε καί κείνος στη φωτιά. Πήρε τον ανήφορο με το πιστόλι στο χέρι καί προχώρησε ουρλιάζοντας. Ξάφνου, πρόσεξε πώς τα ντουφέκια των Ρωμιών σίγησαν. Σταμάτησε καί έστησε αυτί. Μόλις βεβαιώθηκε για το γεγονός, πρόσταξε να σταματήσουν τα πυρά καί των στρατιωτών του. Ακολούθησε ολιγόλεπτη σιγή. Οι Τούρκοι, με καρφωμένα τα μάτια τους στη σπηλιά, προσπαθούσαν να δουν τί θα κάνουν οι Ρωμιοί.
Σε λίγο παρατήρησαν ένα παράξενο Θέαμα πού τούς έκανε να παραλύσουν. Είδαν τούς αντάρτες, χωρίς προφύλαξη πια, να κινούνται ό ένας προς τον άλλο, να αγκαλιάζονται καί να φιλιούνται μεταξύ τους. Ύστερα τούς είδαν να μπαινοβγαίνουν στη σπηλιά καί να αποχαιρετούν τα γυναικόπαιδα. Ταυτόχρονα ακούστηκαν γοερά κλάματα γυναικών καί παιδιών πού αντιδόνησαν στα φαράγγια.
Οι Τούρκοι τα είχαν χαμένα. Δεν καταλάβαιναν τί γίνεται. Ήταν σά να βρίσκονταν μέσα σε εφιαλτικό όνειρο. Μόνο ό Μεχμέτ ‘Αλής σχημάτισε τη γνώμη πώς, επί τέλους, οι Ρωμιοί το αποφάσισαν να παραδοθούν καί γέμισε από χαρά. Μα δεν πρόλαβε να χορτάσει την ευχάριστη σκέψη του καί ξαφνικά, ακούστηκαν πυκνοί πυροβολισμοί από τη μεριά των ανταρτών! Έστρεψε το κεφάλι του καί κοίταξε τούς δικούς του. Κανείς δεν ήταν χτυπημένος! Παραξενεύτηκε. Οι πυροβολισμοί όμως εξακολούθησαν, ολοένα καί πιο αραιοί, ώσπου σταμάτησαν εντελώς. Τότε μόνο κατάλαβε:
—Αυτοκτονούν τα σκυλιά! Τρέξτε να τούς προλάβετε ζωντανούς! Δεν έχουν πια βόλια. Ζωντανούς τούς θέλω! Ζωντανούς!. . .
‘Ακούγοντας τα ουρλιαχτά οι στρατιώτες, χύθηκαν προς τη σπηλιά. Την ίδια στιγμή, πάνω από ένα ψηλό βράχο πρόβαλε ένας αντάρτης πού στην κάννη τού ντουφεκιού του είχε δεμένο ένα άσπρο πανί. Το σήκωσε ψηλά, το κούνησε δυο τρεις φορές καί κατόπιν φώναξε:
— Τα γυναικόπαιδα παραδίνονται! Τα γυναικόπαιδα παραδίνονται!. . .
‘Αμέσως κατόπιν έβγαλε το πιστόλι του, πυροβόλησε στο κρανίο του καί γκρεμίστηκε κάτω από το βράχο!. . .
Οι Τούρκοι σκαρφάλωσαν, ανεμπόδιστοι πια, στα καταράχια, καί φτάνοντας στο στόμιο της σπηλιάς, είδαν μπροστά τους τα πτώματα των ανταρτών αγκαλιασμένα. Τα τσαλαπάτησαν, πέρασαν από πάνω τους καί χίμηξαν μέσα. Σε τρία λεπτά ή σπηλιά έγινε κόλαση. Φωνές, στριγγλιές, ουρλιαχτά, κλάματα καί οιμωγές αντήχησαν στους σκοτεινούς θόλους της. Οι φριχτές σκηνές της βίας, της ατίμωσης, των οργίων καί του θανάτου διαδέχονταν ή μια την άλλη ώρες ολόκληρες! Οι κραυγές του πόνου, του σπαραγμού, της ντροπής καί της φρίκης Αντιλαλούσαν στα βάθη της σπηλιάς της Παναγίας, χωρίς τελειωμό!. . .
Όταν αργότερα, τα μπουλούκια των αποκτηνωμένων κακούργων κόρεσαν όλα τα βρωμερά καί βάρβαρα ένστικτά τους, έσυραν έξω από τη σπηλιά τα γυναικόπαιδα καί τούς γέρους πού ακόμα ήταν ζωντανοί, καί με κοντακιές καί λακτίσματα τούς κατέβασαν κάτω από το βράχο. Τούς μάζεψαν μπροστά στο μπίμπαση. Ό Μεχμέτ ‘Αλής στάθηκε κάμποση ώρα ακίνητος καί με σκοτεινιασμένα μάτια απολάμβανε την τρομάρα καί την εξαθλίωση των αξιοδάκρυτων πλασμάτων. Τέλος έδωσε διαταγή να τα οδηγήσουν στο κοντινό τούρκικο χωριό Τσουκούρ. Ό ίδιος πήγε στην Πάφρα να αναγγείλει στο Ραφέτ τήν επιτυχία του
Ή απόσταση από το Οτκαγια στο Τσουκούρ ήταν μόλις μια ώρα δρόμο. Κι όμως χρειάστηκε τρεις ώρες πορεία για να φτάσουν εκεί, γιατί το βάδισμά τους διακοπτόταν πολύ συχνά από τούς συνοδούς, πού χιμούσαν πάνω στο άφωνο καί παραδαρμένο πλήθος για να βιάσουν, να ξυλοφορτώσουν ή να σκοτώσουν γυναίκες καί παιδιά! Όσο σίμωναν στο Τσουκούρ, τόσο καί πιο πολύ αγρίευαν καί κόρωναν από τα σκοτεινά καί αξεδίψαστα ένστικτά τους. Καί όταν μπήκαν μέσα, οδήγησαν τούς αιχμάλωτους στην πλατεία. Εκεί, κάτω από τα μάτια των Τούρκων τού χωριού, έγινε σωστό μακελειό: Οι στρατιώτες έπεσαν πάνω στους γέροντες καί τούς άντρες καί τούς έσφαζαν με τον πιο άγριο τρόπο !. . . Κατόπιν άρχισαν να ατιμάζουν ομαδικά τις γυναίκες καί τα κορίτσια καί να ντουφεκίζουν τα παιδιά. Ως να νυχτώσει συνεχιζόταν το αχαλίνωτο όργιο καί ή σφαγή. . .
Τήν άλλη μέρα το πρωί, έφτασε στο Τσουκούρ ό ίδιος ό Μεχμέτ ‘Αλής και διέταξε να κόψουν μπροστά στα μάτια του τα κεφάλια τριάντα αντρών, απ’ αυτούς πού σφάχτηκαν τήν προηγούμενη μέρα. Το μακάβριο έργο εκτελέστηκε χωρίς καμιά καθυστέρηση και τα κεφάλια μαζεύτηκαν σωρό στα πόδια του. . . Ό αιμοβόρος μπίμπασης διέταξε κατόπιν να τα βάλουν στα τσουβάλια καί να τα φορτώσουν στα ζώα πού έφερε μαζί του για να τα μεταφέρει στην Πάφρα. Έτσι, ικανοποιημένος από τήν αποτρόπαια επιχείρηση του, γύρισε ,στην έδρα του. Από τήν Πάφρα έστειλε τα τσουβάλια στη Σαμψούντα, στον προϊστάμενο του Ραφέτ πασά, σαν τρόπαιο της νίκης του στη σπηλιά της Παναγίας!
Τα γυναικόπαιδα πού απόμειναν ζωντανά, γύρω στα τριακόσια, διέταξε να τα φέρουν καί κείνα στην Πάφρα. Όταν έφτασαν στην πόλη, κλείστηκαν στη φυλακή, έμειναν εκεί μερικές μέρες καί ένα πρωί στάλθηκαν εξορία στην Παφλαγονία. Από τα υπολείμματα τούτα της μάγαρας τού Οτκαγια, έφτασαν στον προορισμό τους, τήν Κασταμονή, μονάχα ογδόντα τρία μισοπεθαμένα γυναικόπαιδα.
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ TOT ΟΤΚΑΓΙΑ μαθεύτηκε σ’ όλη τήν περιφέρεια της Πάφρας καί της Σαμψούντας. Οι Ρωμιοί ποτίστηκαν με καινούργιο μίσος για τούς Τούρκους καί ρίχτηκαν στις μάχες με περισσότερο φανατισμό καί αυτοθυσία. Υπεράσπιζαν τα γυναικόπαιδα από το πλησίασμα των εχθρών καί συχνά έσπερναν τον τρόμο στους επιδρομείς με σκληρά αντίποινα. Μα οι δυνάμεις πού χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι ήταν μεγάλες καί έτσι οι Ρωμιοί αναγκάζονταν να αποσύρονται στα ψηλώματα καί να κρύβονται πάλι στις σπηλιές. Οι στρατιωτικές μονάδες, εφοδιασμένες με όλα τα σύγχρονα όπλα καί μέσα, έπεφταν στα άδεια χωριά καί τα έκαιγαν, έσφαζαν όσους έβρισκαν καί ρήμαζαν τον τόπο σαν θεομηνία.
Αφού χτένισαν τα χαμηλώματα καί τούς κάμπους, άρχισαν να πολιορκούν καί τις σπηλιές. Επί μέρες ολόκληρες προσπαθούσαν να μπουν μέσα για να οργιάσουν καί να σφάξουν. Οι λιγοστοί όμως αντάρτες με τα φτωχά πυρομαχικά τους, υπεράσπιζαν τα γυναικόπαιδα με τέχνη καί ηρωισμό, έδιναν άγριες μάχες καί συχνά έπεφταν μέχρι τον τελευταίο…
—————————————–
Μία άλλη περιγραφή διαβάζουμε στο βιβλίο του Αχιλ. Ανθεμίδη, «Τα απελευθερωτικά στρατεύματα του Ποντιακού Ελληνισμού 1912-24».
Οι σφαίρες των υπερασπιστών του σπηλαίου που υπεράσπιζαν οι πολεμιστές με εξακόσια και πλέον γυναικόπαιδα τελείωσαν. Άλλη λύση δεν υπήρχε παρά μόνο η παράδοση.
«Υπάρχει κι άλλη λύση», φωνάζει ο αρχηγός Καραβασίλογλου Γιώργης. «Θα παραδώσουμε τα πτώματά μας στους Τούρκους. Θα σκοτώσει ο ένας τον άλλον για να σώσουμε τα γυναικόπαιδα».
Κοιτάζονται τα παλικάρια ίσια στα μάτια. Η απόφαση είναι σκληρή, είναι απόφαση υπέρτατης θυσίας. Τη δέχονται όλοι, αφού θα σωθούν 650 περίπου γυναικόπαιδα. Δίνει το περίστροφο στον Ταγκάλ Γιώργη.
«Θα μας σκοτώσεις όλους και αφού σηκώσεις άσπρη σημαία θα σκοτωθείς και εσύ».
Αγκαλιάζονται και φιλιούνται οι άγριοι πολεμιστές με δάκρυα στα μάτια. Οι θρήνοι των γυναικών και τα κλάματα των παιδιών έρχονται στ’ αυτιά τους σα μοιρολόγια. «Για την πίστη και την πατρίδα μας», λέει με συγκινητική και βροντερή φωνή ο αρχηγός.
Ο Ταγκάλ Γιώργης πυροβολεί. Ο πρώτος υπερασπιστής του σπηλαίου πέφτει. Ύστερα άλλος κι άλλος κι άλλος. Φτάνει στα δύο του παιδιά, σταματάει λίγο, τα κοιτάζει κατάματα, βλέπει τα θαρραλέα μάτια τους και ύστερα ρίχνει. Δεν ξέρει πια τίποτα. Δε βλέπει. Ρίχνει συνέχεια. Ύστερα σταματάει για λίγο. Αρπάζει ένα άσπρο πανί το καρφώνει στο ξίφος του και το σηκώνει ψηλά.
Οι Τούρκοι βλέποντας την άσπρη σημαία τους αλαλάζουν από τη χαρά τους.
«Γιασασίν, γιασασίν, τεσλίμ γκιαουρλάρ», ακούγονται οι ζητωκραυγές τους. Πλησιάζουν οι Τούρκοι. Να, ένας τσετές ανεβαίνει κιόλας προς το σπήλαιο. Ο Ταγκάλ Γιώργης κοιτάζει την κάννη του περιστρόφου του και ύστερα πιέζει τη σκανδάλη. Ο τελευταίος των γενναίων υπερασπιστών πέφτει μαζί με τη λευκή σημαία του. Οι άντρες, οι Έλληνες, είναι όλοι νεκροί. Για την τύχη των γυναικόπαιδων το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι έγιναν έρμαια της άγριας βουλιμίας των βαρβάρων της Ανατολής. Και το ολοκαύτωμα αυτό έμεινε στην αφάνεια και διασώθηκε μόνο στην παράδοση.
————————————
Ένας μόνο έφτασε πρόσφυγας στην Ελλάδα, από τη σφαγή στη Ματωμένη Σπηλιά. Οι Τούρκοι μετέφεραν τους 600 άμαχους της Παναγίας Μάγαρας στην τουρκική κωμόπολη Τσασούρ και από εκεί όσους επέζησαν από τα μαρτύρια που υπέστησαν στην πλατεία του χωριού, τους έστειλαν εξορία στην Κασταμονή, όπου και έφτασαν μόνο 83 άτομα. Ένας από τους επιζώντες ήταν και ο 12χρονος τότε Κλαζίδης Βασίλης από το Ουτς Πουνάρ, που εγκαταστάθηκε μετά την ανταλλαγή στον Βαθύτοπο Δράμας…
——————————————
2.ΖΗΤΗΣΑΝ ΝΑ ΤΙΣ ΣΚΟΤΩΣΟΥΝ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΣΟΥΝ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΤΣΕΤΩΝ!!!
Σε μια σπηλιά είχαν κρυφτεί ενενήντα πέντε γυναικόπαιδα πού τα προστάτευαν δεκαπέντε αντάρτες. Οι Τούρκοι πολεμούσαν με δύναμη ενός τάγματος για να την πλησιάσουν, μα δεν τα κατάφερναν, γιατί ένας βαθύς γκρεμός τούς εμπόδιζε να φτάσουν ως το στόμιό της. Επί δέκα οχτώ μέρες έριχναν αφειδώλευτα το καυτό μολύβι τους χωρίς να μπορέσουν να λυγίσουν την αντίσταση των δεκαπέντε παλικαριών. Τη δέκατη ένατη όμως μέρα, τα βόλια των ανταρτών τελείωσαν καί οι υπερασπιστές της σπηλιάς κυριεύτηκαν από μαύρη απόγνωση. Επί ώρες ολόκληρες ό νεαρός καπετάνιος δίσταζε να φανερώσει την τραγική κατάσταση στους άμαχους. Στο τέλος, όμως, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, τούς μάζεψε καί τούς είπε με θλιμμένη φωνή:
—’Αδέλφια, πρέπει να μάθετε τήν αλήθεια, όσο πικρή καί αν είναι. Τελείωσαν όλες οι σφαίρες καί είμαστε πιασμένοι στα δίχτυα των Τούρκων.
Οι γυναίκες άκουσαν τήν κουβέντα τού καπετάνιου με απάθεια σα να τήν περίμεναν. Βλέποντάς τον μάλιστα να υποφέρει, βιάστηκαν να τού πουν με μια φωνή:
— Να μη μας παραδώσετε στους Τούρκους!
Ό καπετάνιος ξαφνιάστηκε.
— Μα πώς θα γίνει αυτό; Δεν ακούσατε τί σας είπα; Δεν έχουμε βόλια.
— Να μας σκοτώσετε! απάντησαν με ήρεμη αποφασιστικότητα.
Ό καπετάνιος έσκυψε το κεφάλι του συντριμμένος. Κάθισε σε μια άκρη καί σκέφτηκε. Ζύγισε τα υπέρ καί τα κατά. Κατόπιν κάλεσε τα παλικάρια του καί συζήτησε μαζί τους τη θέληση των γυναικόπαιδων να σκοτωθούν παρά να πέσουν στα χέρια των Τούρκων καί να ατιμαστούν. Συμφώνησαν όλοι πώς δεν τούς απόμενε άλλη λύση. Καί αποφάσισαν.
Έπειτα από λίγη ώρα ξετυλίχτηκε ή πρώτη σκηνή: Οι αντάρτες, με πρόσωπα πετρωμένα καί με μάτια πού γυάλιζαν από τα συγκρατημένα δάκρυα, αράδιασαν το πλήθος έξω από τη σπηλιά, γυναίκες, γέρους καί παιδιά καί, βγάζοντας κατόπιν τα μαχαίρια τους, εκτέλεσαν τήν τρομερή απαίτηση των γυναικών! Όταν ξεψύχησαν καί τα ενενήντα πέντε γυναικόπαιδα, ακολούθησε ή δεύτερη σκηνή: Οι αντάρτες έσπασαν τα όπλα τους χτυπώντας τα πάνω στα βράχια καί κατόπιν πήδησαν κάτω στο γκρεμό καί σκοτώθηκαν .