π. Νεκτάριος Ἀντωνόπουλος
«Στὰ χρόνια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου στην Ρωσία, ὅταν τὰ ἀντίθετα στρατεύματα διεκδικούσαν τὴν ἐξουσία, μιὰ μικρὴ πόλη. ἢ ὁποία εἶχε μείνει στην κατοχὴ τῶν αὐτοκρατορικὼν στρατευμάτων, τελικὰ ἔπεσε στὰ χέρια τοῦ "κόκκινου στρατοῦ".
Μιὰ γυναῖκα βρέθηκε ἐκεῖ μὲ τὰ δυὸ παιδάκια της, τεσσάρων καὶ πέντε ἐτῶν. "Ἀντιμετώπιζαν μεγάλο κίνδυνο, γιατὶ ὁ σύζυγός της ἀνῆκε στὸ ἀντιθετο στρατόπεδο.
Κρύφτηκε, λοιπόν, σὲ ἕνα ἐγκαταλελειμμένο σπίτι, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι κάποια στιγμὴ θὰ κατόρθωνε νὰ διαφύγει.
Ἕνα βραδὺ μιὰ νέα γυναῖκα, ἡ Ναταλία, τῆς ἰδίας μὲ αὐτὴν ἡλικίας, λίγο πάνω ἀπὸ εἴκοσι ἐτῶν, κτύπησε τὴν πόρτα καὶ τὴν ῥώτησε ἂν ἤταν ἡ τάδε... Ὅταν ἡ μητέρα εἶπε ὅτι αὐτή ἤταν, ἡ Ναταλία τὴν προειδοποίησε ὅτι τὴν ἀνακαλύψαν καιὶ ὅτι θὰ τὴν ἔπαιρναν τὴν ἴδια νύχτα για να τὴν ἐκτελέσουν. Καὶ ἡ νέα προσθεσε:
-Πρέπει νὰ φύγεις ἀμέσως.
Ἡ μητέρα κοίταξε τὰ παιδιὰ της καὶ εἶπε:
- Πῶς μπορῶ νὰ φύγω;
Ἡ νέα ποῦ μέχρι τότε... δὲν ἤταν παρὰ μιὰ ἄγνωστη, ἔγινε ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ "πλησίον" τοῦ Εὐαγγελίου. Γύρισε στῇ μητέρα καὶ εἶπε:
- Μπορείς, γιατὶ θὰ μείνω ἐγὼ ἐδῶ καὶ θά πῶ τὸ ὄνομά σου, ὅταν θὰ ἔλθουν νὰ συλλάβουν ἐσένα.
-"Ἀλλὰ θὰ σὲ τουφεκίσουν, εἶπε ἡ μητέρα.
- Ναί, μὰ ἐγὼ δὲν ἔχω παιδιά.
Καὶ ἔμεινε στὸ σπίτι, ἐνῶ ἡ μητέρα μὲ τὰ παιδιὰ ἔφυγαν.
Μπορούμε νὰ φανταστοῦμε τό τι ἔγινε κατόπιν. Μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴν νύχτα νὰ ἔρχεται, νὰ τυλίγει μέσα στὸ σκοτάδι, στὴν μελαγχολία, στὸ κρύο καὶ στήν ὑγρασία αὐτό τὸ σπίτι. Μποροῦμε νὰ δοῦμε ἐκεῖ μιὰ γυναῖκα νὰ περιμένει τὸ θάνατο της καὶ νὰ θυμηθοῦμε τὸν κῆπο τῆς Γεθσημανής.
Πιθανὸν πολλὲς φορὲς νὰ σκέφθηκε ὅτι θὰ μποροῦσε σὲ ἕνα λεπτὸ νὰ βρεθεῖ ἀσφαλισμένη! Δὲν εἶχε παρὰ νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα καὶ ἀπὸ τὴν στιγμή που θὰ βρισκόταν στὸ δρόμο δὲν θὰ ἤταν πιὰ ἐκείνῃ ἡ γυναῖκα, θὰ ἤταν πάλι ὁ ἐαυτὸς της ὁ ἴδιος.
Θὰ ἤταν ἀρκετὸ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν ψεύτικη, τὴν μοιρασμένη της ταυτότητα. Ἀλλά ἡ Ναταλία προτίμησε νὰ πεθάνει, νὰ τουφεκισθεῖ. Ἡ μητέρα καὶ τὰ παιδιὰ γλίτωσαν.