Η θρησκευτικότητα αναφέρεται στην ανασφάλεια των ανθρώπων. Αποτελεί μια αγωνιώδη προσπάθεια κάλυψης των φοβιών από τη συνειδητοποίηση του θανάτου. Γι' αυτό περικλείει αρχαϊκά συναισθήματα όπως φοβίες, ενοχές, οργή, αδυναμία.
Ο θρησκευτικός άνθρωπος ακολουθεί με ψυχαναγκαστικό τρόπο τις θρησκευτικές λειτουργίες ώστε να εξιλεωθεί. Γι’ αυτόν η θρησκεία είναι η πάλη με το κακό. Νιώθει τη δύναμη του κακού κυρίαρχη στη ζωή του, την φοβάται, μα ταυτόχρονα έλκεται από αυτή.
Θεωρεί το διάβολο, τον εκφραστή και εξουσιαστή του κακού ως παντοδύναμο που...
δύναται να εισχωρήσει οποιαδήποτε στιγμή στη ζωή του. Επομένως ασχολείται διαρκώς με αυτόν και του δίνει υπόσταση. Τις δικές του αδυναμίες αστοχίες και σκέψεις τις χρεώνει στον διάβολο και έτσι ο ίδιος αισθάνεται ως άβουλο πλάσμα που κάθε στιγμή κινδυνεύει να παρασυρθεί από το κακό. Προσφεύγει στο Θεό όχι γιατί έχει νιώσει αφόρητη έλξη από το πρόσωπό Του αλλά σαν καταφύγιο από τις δυνάμεις του κακού. Πλησιάζει το Θεό όχι με εμπιστοσύνη στο άπειρο Έλεός του αλλά με φόβο και ενοχές γιατί νιώθει ότι έλκεται από το κακό. Οι θρησκευτικές τελετουργίες είναι καθήκοντα είναι τελετουργίες κάθαρσης από τη βρωμιά.
Παρόλα αυτά όμως δεν νιώθει γαλήνη. Γιατί μεταφέροντας την αίσθηση της προσωπικής αδυναμίας του στην πάλη με το κακό αισθάνεται ως κύριο στοιχείο του Θεού τη δικαιοσύνη. Μια δικαιοσύνη αμείλικτη, τιμωρητική, σαδιστική, ισοπεδωτική. Ο Θεός γίνεται εξισορροπητικό στοιχείο της ύπαρξης του κακού και το πολεμάει με αντίστοιχα όπλα.
Ο θρησκευτικός άνθρωπος μη βιώνοντας το έλεος του Θεού διαμορφώνει μια εσωτερική σκληρία. Γίνεται σκληρόκαρδος με τους άλλους τους οποίους εξουθενώνει. Επικριτικός για κάθε τους αδυναμία. Ανελέητος στη μη συμμόρφωσή τους προς τα πρέποντα και τα καθήκοντα.
Η ανάγκη για πληροφόρηση όσον αφορά κάποια στοιχεία της παρουσίας του κακού είναι αφόρητη και καταναγκαστική. Αναζητά δαιμονισμένους που να αποδεικνύουν την πίστη του και θυμώνει απεριόριστα αν αμφισβητηθεί η διάγνωσή του. Συγκεντρώνει υλικό και στοιχεία για τη δράση κάποιον σατανολατρών γιατί του δίνεται η ευκαιρία να φαντασιώνεται τη μέθη της ζωής δίχως όρια που την φαντάζεται ως απόλυτη ηδονή και όχι ως αφόρητη μιζέρια.
Ασχολείται με την καταστροφολογία ως ανταμοιβή για όλα όσα στερήθηκε. Θεωρώντας τους ανθρώπους που δεν αντιστέκονται στο κακό ως τυχερούς που περνούν καλύτερη ζωή αναμένει την τιμωρία τους για να δικαιωθεί ο ίδιος.(…)
Ο άνθρωπος που πιστεύει έλκεται από την ομορφιά και την αγάπη του Θεού. Νιώθει έκθαμβος με την παρουσία του Θεού που αποκαλύπτεται στην ομορφιά της φύσης είτε στην ύπαρξη των ανθρώπων είτε κάποιες στιγμές και στον ίδιο προσωπικά.
Ο άνθρωπος της πίστης ζει ουσιαστικά και γνήσια την εμπιστοσύνη του προς την άπειρη και ανέκφραστη με ανθρώπινους χαρακτηρισμούς αγάπη του Θεού. Βιώνει το ζωοποιό έλεος του Θεού. Επιζητεί τη δικαιοσύνη και την κρίση του Θεού αφού την ταυτίζει με το ασύλληπτο για τους ανθρώπους έλεός Του.
Ο άνθρωπος που βιώνει την παρουσία του Θεού δεν περιμένει τη μετά θάνατον ζωή για να δικαιωθεί. Δε στερείται κάτι ώστε να περιμένει ανταπόδοση. Αντίθετα νιώθει υπόχρεος για τη χάρη που του έχει δοθεί.
Ο άνθρωπος που πιστεύει και κοινωνεί με τον Θεό γνωρίζει ότι το κακό δεν έχει οντότητα. Είναι το σκότος δηλαδή η απουσία του φωτός.
Ο άνθρωπος της πίστης γνωρίζει την ανεπάρκειά του. Βιώνει την απιστία του ως στέρηση ως αποσυντονισμό. Ως αποπροσανατολισμό. Προσπαθώντας να είναι αυθεντικός καταγράφει την ανεπάρκειά του αλλά χαίρεται γνήσια και πλήρως την κάθε στιγμή όταν ξαναβρίσκοντας τον προσανατολισμό του μπορεί να ξαναζεί την ομορφιά της ζωής.
[Γράφει ο παιδοψυχίατρος και συγγραφέας, Δημήτρης Καραγιάννης – Πηγή boro.gr]
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr