Ενα νέο όπλο υπέρ του επαναπατρισμού πολιτιστικών αγαθών που χαρακτηρίζονται ως «εθνικοί θησαυροί» και έχουν απομακρυνθεί παράνομα από το έδαφος κράτους-μέλους ενέκρινε χθες με μεγάλη πλειοψηφία η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Πρόκειται για την αναδιατύπωση της οδηγίας 93/7/ΕΟΚ, για τον επαναπατρισμό των «εθνικών θησαυρών», που πλέον καθιστά απλούστερη τη συνεννόηση μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών- μελών, αλλά και πιο δύσκολη την απόκτηση πολιτιστικών αγαθών από ιδιώτες.
Προβλέπεται η ίδρυση μιας ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων, στην οποία...
το κάθε κράτος-μέλος δημοσιοποιεί πολιτιστικούς θησαυρούς που έχουν φύγει παράνομα από τη χώρα και αμέσως ενημερώνονται αυτόματα και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη. Πέραν αυτών, περιλαμβάνεται ειδική αναφορά στα προϊόντα λαθρανασκαφής, κάτι που δεν υπήρχε μέχρι τώρα στην οδηγία. Η αναδιατύπωση της οδηγίας αφορά σε πολιτιστικά αγαθά που έφυγαν παράνομα από τα σύνορα κρατών-μελών της Ε.Ε. από το 1993 και μετά.
Εισηγήτρια της Σοσιαλιστικής Ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την αναδιατύπωση της οδηγίας ήταν η ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, καθηγήτρια, Χρυσούλα Παλιαδέλη, η οποία συμμετείχε με παρεμβάσεις στο κείμενο και στον άτυπο τρίλογο ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο. Η ίδια, μιλώντας στην «Ε» επισήμανε πως είναι σημαντικό ότι η αναδιατύπωση της Οδηγίας ψηφίστηκε επί ελληνικής προεδρίας, αλλά σχολιάζει παράλληλα και την ελλιπή φύλαξη των αρχαιολογικών χώρων στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της μείωσης του υπαλληλικού προσωπικού.
Εκτιμά επίσης ότι «η αναδιατυπωμένη οδηγία θα ενισχύσει τη συνεργασία των κρατών-μελών στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και θα υποστηρίξει τον επαναπατρισμό πολιτιστικών αγαθών που διακινήθηκαν παράνομα εντός της Ε.Ε., ανοίγοντας έτσι το δρόμο για νομοθετικές πρωτοβουλίες που αφορούν σε διεκδικήσεις επιστροφών που υπερβαίνουν το χρονικό όριο στο οποίο αναφέρεται η συγκεκριμένη οδηγία».
Οπως επισημαίνει, η νέα αναθεωρημένη ευρωπαϊκή οδηγία διευκολύνει τις διαδικασίες και επεκτείνει τα χρονικά όρια για την άσκηση αγωγής και την παραγραφή της παράνομης διακίνησης των πολιτιστικών αγαθών, ενώ μεταφέρει το βάρος της καλής πίστης και της δέουσας επιμέλειας στον κάτοχο του αγαθού, που πρέπει πλέον να αποδείξει πως για την απόκτησή του είχε βεβαιωθεί ότι πρόκειται για προϊόν νόμιμης και όχι αρχαιοκαπηλικής διακίνησης, ενώ περιλαμβάνονται πλέον στην οδηγία και προϊόντα λαθρανασκαφών. Οπως επισημαίνει, η αναδιατύπωση της οδηγίας 93/7/ΕΟΚ κρίθηκε απαραίτητη, προκειμένου να αρθούν περιορισμοί στο νομικό της πεδίο, αλλά και να διευρυνθεί χρονικά η προθεσμία για την προσφυγή κράτους-μέλους που διεκδικεί την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών που διακινήθηκαν παράνομα σε άλλο κράτος-μέλος.