Οἱ προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας.
Ὅταν ὁ Κύριος ἀπέστελλε τούς Ἁγίους Ἀποστόλους γιά νά ὁδηγήσουν τούς ἀνθρώπους στή σωτηρία, τούς εἶπε: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη͵ βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος͵ διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν»114.
Τούς ἔδωσε τίς δύο ἐντολές, πού ἀποτελοῦν καί τούς ὅρους τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων: α) νά βαπτίζουν τούς ἀνθρώπους στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί β) νά τούς διδάσκουν νά τηροῦν ΟΛΕΣ τίς ἐντολές. Ἡ πίστη στόν Χριστό, γιά νά εἶναι ὀρθή καί ζῶσα, πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Αὐτές γίνονται ἀποδεκτές ἀπό τόν πιστό ὡς ὁδηγίες καί προδιαγραφές ζωῆς.
Ὅλοι ὅσοι βαπτίσθηκαν στό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μποροῦν, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ὀφείλουν, νά ἐκτελοῦν ΟΛΕΣ τίς ἐντολές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί εἶναι πού σώζονται, εἴτε εἶναι ἔγγαμοι εἴτε ἄγαμοι. Δεν ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις ἤ ἀποκλεισμοί στήν πορεία πρός τήν θέωση, στήν μετάβαση ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα» στό «καθ’ ὁμοίωσιν».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει «ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε»115 .
Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί –ἔγγαμοι καί ἄγαμοι– ζοῦσαν ἀσκητικά, τηρώντας ὅλες τίς ἐντολές.
Γι’ αὐτό καί εἶχαν γνήσια πνευματικά βιώματα, πού προκύπτουν ἀπό αὐτήν τήν «ἔνδυσι τοῦ Χριστοῦ» κατά τήν Βάπτιση. Εἶχαν τό χάρισμα...
τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τά «γένη γλωσσῶν»116, ὅπως τά ἀποκαλεῖ ὁ Ἅγιος Παῦλος, τά ὁποῖα εἶναι τά διάφορα εἴδη τῆς νοερᾶς προσευχῆς117, καθώς καί τά ἄλλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Γι’ αὐτό καί εἶχαν γνήσια πνευματικά βιώματα, πού προκύπτουν ἀπό αὐτήν τήν «ἔνδυσι τοῦ Χριστοῦ» κατά τήν Βάπτιση. Εἶχαν τό χάρισμα...
Ὁ Ἅγιος Παῦλος αὐτούς καθώς καί ὅσους ἐπρόκειτο νά εἰσέλθουν στήν Ἐκκλησία τούς καθοδηγοῦσε μέ τό λόγο του, ἀλλά καί μέ τίς ἐπιστολες του.
Μέ ὅλες του τίς ἐπιστολές, στίς ὁποῖες κάνει λόγο γιά κάθαρση τῆς καρδιᾶς, γιά φωτισμό τῆς ψυχῆς, γι’ ἀπόκτηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, γιά ἀδιάλειπτη προσευχή, γιά τήν ἐν Πνεύματι ζωή, φανερώνει ποιά εἶναι ἡ σωστή χριστιανική ζωή. Εἶναι σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι οἱ ἐπιστολές αὐτές ἐστάλησαν σέ διάφορες ἐκκλησιαστικές κοινότητες τοῦ κόσμου καί ὄχι σέ μοναχούς. Σ’ αὐτές ὑπῆρχαν Χριστιανοί, ὄχι μόνο ἄγαμοι ἀλλά καί ἔγγαμοι πού προσπαθοῦσαν νά ζήσουν τήν κατά Θεόν οἰκογενειακή ζωή! Οἱ ἀσκητικές αὐτές προτροπές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καθώς καί οἱ μαρτυρίες τῶν ἀρχαίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας φανερώνουν ὅτι στίς πρῶτες ἀποστολικές Ἐκκλησίες, μέχρι τόν 2ο μ.Χ. αἰῶνα, τά μέλη τους ζοῦσαν, ὅπως ζοῦν σήμερα στίς ἱερές Μονές οἱ μοναχοί. Ἔκαναν ἄσκηση, εἶχαν κοινοκτημοσύνη καί ἀσκοῦσαν τήν ὑπακοή, τήν σωφροσύνη, τήν ἁγνότητα. Ζοῦσαν δέ πολύ ἔντονα τήν λατρευτική- μυστηριακή ζωή. Ἐμιμοῦντο τόν Κύριο καί τούς Ἁγίους Ἀποστόλους.
Ὅταν ἀργότερα, μετά τήν κατάπαυση τῶν διωγμῶν, ὁ Χριστιανισμός ἔγινε ἐπίσημη πλέον θρησκεία τοῦ κράτους, εἰσῆλθε μέσα στήν Ἐκκλησία ἡ ἐκκοσμίκευση. Τότε ἀτόνησε αὐτή ἡ πρώτη μορφή τῆς αὐθεντικῆς ἐνοριακῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἐνῶ παράλληλα ἄρχισε νά ἀναδεικνύεται ὁ μοναχισμός ὡς προσπάθεια συνέχισης τῆς βιώσεως αὐτῆς τῆς ἀποστολικῆς ζωῆς. Τότε, στόν καιρό τῆς ἐκκοσμίκευσης, ἄρχισε νά διαμορφώνεται σέ κάποιους χριστιανούς ἡ ὀλέθρια ἀντίληψη ὅτι τάχα ἀπαιτοῦνται λιγότερα ἀπό τούς λαϊκούς γιά τήν σωτηρία τους σέ σχέση μέ τούς μοναχούς. Ἀπό αὐτήν τήν ἀντίληψη, ὅπως λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, προῆλθαν ὅλα τά κακά.
Ἡ ἰδέα ὅτι αὐτοί πού ζοῦν στόν κόσμο μποροῦν νά διάγουν «χαλαρά» καί νά μήν τηροῦν ἀκριβῶς τό Εὐαγγέλιο, σέ ἀντίθεση μέ τούς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι θεωρεῖτο ὅτι ἦταν οἱ μόνοι πού ὑποχρεοῦνταν νά Τό τηροῦν πλήρως, λειτούργησε καταστροφικά γιά τά λαϊκά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀντίληψη αὐτή, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, δέν εἶναι παρά μία μεγάλη αὐταπάτη.
«Αὐταπατᾶσαι καί σφάλλεις πάρα πολύ», λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ἄν νομίζεις ὅτι ἄλλα ἀπαιτοῦνται ἀπό τόν κοσμικό καί ἄλλα ἀπό τόν μοναχό. Διότι πρέπει τό ἴδιο νά ἀνεβοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι· καί ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἀνέτρεψε ὅλην τήν οἰκουμένη εἶναι αὐτή ἡ ἀντίληψη: νομίζουμε ὅτι μόνον ἀπό τόν μοναχό ἀπαιτεῖται μεγαλύτερη ἀκρίβεια (στήν ζωή του) καί ὅτι στούς ὑπολοίπους ἐπιτρέπεται νά ζοῦν μέ ραθυμία»118.
Ὁ Κύριος εἶπε σαφῶς ὅτι ἀπαιτεῖται ἀπό ὅλους, κοσμικούς καί μοναχούς, ἐγγάμους καί ἀγάμους, ὅσοι θέλουν νά σωθοῦν!, ἡ τήρηση ΟΛΩΝ τῶν ἐντολῶν: «Ὅποιος τηρήσει ὅλες τίς ἐντολές καί μία μόνον δέν τηρήσει ἀκριβῶς, εἶναι παραβάτης ὅλων», δηλ. εἶναι ὡς νά μήν τήρησε καμμία.«Ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ͵ πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί͵ γέγονεν πάντων ἔνοχος»119.
Δέν ὑπάρχει ἕνα Εὐαγγέλιο βαρύ ἤ πλῆρες γιά τούς μοναχούς, τό ὁποῖο οἱ μοναχοί καί μόνον αὐτοί εἶναι ὑποχρεωμένοι νά τό τηροῦν μέχρι «κεραίας», καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἕνα Εὐαγγέλιο «ἐλαφρύτερο» γιά τούς χριστιανούς, πού ζοῦν στόν κόσμο, τό ὁποῖο αὐτοί ὡς «κοσμικοί» δικαιοῦνται νά τό ἔχουν καί νά τό ἀκολουθοῦν.
Τό Εὐαγγέλιο εἶναι ΕΝΑ, κοινό γιά ὅλους. Οἱ ἐντολές Του εἶναι ἐπίσης κοινές γιά ὅλους καί εἶναι ἐλαφρές καί ἀπελευθερωτικές. «Οἱ Ἐντολές Μου» διακηρύττει ὁ Κύριος καί Δημιουργός μας, « βαρεῖαι οὐκ εἰσί»120. Ὁ Χριστός μας δέν μᾶς φορτώνει φορτία δυσβάστακτα. «Ὁ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι»121 μᾶς λέγει.
Ἀντιθέτως, βαρύ φορτίο εἶναι αὐτό πού φορτώνει ὁ κόσμος καί ὁ διάβολος στούς ὁπαδούς του: τό φορτίο τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθῶν, τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό τόν Θεό, τῆς ἔλλειψης νοήματος γιά τήν ζωή, τό φορτίο τοῦ ἄγχους, τῆς μελαγχολίας, τῆς κατάθλιψης καί τοῦ ὑπαρξιακοῦ θανάτου. «Τά ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας εἶναι θάνατος»122 ψυχικός καί σωματικός, αἰώνιος χωρισμός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Θεία Χάρη, τήν αἰώνια μακαριότητα, τόν Θεό. Αὐτό συμβαίνει βεβαίως ἐάν ὁ ἄνθρωπος, ὅσο εἶναι σ’ αὐτήν τή ζωή, δέν μετανοήσει εἰλικρινῶς. Ἐάν μετανοήσει, ἡ ψυχή ἀνίσταται πνευματικά καί ὁ ἄνθρωπος σώζεται ἀπό τόν ἀθάνατο θάνατο -πού εἶναι ὁ αἰώνιος χωρισμός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Θεία Χάρη. Ὅσοι πάντως παραβαίνουν τίς ἐντολές, ἐπισημαίνει ὁ Μ. Βασίλειος, κινδυνεύουν νά ὁδηγηθοῦν στήν αἰώνια ἀπώλεια.
«Ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους», διδάσκει ὁ Οὐρανοφάντωρ, «θά ἀπαιτηθεῖ ἡ ὑπακοή πρός τό Εὐαγγέλιο· καί ἀπό τούς μοναχούς καί ἀπό αὐτούς πού ἔχουν σύζυγο. Διότι θά εἶναι ἀρκετό σ’ αὐτόν πού ἦλθε σέ γάμο ἡ παραχώρηση τῆς ἀκρασίας (ἔλλειψης ἐγκράτειας) καί τῆς ἐπιθυμίας πρός τό θῆλυ καθώς καί τῆς συνουσίας. Ὅλες οἱ ὑπόλοιπες ἐντολές εἶναι νομοθετημένες καί ἀφοροῦν σέ ὅλους στόν ἴδιο βαθμό. Ἐπίσης, δέν εἶναι ἀκίνδυνες γι’ αὐτούς πού τίς παραβαίνουν. Εὐαγγελιζόμενος ὁ Χριστός τίς ἐντολές τοῦ Πατρός διαλεγόταν μ’ αὐτούς πού βρίσκονταν στόν κόσμο (καί ὄχι μέ ἐρημίτες ἀσκητές). Ἐάν μάλιστα συνέβαινε κάποτε νά ἐρωτηθεῖ ἀπό τούς μαθητές Του κατ’ ἰδίαν –ἀλλά καί κατ’ ἰδίαν νά ἀπαντήσει–, διακήρυττε λέγοντας: ‘’Αὐτά πού λέγω σέ σᾶς, σέ ὅλους τά λέγω’’»123. Τό ἔκανε αὐτό, γιά νά μήν νομίσουν ὅτι αὐτά πού τούς ἔλεγε ἰδιαιτέρως, ἴσχυαν μόνο γι’ αὐτούς. Ἴσχυαν καί ἰσχύουν γιά ὅλους· μοναχούς καί ἐγγάμους.
Στὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπως καταγράφεται στό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί γενικότερα στήν ὀρθόδοξη Παράδοση δὲν ὑπάρχει διάκριση μεταξὺ μοναχῶν καὶ ἐγγάμων, ὡς πρὸς τὶς προϋποθέσεις-ὑποχρεώσεις γιὰ τὴν σωτηρία τους124. Δὲν εἶναι γιὰ κάθε τάξη διαφορετικὲς οἱ προϋποθέσεις-ὑποχρεώσεις. Ἕνα εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ: ὁ ἁγιασμός μας. «Τοῦτο γάρ ἐστιν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ», διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφή, «ὁ ἁγιασμὸς ὑμῶν»125. Αὐτό καλοῦνται νά τηρήσουν ὅλοι, ἀνεξαρτήτως τάξης, ἤ οἰκογενειακῆς καταστάσης.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, κάνοντας λόγο γιά τήν παρθενία καί τόν γάμο, λέει ὅτι «ὁ ἄγαμος μεριμνᾶ τά τοῦ Κυρίου, ὁ δέ γαμήσας μεριμνᾶ τά τοῦ κόσμου, ὅσα ἀρέσει τῇ γυναικί»126. Τονίζει δέ συγχρόνως ὅτι «ὁ χρόνος εἶναι συνεσταλμένος, καί αὐτοί πού ἔχουν γυναῖκες (πρέπει) νά ζοῦν ὡς νά μήν ἔχουν»127. Τότε μπορεῖ πράγματι νά σωθεῖ αὐτός πού ἔχει γυναῖκα: ὅταν ζεῖ ὅπως αὐτοί πού δέν ἔχουν.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διδάσκει ὅτι ὅλες οἱ εὐαγγελικὲς ἐντολές εἶναι κοινὲς γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Σὲ τίποτε δὲν διαφέρει ὁ λαϊκὸς ἀπὸ τὸν μοναχὸ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ λαϊκὸς ἔχει ἔλθει «εἰς γάμου κοινωνίαν».
«Μήπως ὁ κοσμικός», παρατηρεῖ τό χρυσό στόμα τῆς Ἐκκλησίας, «ὀφείλει (δικαιοῦται) νά ἔχει κάτι περισσότερο ἀπό τόν μονάζοντα ἐκτός μόνο ἀπό τό ὅτι μπορεῖ νά συγκατοικεῖ μέ γυναῖκα; Σ’αὐτό μόνο ἔχει τήν συγγνώμη (παραχώρηση ἀπό τόν Θεό), στά ἄλλα ὅμως ὄχι, ἀλλά ὅλα πρέπει νά τά κάνει ἐξ ἴσου μέ τόν μονάζοντα (νά τηρεῖ ὅλες τίς ἐντολές). Ἄλλωστε καί οἱ μακαρισμοί δέν εἰπώθηκαν ἀπό τόν Χριστό μόνο πρός τούς μονάζοντες· διότι τότε χάθηκε ὅλη ἡ οἰκουμένη καί θά κατηγορούσαμε γιά ὠμότητα τόν Θεό. Ἐάν δέ οἱ μακαρισμοί ἔχουν εἰπωθεῖ μόνο γιά τούς μοναχούς καί ὁ κοσμικός δέν ἔχει τή δυνατότητα νά τούς κατορθώσει (ἐπιτύχει), Αὐτός δέ (ὁ Θεός) ἐπέτρεψε τό γάμο, ἑπομένως Αὐτός ὁδήγησε ὅλους στήν ἀπώλεια»128. Μέ τά σοφά αὐτά ἐπιχειρήματα ἀποδεικνύει ὁ ἱερός Πατήρ ὅτι πράγματι βλασφημεῖ αὐτός πού λέγει ὅτι οἱ ἔγγαμοι δέν μποροῦν νά τηρήσουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
«Ἄν δέν εἶναι δυνατόν οἱ ἔγγαμοι», παρατηρεῖ πάλι ὁ μέγάλος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας «νά κάνουν τά τῶν μοναχῶν, τότε τά πάντα χάθηκαν καί διαφθάρηκαν καί ἡ ἀρετή ἔχει γίνει γιά πολύ λίγους. Πῶς δέ τότε εἶναι τίμιος ὁ γάμος ἀφοῦ μᾶς ἐμποδίζει τόσο πολύ (στήν ἀρετή); Τί λοιπόν μποροῦμε νά ποῦμε; Εἶναι δυνατόν καί πάρα πολύ δυνατόν νά ἀσκοῦμε τήν ἀρετή ἐάν θέλουμε, ἐνῶ ἔχουμε γυναῖκες. Πῶς; Ἐάν ἔχοντας γυναῖκες εἴμαστε ὡς νά μήν ἔχουμε. Ἐάν δέν χαιρόμαστε μέ τίς κτήσεις…Ἐάν δέ κάποιοι ἐμποδίσθηκαν ἀπό τό γάμο, ἄς δοῦν ὅτι δέν ἦταν ἐμπόδιο ὁ γάμος, ἀλλά ἡ προαίρεση ἡ ὁποία χρησιμοποίησε μέ κακό τρόπο τό γάμο. Ἐπειδή καί ὁ οἶνος δέν προκαλεῖ τήν μέθη, ἀλλά ἡ κακή προαίρεση καί ἡ χρησιμοποίησή του πέραν τοῦ μέτρου. Μέ μέτρο χρησιμοποίησε τό γάμο καί πρῶτος θά εἶσαι στήν Βασιλεία (τῶν Οὐρανῶν) καί θά ἀπολαύσεις ὅλα τά ἀγαθά»129.
Οἱ μοναχοί, ζώντας στό Μοναστήρι τους καί οἱ ἔγγαμοι, ζώντας στό μικρό «μοναστηράκι» τους, τήν οἰκογένεια, καλοῦνται νά ἐργαστοῦν, γιά νά ἁγιάσουν τό «σκεῦος τους», τό σῶμα καί τήν ψυχή τους .
Ὅλοι μποροῦν νά σωθοῦν ἀρκεῖ νά τό θελήσουν καί νά «ἀθλήσουν νόμιμα»130, δηλαδή νά ζήσουν ἀσκητικά-ἡσυχαστικά καί μέ συμμετοχή στά Ἱερά Μυστήρια πρό πάντων δέ στά Μυστήρια τῆς Μετανοίας-Ἐξομολόγησης καί Θεία Εὐχαριστίας.
«Τί λοιπόν;», ἐρωτᾶ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος «Ὅποιος κατοικεῖ στήν πόλη καί ἔχει σπίτι καί γυναῖκα δέν μπορεῖ νά σωθεῖ;».
Καί ἀπαντᾶ: «Καί βέβαια (μπορεῖ νά σωθεῖ), ἀφοῦ μάλιστα δέν ὑπάρχει μόνον ἕνας τρόπος σωτηρίας (δηλ. ὁ δρόμος τοῦ μοναχισμοῦ), ἀλλά πολλοί καί διάφοροι. Αὐτό ἀκριβῶς λέγει ἀόριστα ὁ Χριστός μας ὅταν ἀποφαίνεται ὅτι ὑπάρχουν πολλές μονές πλησίον τοῦ Πατρός»131.
Ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα μπορεῖ καί πρέπει νά βιωθεῖ ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὁ Χριστός καί ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν Του πρέπει νά εἶναι τό κέντρο τῆς ζωῆς, τόσο τῶν Μοναχῶν, ὅσο καί τῶν ἐγγάμων.
114Ματθ. 28, 19-20.
115Γαλ.3, 27.
116Α΄ Κορ. 12, 10.
117 Πρωτοπρ. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου, Πατερική Θεολογία, Ποῖος εἶναι ὁ «προφήτης» στήν Καινή Διαθήκη, Ἐκδόσεις ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 100.
118 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου,Πρός πιστόν πατέρα3, 14,PG 47, 372-374. «Σφόδρα ἀπατᾷς σαυτὸν καὶ σφάλλεις, εἰ ἄλλα μὲν οἴει τὸν βιωτικὸν, ἕτερα δὲ ἀπαιτεῖσθαι τὸν μοναχόν· Τό Τὸ γὰρ αὐτὸ πάντας ἀνθρώπους ἀναβῆναι δεῖ·καὶ τὸ πᾶσαν ἀνατρέψαν τὴν οἰκουμένην, τοῦτό ἐστιν, ὅτι μείζονος οἰόμεθα δεῖν ἀκριβείας τῷ μονάζοντι μόνῳ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐξεῖναι ῥᾳθύμως ζῇν»
119Ἰακ. 2, 10.
120Ἰω. Α΄, 5, 3.
121Ματθ. 11, 30.
122Ρωμ. 6, 23: «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος».
123 Μεγ. Βασιλείου, Λόγος ἀσκητικός καὶ παραίνεσις περὶ ἀποταγῆς βίου, καὶ τελειώσεως πνευματικῆς.Sermo 11 (sermoasceticusetexhortatioderenuntiationemundi) [Dub.] 31.625.35 «πάντες ἄνθρωποι ἀπαιτηθησόμεθα τὴν πρὸς τὸ Εὐαγγέλιον ὑπακοὴν, μοναχοί τε καὶ οἱ ἐν συζυγίαις. Ἀρκέσει γὰρ τῷ ἐπὶ γάμον ἐλθόντι ἡ συγγνώμη τῆς ἀκρασίας καὶ τῆς πρὸς τὸ θῆλυ ἐπιθυμίας τε καὶ συνουσίας· τὰ δὲ λοιπὰ τῶν ἐντολῶν πᾶσιν ὁμοίως νενομοθετημένα οὐκ ἀκίνδυνα τοῖς παραβαίνουσι. Καὶ γὰρ εὐαγγελιζόμενος ὁ Χριστὸς τὰ τοῦ Πατρὸς ἐντάλματα, τοῖς ἐν τῷ κόσμῳ διελέγετο· εἰ δέ που συνέβη καὶ κατ’ ἰδίαν ἐπερωτηθέντα αὐτὸν ἀποκρίνασθαι τοῖς αὑτοῦ μαθηταῖς, διεμαρτύρατο λέγων· Ἃ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω».
124 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Στήν Πρός Ἑβραίους ἐπιστολή, ὁμιλία Ζ΄. ΕΠΕ 24, 394 . PG 63, 67: «Μὴ γὰρ ὁ κοσμικὸς ὀφείλει τι ἔχειν πλέον τοῦ μονάζοντος, ἢ τὸ γυναικὶ συνοικεῖν μόνον; ἐνταῦθα ἔχει τὴν συγγνώμην, ἐν δὲ τοῖς ἄλλοις οὐκέτι, ἀλλὰ πάντα ἐξ ἴσης τῷ μονάζοντι πράττειν αὐτὸν προσῆκε. .. Εἰ γὰρ οὐ δυνατὸν μετὰ γάμου τὰ τῶν μοναζόντων ποιεῖν, πάντα ἀπόλωλε καὶ διέφθαρται, καὶ εἰς στενὸν κατεκλείσθη τὰ τῆς ἀρετῆς».
125Α΄Θεσ. 4, 3 .
126Α΄ Κορ. 7, 33.
127 Α΄ Κορ.7, 29-31: «τοῦτο δέ φημι͵ ἀδελφοί͵ ὁ καιρὸς συνεσταλμένος ἐστίν· τὸ λοιπὸν ἵνα καὶ οἱ ἔχοντες γυναῖκας ὡς μὴ ἔχοντες ὦσιν͵ καὶ οἱ κλαίοντες ὡς μὴ κλαίοντες͵ καὶ οἱ χαίροντες ὡς μὴ χαίροντες͵ καὶ οἱ ἀγοράζοντες ὡς μὴ κατέχοντες͵ καὶ οἱ χρώμενοι τὸν κόσμον ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου».
128 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Στήν Πρός Ἑβραίους ἐπιστολή, ὁμιλία Ζ΄. ΕΠΕ 24, 394 PG 63, 67 -68: «Μὴ γὰρ ὁ κοσμικὸς ὀφείλει τι ἔχειν πλέον τοῦ μονάζοντος, ἢ τὸ γυναικὶ συνοικεῖν μόνον; ἐνταῦθα ἔχει τὴν συγγνώμην, ἐν δὲ τοῖς ἄλλοις οὐκέτι, ἀλλὰ πάντα ἐξ ἴσης τῷ μονάζοντι πράττειν αὐτὸν προσῆκε. Καὶ οἱ μακαρισμοὶ δὲ οἱ παρὰ τοῦ Χριστοῦ οὐ μονάζουσι μόνον εἰσὶν εἰρημένοι· ἐπεὶ τὸ πᾶν ἀπώλετο τῆς οἰκουμένης,καὶ κατηγορήσαμεν ἂν ὠμότητα τοῦ Θεοῦ. Εἰ δὲ οἱ μακαρισμοὶ τοῖς μονάζουσίν εἰσι μόνοις εἰρημένοι, καὶ τὸν κοσμικὸν οὐ δυνατὸν αὐτοὺς κατορθῶσαι, Αὐτὸς δὲ τὸν γάμον ἐπέτρεψεν, ἄρα Αὐτὸς πάντας ἀπώλεσεν. Εἰ γὰρ οὐ δυνατὸν μετὰ γάμου τὰ τῶν μοναζόντων ποιεῖν, πάντα ἀπόλωλε καὶ διέφθαρται, καὶ εἰς στενὸν κατεκλείσθη τὰ τῆς ἀρετῆς. Πῶς δὲ καὶ τίμιος ὁ γάμος, ὁ τοσοῦτον ἐμποδίζων ἡμῖν; Τί οὖν ἔστιν εἰπεῖν; Δυνατὸν, καὶ σφόδρα δυνατὸν καὶ γυναῖκας ἔχοντας τὴν ἀρετὴν μετιέναι, ἐὰν θέλωμεν. Πῶς; Ἐὰν ἔχοντες γυναῖκα, ὡς μὴ ἔχοντες ὦμεν· ἐὰν μὴ χαίρωμεν ἐπὶ κτήσεσιν, ἐὰν τῷ κόσμῳ χρώμεθα ὡς μὴ καταχρώμενοι. Εἰ δέ τινες ἐνεποδίσθησαν ὑπὸ γάμου, ἰδέτωσαν ὅτι οὐχ ὁ γάμος ἐμπόδιον, ἀλλ’ ἡ προαίρεσις ἡ κακῶς χρησαμένη τῷ γάμῳ· ἐπεὶ οὐδὲ ὁ οἶνος ποιεῖ τὴν μέθην, ἀλλ’ ἡ κακὴ προαίρεσις, καὶ τὸ πέραν τοῦ μέτρου χρῆσθαι· μετὰ συμμετρίας τῷ γάμῳ χρῶ, καὶ πρῶτος ἐν τῇ βασιλείᾳ ἔσῃ, καὶ πάντων ἀπολαύσεις τῶν ἀγαθῶν».
129Ὅ. π.
130Τιμ. Β΄ 2, 5.
131 Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: ΤLG,Work #003 47.356.30 toWork #003 47.356.34 «Τί οὖν; πόλιν οἰκοῦντα͵ καὶ οἰκίαν καὶ γυναῖκα ἔχοντα οὐκ ἔνι σωθῆναι͵ φησί; Μάλιστα μὲν οὐχ εἷς σωτηρίας τρόπος͵ ἀλλὰ πολλοὶ καὶ διάφοροι. Καὶ τοῦτο λέγει μὲν ἀορίστως ὁ Χριστὸς͵ πολλὰς εἶναι μονὰς ἀποφαινόμενος παρὰ τῷ Πατρί».