Τα 100 δημοφιλέστερα Δημοτικά τραγούδια του Ελληνικού Έθνους



Τα 100 δημοφιλέστερα Δημοτικά τραγούδια του Ελληνικού Έθνους

(Προσωπική Εκτίμηση
του Δημητρίου Γκόγκα )



1.       Αν βουληθώ, (Κύπρος)

Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην εβρώ νερό να πιω
μη ρούχο να φορήσω

Αν βουληθώ, αν βουληθώ
να σ’ αρνηθώ
να σ’ απολησμονήσω
να μην μπορώ φιλί να βρω
μη δάκρυ να δακρύσω!


2.       Aπό ξένο τόπο  ( Μικρά Ασία - Σμύρνη )  


Aπό ξένο τόπο κι απ' αλαργινό
ήρθ' ένα κορίτσι, φως μου, δώδεκα χρονώ
...
Ούτε στην πόρτα βγαίνει ούτ στο στενό
ούτε στο παραθύρι φως μου, δυο λόγια να της πω

Έχει μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά
και στο μάγουλό του, φως μου, έχει μιαν ελιά

Δε μου τη δανείζεις δεν μου την πουλάς
την ελίτσα που 'χεις, φως μου, και με τυραννάς

Δε σου τη δανείζω, δεν σου την πουλώ
μόν' να τη χαρίσω θέλω σε κείνον π' αγαπώ


3.       Από τα πολλά που μου 'χεις καμωμένα   ( Μικρά Ασία - Σμύρνη )      

Από τα πολλά που μου 'χεις καμωμένα
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια
τα σωθικά μου τα 'χεις μαυρισμένα
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια

Δε μ' αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν ποθώ τα δυο γλυκά σου μάτια
παίζω και γελώ άλλην αγαπώ
μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια

Τι μου το λες πως δεν μπορείς να ζήσεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια
με φοβερίζεις πως θ' αυτοκτονήσεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια

Δε μ' αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν ποθώ τα δυο γλυκά σου μάτια
παίζω και γελώ άλλην αγαπώ
μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια

Αλλού να βρεις τα νάζια σου να κάνεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια
το ίδιο το 'χω κι αν ζήσεις κι αν πεθάνεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια

Δε μ' αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν ποθώ τα δυο γλυκά σου μάτια
παίζω και γελώ άλλην αγαπώ
μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια



4.       Αρμενάκι   ( Κυκλάδες )

Αρμενάκι είμαι κυρά μου πάρε με
κι άνοιξε τη αγκαλιά σου βάλε με
βάλε με έλα βάλε με

Έλα βάρκα να με πάρεις, πάρε με
πάρε με, έλα πάρε με
σε νησιώτικο λιμάνι βγάλε με
βγάλε με, έλα βγάλε με...


5.       Αρχοντογιός παντρεύεται   ( Δυτική Θράκη )      

Αρχοντογιός - αρχοντογιός παντρεύεται (2)
και παίρνει προσφυγούλα
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
και παίρνει προσφυγούλα
προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου

Η μάνα του - η μάνα του σαν τ' άκουσε (2)
πολύ της κακοφάνη
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
πολύ της κακοφάνη
προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου

Πιάνει δυο φι - πιάνει δυο φίδια ζωντανά (2)
τα ξεροτηγανίζει
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
τα ξεροτηγανίζει
προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου

Κάτσε νύφη μ'-κάτσε νύφη μ' να φας να πιεις (2)
ψάρια τηγανισμένα
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
ψάρια τηγανισμένα
προσφυγούλα σε κλαίν' τα μάτια μου

Από την πρώ-από την πρώτη πιρουνιά (2)
η κόρη εφαρμακώθη
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
η κόρη εφάρμακώθη
προσφυγούλα σε κλαίν' τα μάτια μου

-Αχ,πεθερά-αχ,πεθερά θέλω νερό (2)
τη φλόγα μου να σβήσω
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
τη φλόγα μου να σβήσω
προσφυγούλα σε κλαίν'τα μάτια μου




6.       Άσπρα πουλιά   ( Κρήτη )  

Άσπρα πουλιά τση θάλασσας
που χαμηλοπετάτε
αν δείτε την αγάπη μου
να μου την χαιρετάτε

Μηδέ μ' αναστοράσαι μπλιο
μηδέ ρωτάς μάθεις
α' ζω κι α' ντον αποκρατώ
τον πόνο μια αγάπης

Στερουσιανή μου πέρδικα
πέρδικα πλουμισμένη
απ' όλα τα πουλιά τση γης
σ' έχω μπεγιεντισμένη




7.       Αφήνω γεια στις όμορφες   ( Ήπειρος )  

Αφήνω γεια στις όμορφες
και γεια τις μαυρομάτες
εγώ πάω στα Γιάννενα
στου Μπέη τα σαράια.

Βρίσκω τον Μπέη που λούζονταν
σε μια χρυσή λυγένη
καλή μερά σου Μπέη μου
καλώς τη βλάχα που ‘ρθε.

Εγώ είμ’ η βλάχα η έμορφη
η βλάχα η ξακουσμένη
πο’ χω τα χίλια πρόβατα
τα τρεις χιλιάδες γίδια.

Λύκος να φάει τα πρόβατα
και σκάρκαλος τα γίδια
να μείνει η βλάχα η έμορφη.

Στο ’να βουνό τα πρόβατα
στ’ άλλο βουνό τα γίδια
κι ανάμεσα στα δυο βουνά
ρόδοι και μύλοι αλέθουν.

Τα έξι αλέθουν με νερό
τα έξι με το γάλα
κι απ’ τον αφρό του γάλατος
οι βλαχοπούλες πλένουν.

Η μια πλένει τους άρρωστους
κι η άλλη τους λαβωμένους
κι η τρίτη η καλύτερη
τους αρραβωνιασμένους.

Εγώ είμαι η βλάχα η έμορφη.



8.       Αχ πατρίδα μας γλυκιά   ( Θεσσαλία )     


Τι έχουν τα ματάκια σου και είναι δακρυσμένα
ο φασισμός εσκέπασε τη χώρα μας μια μέρα
Αχ πατρίδα μας γλυκιά αγαπημένη Ελλάδα
αχ πατρίδα μας γλυκιά πόσο σ' αγαπώ πιστά

Τη χώρα μας αρχίσανε να την λεηλατούνε
άντρες γυναίκες και παιδιά όλους να μας χτυπούνε
Αχ πατρίδα...

Μα το κακό δεν βάσταξε και ξέσπασε μια μέρα
εμείς τα ελληνόπουλα σηκώσαμε παντιέρα
Αχ πατρίδα...

Τον φασισμό να διώξουμε Χίτλερ και Μουσολίνι
στη χώρα μας να φέρουμε παντοτινά ειρήνη
Αχ πατρίδα... ] 2x


9.       Βασιλικούδα ( Στου Τοκμάκι στ'ς Μεταξάδες )   ( Δυτική Θράκη )      


Στου Τοκμάκι, στ'ς Μεταξάδες
στου Τοκμάκι, στ'ς Μεταξάδες
Γιάννης Δήμαρχους άιντι Βασιλικούδα μ’
Γιάννης Δήμαρχους

Γιάννης έχει τρεις γυναίκις
Γιάννης έχει τρεις γυναίκις
κι άλλην αγαπάει άιντι Βασιλικούδα μ’
κι άλλην αγαπά

Θα χουρίσει τη Θουδώρα
θα χουρίσει τη Θουδώρα
θα πάρει τη Βασιλ'κή άιντι Βασιλικούδα μ’
Θα πάρει τη Βασιλ'κή

Μάνα της την ουρμηνεύει
μάνα της την ουρμηνεύει
την παρακαλεί άιντι Βασιλικούδα μ’
την παρακαλεί

Μην τουν παίρνεις πιδί μ’ τουν Γιάννη
μην τουν παίρνεις πιδί μ’ τουν Γιάννη
τουν Γιάννη του χουβαρντά άιντι Βασιλικούδα μ’
Τουν Γιάννη του χουβαρντά


10.   Βλάχα πάει για τη στάνη   ( Ήπειρος )    

Βλάχα πάει για τη στάνη
για ν' αρμέξει μάνι-μάνι,
μα βραδιάζει και νυχτώνει
και στο δρόμο μένει μόνη.

Τρεις λεβέντες αντικρίζει
μες στο δρόμο σαν γυρίζει,
μα απ' τους τρεις ο ένας τρέχει
και στα μάτια την προσέχει.

Είναι εκείνος π' αγαπούσε
και δυο χρόνια την κοιτούσε.
"Βλάχα γιατί είσαι λυπημένη
και βαριά βαλαντωμένη;"



11.   Γαλανή γαλαζιανή   ( Μακεδονία )  

Με κάλεσε μια αρχόντισσα
γαλανή γαλαζιανή
με κάλεσε μια αρχόντισσα
κόρη Καλαματιανή

Να πάω να δειπνήσω
μαύρα μάτια να φιλήσω

Με στρώνει στρώσεις δώδεκα
γαλανή γαλαζιανή
με στρώνει στρώσεις δώδεκα
κόρη Καλαματιανή

Κι ένα χρυσό πάπλωμα
κι ένα χρυσό πάπλωμα

Πέφτω αγκαλιάζω κούτσουρο
γαλανή γαλαζιανή
πέφτω αγκαλιάζω κούτσουρο
κόρη Καλαματιανή

Πότε να ξημερώσει
πότε να ξημερώσει

Με κάλεσε και μια φτωχή
γαλανή γαλαζιανή
με κάλεσε και μια φτωχή
κόρη Καλαματιανή

Να πάω να δειπνήσω
μαύρα μάτια να φιλήσω



12.   Γιασεμί μου   ( Κύπρος )

Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
ήρθα να το κλαδέψω
ωχ γιαβρί μου
και νόμισε η μάνα σου
γιασεμί μου
πως ήρθα να σε κλέψω
ωχ γιαβρί μου

Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
μοσκοβολά τις στράτες
ωχ γιαβρί μου
κι η μυρωδιά του η πολλή
γιασεμί μου
σκλαβώνει τους διαβάτες
ωχ γιαβρί μου



13.   Δε σε θέλω πια   ( Μικρά Ασία - Σμύρνη )

Από τα πολλά που μου 'χεις καμωμένα
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια
τα σωθικά μου τα 'χεις μαυρισμένα
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια

Δε μ' αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν ποθώ τα δυο γλυκά σου μάτια
παίζω και γελώ άλλην αγαπώ
μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια

Τι μου το λες πως δεν μπορείς να ζήσεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια
με φοβερίζεις πως θ' αυτοκτονήσεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια

Δε μ' αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν ποθώ τα δυο γλυκά σου μάτια
παίζω και γελώ άλλην αγαπώ
μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια

Αλλού να βρεις τα νάζια σου να κάνεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια
το ίδιο το 'χω κι αν ζήσεις κι αν πεθάνεις
δε σε θέλω πια δε σε θέλω πια

Δε μ' αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν ποθώ τα δυο γλυκά σου μάτια
παίζω και γελώ άλλην αγαπώ
μάθε κι άλλη μια πως δε σε θέλω πια



14.   Δέλβινο και Τσαμουριά   ( Ήπειρος )    


Άιντε Δέλβινο μωρέ Δέλβινο,
ωρε Δέλβινο και Τσαμουριά.

Άιντε Δέλβινο και Τσαμουριά,
ωρε δεν τα δίνουν τα παιδιά.

Άιντε δεν τα δι- μωρέ δεν τα δι-,
ωρε δεν τα δίνουν τα παιδιά.

Άιντε δεν τα δίνουν τα παιδιά,
ωρε στο σουλτάνο βασιλιά.

Άιντε Δέλβινο μωρέ Δελβινο,
ωρε Δελβινο και Άγιοι Σαράντα.

Άιντε Δέλβινο και Άγιοι Σαράντα,
ωρε θα σας πάρουμε για πάντα.



15.   Δεν μπορώ μανούλα μ ( Γιατρός )   ( Ήπειρος )  

Δεν μπορώ μανούλα μ’, δεν μπορώ,
αχ συρε να φέρεις το γιατρό.

Αχ συρε να φέρεις το γιατρό,
μην πεθάνω η δόλια και χαθώ.

Αγάπησα μανα μ’ αγάπησα,
πικρά η μαύρη το μετάνιωσα.

Πικρά η μαύρη το μετάνιωσα,
αχ μανούλα μου δεν σ’ άκουσα.

Ζήλεψα μανα μ’ την ομορφιά,
τώρα είμαι άρρωστη βαριά.

Τώρα είμαι άρρωστη βαριά,
θα πεθάνω η δόλια κι είμαι νια.

Σώπα τσούπρα μ’ και μην κλαις εσύ,
θα φέρω το γιατρό ταχιά πρωί.

Θα φέρω το γιατρό ταχιά πρωί,
να σου γιάνει κόρη μ’ την πληγή.



16.   Διώχνεις με μάνα διώχνεις με   ( Ανατολική Ρωμυλία )      

Διώχνεις με μάνα διώχνεις με
στ' αλήθεια θα πααίνω.
Αχ, με τα πουλάκια θα διαβώ
κι μι τα χελιδόνια.
Αχ και τα πουλιά θα νέρχουνται
κι εγώ πάντα θα λείπω.

Αχ, θα πας μάνα μ' στην εκκλησιά
θα ειδιείς τις νιές θα ειδείς τους νιούς
θα ειδιείς τα παλικάρια.
Αχ, θα διείς τουν τόπου μου εύκηρου
και στου στασίδι μου άλλου.
Αχ, θα σερν΄ς μάνα μ' παράπουνου
και πίσου θα γυρίζεις.

Αχ σε σταυροδρούμ' θα κάθεισαι
για μένα θα ρωτάεις.
Αχ, θα διείς Τούρκου θα τουν ρωτάς,
Ρωμιό θα τουν ζητάζεις:
-Aχ, μην είδιατε αμάν-αμάν
αχ, μην είδατε μην άκσητε
τουν γιό μου τουν Γιαννάκη.
-Τουν είδιαμε τουν άκσαμε
σ' ηπράσινο λιβάδι.
Μαύρα πουλιά τουν τρώγανε
κι άσπρα τουν τριγυρίζουν.


Β' ΕΚΔΟΧΗ

Διώχνεις με, μάνα, διώχνεις με, κι εγώ να φύγω θέλω,
θα φύγω με τα κάτεργα, θα φύγω με τς αρμάδες.
Μάνα, σα ‘ρθει τ’ Αι-Γιωργιού, πρώτη γιορτή του χρόνου,
μάνα, σαν πας στην εκκλησιά και θες να με ξανοίξεις,
στράφου δεξιά, στράφου ζερβά να δεις τα παλικάρια,
να δεις τον τόπο μου αδειανό και στο στασίδι μου άλλο.
Τότες να πάρεις τα βουνά, ν’ αναρωτάς περάτες:
«Περάτες, μην τον είδετε κι εμένα τον υγιό μου;»
«Οψές αργά τον είδαμε στση Μπαρμπαριάς τα μέρη,
μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρνούσαν,
μα ένα πουλί, καλόν πουλί, δεν ήθελε να φάει.
«Φάε κι εσύ, καλό πουλί, απ’ αντρειωμένου πλάτες,
να ‘χεις τ’ ανύχια πιθαμές και μέτρα τσι φτερούγες».



17.   Δώδεκα ευζωνάκια   ( Ανατολική Θράκη - Κων/πολη )     

Δώδεκα ευζωνάκια τ' αποφασίσανε
στον πόλεμο να πάνε Παναγιά μου
να πολεμήσουνε

Στο δρόμο που πηγαίναν στη Μαύρη θάλασσα
κακιά φουρτούνα πιάνει Παναγιά μου
ξεσκίζει τα πανιά

Δεν κλαίμε το καράβι δεν κλαίμε τα πανιά
μον' κλαίμε τα ευζωνάκια Παναγιά μου
τα νιούτσικα παιδιά

Βοήθα Παναγιά μου να τα γλιτώσουμε
κι όλα σου τα καντήλια Παναγιά μου
θα στ' ασημώσουμε




18.   Εγώ τσι νύχτες πορπατώ   ( Κρήτη )



Εγώ τσι νύχτες πορπατώ
και τσι αυγές κοιμούμαι
και έχω τα άστρα συντροφιά
και το φεγγάρι φίλο
και τα πουλιά μου κελαηδούν
και τα πουλιά μου λένε:
"Κοιμήσου εσύ που ξαγρυπνάς".



19.   Εμείς εδώ δεν ήρθαμε   ( Ήπειρος )     

Εμείς εδώ δεν ήρθαμε
να φάμε και να πιούμε,
εμείς τη νύφη ήρθαμε,
να βγει να την ειδούμε.

Να ‘ρθει σιμά να ρθει κοντά
να μας φιλήσει τα χέρια,
να μάσει τα κεράσματα
να κάνει τα προικιά της.




20.   Ένα καράβι από τη Χιό   ( Ανατολικό Αιγαίο )    

Ένα καράβι από τη Χιό
με τις βαρκούλες του τις δυο
στη Σάμο πήγε κι άραξε
κι έκατσε και λογάριασε

Πόσο πουλιέται το φιλί
στη Δύση, στην Ανατολή
της παντρεμένης τέσσερεις
της χήρας δεκατέσσερεις

Της λεύτερης είναι φτηνό
το παίρνεις με το χωρατό
κι αν σε φιλήσει μια φορά
αλλού ψάχνει να βρει χαρά




21.   Ενα νερό κυρά Βαγγελιώ

Ενα νερό κυρά Βαγγελιώ
ενά νερό κρυό νερό (δις)
κι από πούθε κατεβαίνει
Βαγγελιώ μου η παινεμένη (δις)

Από γκρεμνό κυρά Βαγγελιώ
από γκρεμνό γκρεμίζεται (δις)
σε περιβολάκι μπαίνει
Βαγγελιώ μου η παινεμένη (δις)

Ποτίζει δε κυρά Βαγγελιώ
ποτίζει δέντρα και κλαδιά (δις)
λεμονιές και κυπαρίσια
σαν τα όμορφα κορίτσια (δις)




22.   Ένας αϊτός   ( Ρούμελη )  

Ένας αϊτός μωρέ ένας αϊτός
καθότανε ναι μωρέ, καθότανε
αχ ένας αϊτός καθότανε
στον ήλιο και λιαζότανε
ναι μωρέ λιαζότανε

Και τσίμπαγε τα νύχια του
μωρέ τα νυχάκια του
αχ και τσίμπαγε τα νύχια του
τα νυχοποδαράκια του
του μωρέ ποδαράκια του

Ε την πέρδικα που πιάσατε
ε μωρέ που πιάσατε
αχ την πέρδικα που πιάσατε
να μην την εχαλάσετε
ε μωρέ χαλάσετε
για΄θα την βάλω σε χρυσό κλουβί
να με ξυπνάει κάθε πρωί



23.   Έχε γεια καημένε κόσμε   ( Ρούμελη )


Έχε γεια καημένε κόσμε
έχε γεια γλυκιά ζωή

Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες

Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ούτε ανθός στην αμμουδιά

Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες

Κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά

Έχετε γεια βρυσούλες
λόγγοι βουνά ραχούλες
έχετε γεια βρυσούλες
κι εσείς Σουλιωτοπούλες



24.   Έχε γεια Παναγιά   ( Ανατολική Θράκη - Κων/πολη )      

Στο Γαλατά ψιλή βροχή και στα Tαταύλα μπόρα
βασίλισσα των κοριτσιών είναι η Mαυροφόρα.

Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε.

Στο Γαλατά θα πιω κρασί, στο Πέρα θα μεθύσω,
και μες απ' το Γεντί Kουλέ κοπέλα θ' αγαπήσω.

Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε

Γεντί Kουλέ και Θαραπειά, Ταταύλα και Nιχώρι,
αυτά τα τέσσερα χωριά 'μορφαίνουνε την Πόλη.

Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε




25.   Η βράκα   ( Κύπρος )      

Ε, σαρανταδκυό πήχες παννίν,
σαρανταδκυό πήχες παννίν,
έκαμαν μου - έκαμαν μου
μια βράκαν.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι-τράκκα.

Ε, τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
τζι εσάριζεν - τζι εσάριζεν
την στράταν.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι-τράκκα.

Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;

Ε, τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
τζι εφόρουν την - τζι εφόρουν την
βρακού μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι-τράκκα.

Ε, τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
κρυφά τους χω - κρυφά τους
χωρκανούς μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι-τράκκα.

Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;

Ε, παρά να πάρεις άδρωπον,
παρά να πάρεις άδρωπον,
τζιαι ναν’ τζιαι με - τζιαι ναν’ τζιαι με
την βράκαν.
Την γέραμην την βράκαν
που κάμνει τρίκκι-τράκκα.

Ε, καλλίτερα πανταλονάν
- καλλίτερα πανταλονάν
τζι ας εν με την - τζι ας εν με την
κομμάταν
Τη γ’ έρημην την βράκα
που κάμνει τρίκκι-τράκκα.

Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;



26.   Η μάναν εν Θεός   ( Πόντος )    

Λόγια κι θα ευρίουνταν τη μάνα να υμνούνε
όσοι μανάδες μοναχόν την μάνα εγρυκούνε

Η μάνα εν Θεός η μάνα Παναγία
Άμον τη μάνας την εγάπ κι ευρίεται άλλον μία

Η μάνα πρωτού να γεννά πονεί για το παιδίν'ατς
και ους να φέραι ση ζωή πολεμά με την ψην'ατς

Φαϊ σο νουνα'τς ξάϊ κι κρούει νε διξά νε νυστάζει
Αν το παιδίν'ατς κατ παθάν το αίμαν'ατς λιφτάζει

Τι παιδί το χαμόγελο εν η χαρά τη μάνας
Ρουζ απές σο παράδεισο όντας γομόν τα πάνα



27.   Η νερατζούλα  

Νερατζούλα φουντωμένη
με νεράτζια φορτωμένη.

Την Δευτέρα την σκαλίζω
και την Τρίτη την ποτίζω,
την Τετάρτη και την Πέμπτη
την κλαδεύω την ραντίζω.

Νερατζούλα φουντωμένη
με νεράτζια φορτωμένη.

Την Παρασκευή νεράτζια
το καλάθι μου γεμίζω,
Σάββατο τα ξεφλουδίζω
και τα διπλοσυγυρίζω.

Νερατζούλα φουντωμένη
με νεράτζια φορτωμένη.

Και την Κυριακή κοπιάστε
το γλυκό να δοκιμάστε.





28.   Θα σπάσω κούπες   ( Μικρά Ασία - Σμύρνη )


Θα σπάσω κούπες για τα λόγια που 'πες
και ποτηράκια για τα πικρά λογάκια
αμάν άμαν, πια μικρό μην κλαις
αμάν άμαν, κι έχεις ό,τι θες

Σπάω τα πιάτα για τα δυο σου
μαύρα μάτια

Εψές το βράδυ είδα στ' όνειρό μου
πως είχες τα μαλλάκια σου ριγμένα στο λαιμό μου
αμάν άμαν, πια μικρό μην κλαις
αμάν άμαν, κι έχεις ό,τι θες

Σπάω τα πιάτα για τα δυο σου
μαύρα μάτια



29.   Κόκκινα χείλη φίλησα   ( Κρήτη )  


Κόκκιν' αχείλι εφίλησα
κι έβαψε το δικό μου

και στο μαντίλι το 'συρα
κι έβαψε το μαντίλι

και στο ποτάμι το 'πλυνα
κι έβαψε το ποτάμι

κι έβαψε η άκρη του γιαλού
κι η μέση του πελάγου

κατέβη αϊτός να πιει νερό
κι έβαψαν τα φτερά του

κι έβαψε ο ήλιος ο μισός
τ' ολόγιομο φεγγάρι

κόκκιν' αχείλι εφίλησα
κι έβαψε το δικό μου


30.   Κοντούλα λεμονιά   ( Ήπειρος )


Μωρη κοντού- μωρη κοντούλα λεμονιά,
Με τα πολλά λεμό- λεμόνια, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησσα
και το γιατρό δε φώναξα.

Πότε μικρή, πότε μικρή μεγάλωσες;
Κι έγινες για στεφά- στεφάνι, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησσα
και το γιατρό δε φώναξα.

Χαμήλωσε, χαμήλωσε τους κλώνους σου,
να κόψω ένα λεμό- λεμόνι, Βησσανιώτισσα,
Σε φίλησα κι αρρώστησσα
και το γιατρό δε φώναξα.

Για να το στύ- για να το στύψω να το πιω,
να μου διαβούν οι πό- οι πόνοι, Βησσανιώτισσα,
σε φίλησα κι αρρώστησσα
και το γιατρό δε φώναξα.



31.   Μακεδονία ξακουστή   ( Μακεδονία )

Μακεδονία ξακουστή
του Αλεξάνδρου η χώρα
που έδιωξες τους τύρρανους
κι ελεύθερ' είσαι τώρα.

Είσαι και θα 'σαι ελληνική
Ελλήνων το καμάρι
κι εμείς θα σ' αντικρύζουμε
περήφανα και πάλι.

Οι Μακεδόνες δε μπορούν
να ζούνε σκλαβωμένοι
όλα και αν τα χάσανε
η λευτεριά τους μένει.

Μακεδονόπουλα μικρά
χορέψτε και χαρείτε
προτού κι εσείς στα βάσανα
του κόσμου τούτου μπείτε





32.   Μανουσάκια   ( Ρούμελη )      

Εμένα η μάναμ’ μ’ έστειλε να μαζέψω μανουσάκια χ2
Μανουσάκια, μανουσάκια μόσχος και γαρυφαλάκια χ2

Στην αγορά τα πούλησα και πήρα δυό τσαμπράκια χ2
Μανουσάκια μανουσάκια έμορφά μου κοριτσάκια
Μανουσάκια μανουσάκια νόστιμά μου κοριτσάκια

Σαν τι τον έχεις τον παππά και κάθεσαι κοντά του χ2
Μανουσάκια μανουσάκια μόσχος και γαρυφαλάκια χ2

Τον έχει η μάναμ’ αδερφό και εγώ τον έχω μπάρμπα χ2
Μανουσάκια μανουσάκια νόστιμά μου κοριτσάκια
Μανουσάκια μανουσάκια έμορφά μου κοριτσάκια



33.   Με γελάσαν τα πουλιά   ( Ανατολική Ρωμυλία )      


Με γέλασαν τα πουλιά,
της άνοιξης τ΄ αηδόνια.
Με γέλασαν και μου 'πανε,
ποτέ δεν θα πεθάνω.

Φτιάχνω κι εγώ το σπίτι μου
ψηλότερο από τ΄ άλλα.
Σαράντα δυο πατώματα,
εξήντα παραθύρια.

Στα παραθύρια στέκομαι,
τους κάμπους αγναντεύω.
Βλέπω τους κάμπους πράσινους
και τα βουνά γαλάζια.

Βλέπω το Χάρο που ΄ρχεται
καβάλα στ' άλογό του
Με γέλασαν τα πουλιά,
της άνοιξης τ ΄ αηδόνια.

Με γέλασαν τα πουλιά,
της άνοιξης τ΄ αηδόνια.
Με γέλασαν και μου είπανε,
ο Χάρος δεν με παίρνει.

Μη με παίρνεις Χάρο,
μη με παίρνεις
γιατί δεν με ξαναφέρνεις.



34.   Μάτια σαν και τα δικά σου   ( Κυκλάδες )    


Μάτια σαν και τα δικά σου
δεν υπάρχουν στο ντουνιά
κι όποιος τα γλυκοφιλήσει
χάρο δεν φοβάται πια

Άσε με να τα φιλήσω
μην και βρω τη γιατρειά
για να βγάλω το σαράκι
που μου τρώει την καρδιά

Δεν μπορώ να κλαίω πια
μαράθηκε η καρδιά μου
και άδικα για σένανε
τρέχουν τα δάκρυά μου



35.   Μέρμηγκας   ( Επτάνησα )     

Πού πας καημένε Μέρμηγκα, καλέ μέρμηγκα,
βρε που πας, βρε που πας κατακαημένε,
με τ' αλέ - με τ' αλέτρι φορτωμένε.

Μα εγώ έχω αμπέλια στη Βλαχιά, στη Βλαχοπουρναριά,
έχω αμπέ - έχω αμπέλια να τρυγήσω
και να τα - και να τα μουστοπατήσω.

Τα τρύγησα, τα πάτησα, καλέ τα πάτησα,
και γεμί 
– και γεμίζω τρεις βαρέλλες,
σα τρεις ε 
– σα τρεις έμμορφες κοπέλλες.

Με ρόγιασεν η μάνα μου, καλή μανούλα μου,
σ' αρχοντό 
– σ' αρχοντόπουλου τα χέρια,
σε σπαθιά 
– σε σπαθιά και σε μαχαίρια.

Δως μου κυρά το ρήγι μου, καλέ το ρήγι μου,
δώσε μου, δώσε μου τη δουλεψή μου,
σε βαρέ 
– σε βαρέθηκε η ψυχή μου.

Πού πας καημένε Μέρμηγκα, καλέ μέρμηγκα,
βρε που πάς - βρε που πας και είσαι ιδρωμένος
με τ' αλέ 
– με τ' αλέτρι φορτωμένος


36.   Μήλο μου και μανταρίνι   ( Μικρά Ασία - Σμύρνη )  

Μες στα γλυκά ματάκια σου
μες στα γλυκά σου κάλλη
εξέχασα σιγά σιγά
κάθε αγάπη άλλη

Μήλο μου και μανταρίνι
ό,τι πεις εσύ θα γίνει

Και τώρα που σ΄αγάπησα
τρελαίνομαι ολοένα
και χάνομαι και σβήνομαι
αγάπη μου στα ξένα

Έλα με τον ταχυδρόμο
που 'ναι γρήγορος στο δρόμο

Πόσα θυμάμαι να σου πω
κι όταν σε δω τα χάνω
κι απ' την αγάπη την πολλή
κοντεύω να πεθάνω

Έλα, έλα που σου λέγω
μην με τυραννείς και κλαίγω

Εγώ για 'σένα τραγουδώ
και λες δε σ' αγαπάω
και λες με τ' άστρα του ουρανού
τις ώρες μου περνάω

Έλα, έλα με τα μένα
και θα ζεις χαριτωμένα



37.   Μήλο μου κόκκινο   ( Μακεδονία )

Μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο
μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο
γιατί με μάρανες τον πικραμένο
γιατί με μάρανες τον πικραμένο

Παένω κι έρχομαι μα δε σε βρίσκω
παένω κι έρχομαι μα δε σε βρίσκω
βρίσκω την πόρτα σου μανταλωμένη
βρίσκω την πόρτα σου μανταλωμένη

Τα παραθυρούδια σου φεγγοβολούνε
τα παραθυρούδια σου φεγγοβολούνε
ρωτώ την πόρτα σου "πού πάει η κυρά σου;"
ρωτώ την πόρτα σου "πού πάει η κυρά σου;"

Κυρά μ' δεν είνι δω πάεισι στη βρύση
κυρά μ' δεν είνι δω πάεισι στη βρύση
πάεισι να πιει νερό και να γεμίσει
πάεισι να πιει νερό και να γεμίσει


38.   Να 'σαν τα νιάτα   ( Ρούμελη )     

Όρε να 'σαν τα νιάτα
πουλί μου δυό φορές
τα γηρατειά καμμία

Όρε να ξανανιώσω
πουλί μου μια φορά
να γίνω πουλί μου παλικάρι

Όρε να βάλω το φεσάκι μου
να βγαίνω παιδιά μου στο παζάρι



39.   Ντιρλαντά   ( Δωδεκάννησα )  


Βρέ ντιρλαντά, ντιρλανταντά, βρε ντιρλαντά και τέζα όλοι
και πώς θα πάρουμε την Πόλη, ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά
Από την πόλη την καλή ήρθε μια σκούνα με πανί.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά και δεν τελειώνει
βρε ντιρλαντά με ζαχαρώνει,
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, να το χαρώ που με κοιτά
Ω ντιρλαντά βρε λεβεντόνια, βρε και της Μπαρμπαριάς γλαρόνια.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά βρε και βραδιάζει
βρε κι η κουβέρτα αναστενάζει
Βρε και ο μάγερας φωνάζει, ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά
Βρε ντιρλαντά και τέζα όλοι και πώς θα πάρουμε την Πόλη.

Από την πόλη την καλή, ήρθε μια σκούνα με πανί
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, αχ η Μαρία του Μηνά
Επάνω στ' άσπρο της ποδάρι θα πάω να δέσω παλαμάρι.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά θα δέσω κόμπο
βρε στον λαιμό τους των αρχόντων
Να πέφτει ο κόμπος στο κοπάλι, στην Κατερίνα του τσαγκάρη
Βρε θα τη βάλω μες στην πλώρη και θα της κάμω γιο και κόρη.

Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά και σεις λεβέντες
βρε θα σας δώσω εγώ βιολέτες
Θα δώσω σ' όλους από δύο βρε και του Γιώργη δε του δίνω
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντα-ντα-ντα, ντιρλανταντά
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά...


40.   Νάνι του Ρήγα το παιδί

Νάνι του Ρήγα το παιδί
του βασιλιά το αγγόνι,
νάνι το νανουρίζουσι
οι δώδεκα Αποστόλοι.

Νάνι-νάνι νάνι-νάνι βλέπε μου το Αϊ Γιάννη,
νάνι-νάνι νάνι-νάνι απο του κάνουσι
στην Πόλη τα καλά του, στη Βενετιά
τα ρούχα του και τα μεταξωτά του.



41.   Ντίλι ντίλι ντίλι   ( Ανατολική Θράκη - Κων/πολη )  



Ντίλι ντίλι ντίλι,
ντίλι το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι.

Πήγε και ο ποντικός
και πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.

Πάει και η γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.

Πάει και ο σκύλος
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.

Πάει και το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.

Πάει και ο φούρνος
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι-ντίλι-ντίλι.

Πάει και το ποτάμι
που έσβησε το φούρνο
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.

Πάει και το βόδι,
που ήπιε το ποτάμι
που έσβησε το φούρνο
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.

Πάει κι ο χασάπης
που έσφαξε το βόδι
που ήπιε το ποτάμι
που έσβησε το φούρνο
που έκαψε το ξύλο
που σκότωσε το σκύλο
που έφαγε τη γάτα
που έφαγε τον ποντικό
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι
που έφεγγε και κένταγε
η κόρη το μαντίλι
ντίλι ντίλι ντίλι
της κόρης το μαντίλι.




42.   Ξενιτεμένα μου πουλιά   ( Ήπειρος )      


Ωρέ ξενιτεμένα μου πουλιά, πο πο,
στο κόσμο σκορπισμένα.

Η ξενιτιά σας χαίρεται, πο πο,
τα νιάτα τα γραμμένα.

Χωρίς γυναίκα και παιδιά, πο πο,
χωρίς γονιούς κοντά σας.

Ανάθεμά σε ξενιτιά, πο πο,
εσύ και τα φλουριά σου.

Μας πήρες τα παιδάκια μας, μωρέ,
και τα κρατάς κοντά σου.






43.   Ο γερο Δήμος

Εγέρασα μωρές παιδιά, πενήντα χρόνια κλέφτης,
τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρα αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ, εστέρεψε η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το 'χυσα σταλαματιά δε μένει.

Ποιος ξέρει από το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει.
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του από κάτω,
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τ' άρματα να κρεμάνε,
να πλένουν τις λαβωματιές το Δήμο να σχωρνάνε.

Ο γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.




44.   Ο Μενούσης   ( Ήπειρος )  

Ο Μενούσης, ο Μπερμπίλης
κι ο Ρεσούλ-Αγάς,
σε κρασοπουλειό πηγαίναν
για να φαν να πιούν.

Κει που τρώγαν,
κει που πίναν
και που γλένταγαν,
κάπου πιάσαν τη κουβέντα
για τις όμορφες.

-Όμορφη γυναίκα που 'χεις
βρε Μενούσ'-Αγά!
-Πού την είδες, πού την ξέρεις
και τη μολογάς;

-Χθες την είδα στο πηγάδι
που 'παιρνε νερό
και της 'δωσα το μαντήλι
και μου το 'πλυνε.

-Αν την ξέρεις κι αν την είδες,
πες μου τι φορεί;
-Ασημένιο μεσοφόρι
με χρυσό φλουρί.

Κι ο Μενούσης,
μεθυσμένος πάει την έσφαξε.
Το πρωί ξεμεθυσμένος
πάει την έκλαψε.

Σήκω πάπια μ',
σήκω χήνα μ' ,
σήκω πέρδικα μ'.
Σήκω λούσου και χτενίσου
κι έμπα στο χορό.

Να σε δουν τα παλικάρια
να μαραίνονται.
Να σε δω κι εγώ ο καημένος
και να χαίρομαι.


45.   Ο μπαρμπα - Μαθιός   ( Ανατολικό Αιγαίο )     


Α, πα, πα καημός
α, πα, πα καημός
βρε έχασε τσ' αρβύλες
ο μπάρμπα- Μαθιός.

Αχ, θα σε ξυλοφορτώσω
που μ' έκλεισες απ' όξω
και μ' έσπασε τ' αγιάζι
κι εσένα δε σε νοιάζει.

Α, πα, πα
τι έπαθε ο Θοδωρής,
το καλαθάκι έχασε.

Αχ, θα σε ξυλοφορτώσω
που μ' έκλεισες απ' όξω
και μ' έσπασε τ' αγιάζι
κι εσένα δε σε νοιάζει.

Α, πα, πα.
Α, πα, πα
βρε σκέπασέ με Κατερινιώ
με τον παλιό αμπά.

Α, πα, πα καημός
α, πα, πα καημός
βρε έχασε τσ' αρβύλες
ο μπάρμπα- Μαθιός.





46.   Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος


Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος,
τα δυο βουνά μαλώνουν
το ποιο να ρίξει τη βροχή,
το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο
Όλυμπος το χιόνι.

Γυρίζει ο γερο-Όλυμπος
και λέγει του Κισσάβου:
Μη με μαλώνεις Κίσσαβε,
μπρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά
κι οι Λαρσινοί αγάδες.

Εγώ είμ' ο γερο-Όλυμπος
στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές
κι εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο
κάθε κλαδί και κλέφτης.

Κι όταν το παίρνει η άνοιξη
κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά
και τα λαγκάδια σκλάβους.

Έχω και τον χρυσόν αετό
τον χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται
και με τον ήλιο λέγει:

"Ήλιε μ', δεν κρους τ'αποταχύ,
μον' κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου
τα νυχοπόδαρά μου".



47.   Οι Κολοκοτρωναίοι   ( Πελοπόννησος )      

Ωρέ, λάμπειν ο ή-, ο ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγκάδια
-ν- έτσι λάμπει, ωρέ λάμπει κι η κλεφτουριά των Κολοκοτρωναίων
πο' χουν τ' ασή -, ωρέ τ' ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες
-ν- αυτοί δεν κα- ,ωρέ δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν
καβάλα παν, ωρέ παν στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε
καβάλα παι-, ωρέ παίρν' αντίδωρο απ' του παπά το χέρι
-ν- αυτοί δεν κα-, ωρέ δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν




48.   Όσο βαρούν τα σίδερα   ( Μικρά Ασία - Σμύρνη )
  
Όσο βαρούν τα σίδερα αμάν αμάν
βαρούν τα μαύρα ρούχα
γιατί τα φόρεσα κι εγώ κόσμε ψεύτη
για μια αγάπη που ‘χα

Αμάν είχα και υστερήθηκα το μωρό μου
θυμούμαι και εστενάζω
άνοιξε γης μέσα να μπω κόσμε ψεύτη
κόσμο να μην κοιτάζω



49.   Πατρίδα   ( Πόντος )  

Πάντα θυμούμαι και πονώ
Τι Πάτριδας τον τόπον
Ο νουσ’ ειμ’ επέμνεν εκεί
Κι αδά έν το κορμόπομ (δις)

Πατρίδα μ’ ξαν’ πατρίδαμ’
Άλλο εσέν ξάει κι είδα
Ας επάτνα τα χώματα σ’
Κι εκεί την ψυμ’ εφήνα (δις)

Το Πόντο ερωθύμεσα
Τι πατρίδας το χώμα
Ατόσα χρόνε εδέβανε
Κι ενέσπαλα ακόμα (δις)

Πατρίδα μ’ ξαν’ πατρίδαμ’
Άλλο εσέν ξάει κι είδα
Ας επάτνα τα χώματα σ’
Κι εκεί την Ψυμ’ εφήνα (δις)



50.   Πού πας αφέντη μέρμηγκα   ( Θεσσαλία )


Πού πας αφέ-, πού πας αφέντη μέρμηγκα
και είσ' αρματωμένος, και είσ' αρματωμένος
Λέλεμ του, λέλεμ του, λέλεμ του και βόι βόι βόι
Λέλεμ του, λέλεμ του, λέλεμ του και ταμ τουμ του

Έχω 'να αμπέ-, έχω 'να αμπέλι στο γιαλό
και πάω να το τρυγήσω, και πάω να το τρυγήσω
Λέλεμ του, λέλεμ του...

Έχω έν' αμπέ-, έχω έν' αμπέλι στο γιαλό
πού κάνει πέντε ρώγες, που κάνει πέντε ρώγες
Λέλεμ του, λέλεμ του ...

Μα πρώτα πά-, μα πρώτα πάω απ' το χωριό
να πάρω ένα γαϊδούρι, να πάρω ένα γαϊδούρι
Λέλεμ του, λέλεμ του ...

Στο δρόμο τα, στο δρόμο τα ποδάρια του
θα του τα κάνω ρόδες, θα του τα κάνω ρόδες
Λέλεμ του, λέλεμ του ...

Να τρέχει να, να τρέχει να ζαλίζομαι
να 'μαι σα μεθυσμένος, να 'μαι σα μεθυσμένος
Λέλεμ του, λέλεμ του ...

Να με κοιτά-, να με κοιτάζουν τα πουλιά
να κόβετ' η λαλιά τους, να κόβετ' η λαλιά τους
Λέλεμ του, λέλεμ του ...

Κι όποιου δεν κό-, κι όποιου δεν κόβετ' η λαλιά
να φεύγει από τ' αμπέλι, να φεύγει από τ' αμπέλι
Λέλεμ του, λέλεμ του ...




51.   Πώς το τρίβουν το πιπέρι   ( Ήπειρος )      


Πώς το τρί- βλάχα μου καλή,
πώς το τρίβουν το πιπέρι;
Πώς το τρίβουν το πιπέρι
του διαβόλου οι καλογέροι;

Με το γό- βλάχα μου μωρή,
με το γόνατο το τρίβουν.
Με το γόνατο το τρίβουν
και το ψιλοκοπανίζουν.

Άιντε για σκωθείτε παλικάρια
με σπαθιά και με χαντζάρια.

Με την μύ- βλάχα μου μωρή,
με την μύτη τους το τρίβουν.
Με την μύτη τους το τρίβουν
και το ψιλοκοπανίζουν.

Άιντε για σκωθείτε παλικάρια
με σπαθιά και με χαντζάρια.

Με την γλώ- βλάχα μου μωρή,
με την γλώσσα τους το τρίβουν.
Με την γλώσσα τους το τρίβουν
και το ψιλοκοπανίζουν.

Άιντε για σκωθείτε παλικάρια
με σπαθιά και με χαντζάρια.

Με τον κώ- βλάχα μου καλή,
με τον κώλο τους το τρίβουν.
Με τον κώλο τους το τρίβουν
και το ψιλοκοπανίζουν.

Άιντε για σκωθείτε παλικάρια
με σπαθιά και με χαντζάρια.

Με τον πού- βλάχα μου καλή,
με τον πούτσο τους το τρίβουν.
Με τον πούτσο τους το τρίβουν
και το ψιλοκοπανίζουν.

Άιντε για σκωθείτε παλικάρια
με σπαθιά και με χαντζάρια.




52.   Σ' αυτό τ' αλώνι   ( Δυτική Θράκη )     

Σ' αυτό το αλώνι Ελένη μου
σ' αυτό το αλώνι το φαρδύ
σ' αυτό τ' αλώνι το φαρδύ
τρανός χορός που γίνεται

Να 'χα μήλο Ελένη μου
να 'χα μήλο να 'χα ρόιδο
να 'χα μήλο να 'χα ρόιδο
να πέταγα μες στο χορό

Να ξεδιπλώ- Ελένη μου
να ξεδιπλώσω το χορό
να ξεδιπλώσω το χορό
να διω την κόρη που αγαπώ






53.   Σαράντα μέρες   ( Δυτική Θράκη )      

Σαράντα μέρες πολεμώ
να πάω στον Πνευματικό

Πηγαίνω μια πηγαίνω δυο
δεν τονε βρίσκω μοναχό

Πηγαίνω και μια Κυριακή
τον βρίσκω κι έτσουζε ρακή

-Παπά μου ξαμολόγα με
τα κρίματα συχώρα με

-Τα κρίματά σου είναι πολλά
Αγάπη να μην κάνεις πια

-Αν αρνηθείς εσύ παπά
τον άρτο και τη λειτουργιά
τότε θε ν' αρνηθώ κι εγώ
τα δυο του μάτια π' αγαπώ


54.   Σαράντα παλικάρια  

Σαράντα παλικάρια
από τη Λε- μωρ' απ' τη Λεβαδιά
πάνε για να πατήσουνε
την Τροπο-, μωρ' την Τροπολιτσά

Στο δρόμο που πηγαίνανε γέροντα,
μωρ' γέροντ' απαντούν.
Ώρα καλή σου γέρο
καλώς τα τα, καλώς τα τα παιδιά.

Πού πάτε παλικάρια
πού πάτε βρε, πού πάτε βρε παιδιά.
Πάμε για να πατήσουμε
την Τροπο-, μωρ' την Τροπολιτσά




55.   Σιγά αμαξά την άμαξα


Σιγά καλέ μου σιγά αμαξά την άμαξα
σιγά αμαξά την άμαξα
γιατ' είναι μέσα η βλάμισσα

Σιγά καλέ μου σιγά, σιγά και ταπεινά
σιγά, σιγά και ταπεινά
να μην πάρουν τ' άρματα φωτιά

Και, καλέ μου και κάψουνε την άμαξα
και κάψουνε την άμαξα
που είναι μέσα η βλάμισσα

Και, καλέ μου και κάψουνε και μένανε
και κάψουνε και μένανε
που μ' εχ' η μάνα μου ένανε




56.   Σου 'πα μάνα  


Σου 'πα μάνα καλέ μάνα
σου 'πα μάνα πάντρεψέ με,
σου 'πα μάνα πάντρεψέ με
σπιτονοικοκύρεψέ με.

Και στα ξέ - καλή μου μάνα
και στα ξένα μη με δώσεις
και στα ξένα μη με δώσεις
γιατί θα το μετανιώσεις.

Κι αν στα ξέ - καλή μου μάνα
κι αν στα ξένα θ' αρρωστήσω
κι αν στα ξένα θ' αρρωστήσω
ποια μανούλα θα ζητήσω;

Θα ζητή - καλή μου μάνα
θα ζητήσω την κουνιάδα
θα ζητήσω την κουνιάδα
και την πρωτοσυννυφάδα.

Θα μου πουν καλή μου μάνα,
θα μου πουν πως δεν αδειάζω
θα μου πουν πως δεν αδειάζω
και θα βαριαναστενάζω.




57.   Στης μαντζουράνας τον ανθό   ( Μακεδονία )    

Στης μαντζουράνας τον ανθό
έπεσα ν' αποκοιμηθώ,
λίγο ύπνο για να πάρω
στην αγάπη μου επάνω.
Έπεσ' αποκοιμήθηκα,
αγάπη δεν θυμήθηκα.

Και στον υπνοφαντασμό μου
πάντρευαν τον αγαπό μου,
πάντρευαν την αγάπη μου,
το κάναν για γινάτι μου,
και τη δίναν τον εχθρό μου
για το πείσμα το δικό μου.

Και στη χαρά με προσκαλούν,
διά κουμπάρο με θωρούν,
για να πάω να στεφανώσω,
δυο κορμάκια να ενώσω.

Του γαμπρού τα παλικάρια
έρριχναν μαργαριτάρια
και της νύφης οι κοπέλες
έρριχναν τις καραμέλες.




58.   Τα κλεφτόπουλα


Μάνα μου τα, μάνα μου
τα κλεφτόπουλα τρώνε
και τραγουδάνε, άιντε
πίνουν και γλεντάνε.

Μα ένα μικρό μα ένα μικρό
κλεφτόπουλο δεν τρώει,
δεν τραγουδάει, βάι
δεν πίνει δεν γλεντάει.

Μόν' τ' άρματα,
μόν τ' άρματά του κοίταζε,
του τουφεκιού του λέει:

Γειά σου Κίτσο μου λεβέντη,
πόσες φορές, πόσες φορές
με γλίτωσες απ' των εχθρών
τα χέρια κι απ' των Τούρκων
τα μαχαίρια.




59.   Τα ριάλια   ( Κύπρος )  

Αν είσαι κι αν δεν είσαι του δήμαρχου παιδί
του δήμαρχου παιδί, ω, ω
εγώ θα σε φιλήσω κι ας κάμω φυλακή
Τα ριάλια, ριάλια, ριάλια
τα σελίνια μονά και διπλά
τα μονόλιρα, πεντόλιρα και πού 'ντα
ο πεζεβέγγης που τα 'χει στη πούγγα, ω, ω

Εσύ 'σαι ο καθρέφτης, το καθαρόν γιαλίν
το καθαρόν γιαλίν, ω, ω
που φέγγει στην Ευρώπην και στην Ανατολήν
Τα ριάλια...

Ίντα τραγούδιν να σου πω, μάνα μου να σ' αρέσει
μάνα μου να σ' αρέσει, ω, ω
που έχεις αγγελικόν κορμί και δαχτυλίδιν μέση
Τα ριάλια...

Στην σκάλα που ξεβαίνεις, να ξέβαινα κι εγιώ
να ξέβαινα κι εγιώ, ω, ω
και εις κάθε σκαλοπάτιν να σε γλυκοφιλώ
Τα ριάλια...



60.   Τέσσερα τζιαι τεσσέρα   ( Κύπρος )

Τέσσερα τζιαι τεσσέρα
κάμνουσιν οχτώ
Τέσσερα παλληκάρκα
πασίν στον πολεμό

Στο δρόμον που πηαίννασιν,
επεινάνασιν
Εκάτσασιν να φάσιν
μα εδιψάσασιν

Γυρεύκουν να βρουν βρύση
απάνω στο βουνόν
Τζι ήβρασιν έναν λάκκον
των εκατόν ορκών

Ερίξαν το λαχνίν τους
ποιος εννα κατεβεί
Τζιαι έππεσεν η μοίρα
πας το μιτσίν παιδίν

Δήστε με αδέρφκια μου
τζι εγιώ εννα κατεβώ
Μες το ερημολάτσιην
να φκάλω το νερόν

Τζιαι τότες τα αδέρφκια του
τον σφιχτοδέσασιν
Μες το ερημολάτσιην
τον κατεβάσασιν

Εφκάρτε με αδέρφκια μου
γιατί είδα το νερόν
Εν κότσιηνον τζιαι μαύρον
μα τζιαι φαρματζιερόν

Ώστι να τον τραβήσουσιν
τζιαι να τον φκάλουσιν
Οι όφεις τζιαι τα φίθκια
τον μισοφάασιν

Να πείτε της μανούλλας μου
στα μαύρα να ντυθεί
Γιατί τον γιον της τον μιτσίν
εθ θα τον ξαναδεί




61.   Τηλλυρκώτισσα   ( Κύπρος )  

Εσει έ-βερεβε-ναν
ά-βαραβα-στρον
τζι ε-βερε-ν μιτσίν
μες τους-βουρουβου-ς
εφτά-βαραβα πλανή-βιριβι-τες
για-βαρα-λουρου-βουρου-δα μου.

Τριαλάλα-λα-λα........

Τζι επιά-βαραβα-σαν με-βερεβε
μες τη-βιρβι-ν καρκιάν
τα λό-βοροβο-για
που βουρουβου μου
εί-βιριβι-πες
μα-βαρα-βρομα-βαρα-τα μου.

Τριαλάλα-λα-λα........

Επή-βιριβι-αν τζ-ει-βιριβι-παν
της βιριβι-ς πελλής
πως έ-βερεβε-ν να πά-βαραβά-ω
πέ-βερεβε-ρα
για-βαρα-λουρου-βουρου-δα μου.

Τριαλάλα-λα-λα........

Τζι εμά-βαραβα-εψε βερεβε-ν
την θά-βαραβα-λασσαν
τζε ασή-βιριβι-κωσέ βερεβε-ν
αγέ-βερεβε-ραν
μα-βαρα-βρομα-βαρα-τα μου.

Τριαλάλα-λα-λα........




62.   Της Άρτας το γιοφύρι   ( Ήπειρος )      


Σαράντα μαστορόπουλα
κι εξήντα δυό μαστόροι,
γιοφύριν εστεριώνανε
στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς δουλεύανε
το βράδυ εγκρεμιζόταν
φερμάνι από το βασιλιά
να κόψουν τους μαστόρους
κλαίνε τα μαστορόπουλα
κλαίνε για τους μαστόρους
πουλάκι πήγε κι έκατσε,
δεξιά από το γεφύρι
δεν ελαλούσε σαν πουλί
σαν όλα τα πουλάκια
μόνο λαλούσε κι έλεγε ανθρώπινη κουβέντα.
"Αν δε στεριώσετ' άνθρωπο
γιοφύρι δε στεριώνει
και μη στεριώσετ' ορφανό
μη ξένο, μη διαβάτη,
μόνο του πρωτομάστορα, την όμορφη γυναίκα."
Τ' ακούει ο πρωτομάστορας
ραγίζετ' η καρδιά του...
με το πουλί παρήγγειλε
με το πουλί τ' αηδόνι
"Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί
αργά να πάει το γιόμα
αργά να πάει και να σταθεί
στης Άρτας το ποτάμι."
Και το πουλί παράκουσε
κι αλλιώς επήγε κι είπε
"Γοργά ντυθείς, γοργά αλλαχτείς,
γοργά να πας το γιόμα
γοργά να πας και να σταθείς
στης Άρτας το ποτάμι."
Να τηνε που ξεφάνηκε
από την άσπρη στράτα
"Ώρα καλή σας μάστορες...".




63.   Της αμύνης τα παιδιά

Μια μέρα θα το γράψει η ιστορία
που έδιωξε απ' την Αθήνα τα θηρία
που έδιωξε βασιλείς και βουλευτάδες
τους ψευταράδες και τους μασκαράδες

Και στην άμυνα εκεί όλοι οι αξιωματικοί
πολεμάει κι ο Βενιζέλος
που αυτός θα φέρει τέλος
και ο κάθε πατριώτης θα μας φέρουν την ισότης

Η Παναγιά που στέκει στο πλευρό μας
δείχνει το δρόμο στο νέο στρατηγό μας
τον ήρωα της εθνικής αμύνης
που πολεμάει και διώχνει τους εχθρούς

Της αμύνης τα παιδιά διώξανε το βασιλιά
και του δώσαν τα βρακιά του
για να πάει στη δουλειά του
τον περίδρομο να τρώει με το ξένο του το σόι

Έλα να δεις σπαθιά και γιαταγάνια
που βγάζουν φλόγες και φτάνουν στα ουράνια
εκεί ψηλά ψηλά στα σύνορά μας
τρέχει ποτάμι το αίμα του εχθρού

Της αμύνης τα παιδιά διώξανε το βασιλιά
της αμύνης το καπέλο έφερε το Βενιζέλο
της αμύνης το σκουφάκι
έφερε το Λευτεράκη



64.   Της Αγιάς Σοφιάς

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.

Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης
κι απ' την πολλή την ψαλμουδιά, εσειότανε οι κολώνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγει ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' Αρχαγγέλου στόμα:

"Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ' άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρτούνε τρία καράβια
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την 
ʼγια Τράπεζά μας
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας την μαγαρίσουν".

Η Δέσποινα ταράχτηκε κι εδάκρυσαν οι εικόνες.
"Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρίζεις
πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι".





65.   Τι 'θελα και σ' αγαπούσα   ( Μακεδονία )

Τι ήθελα και σ' αγαπούσα
και δεν κάθομαν καλά
πήρα ζάλη στο κεφάλι
δυο μαχαίρια στην καρδιά

Ήθελα να 'ρθω το βράδυ
μ' έπιασε ψιλή βροχή
ας ερχόσουνα βρε φως μου
κι ας γινόσουνα παπί

Είχα ρούχα να σ' αλλάξω
πάπλωμα να σκεπαστείς
και κορμάκι ν' αγκαλιάσεις
ώσπου να το βαρεθείς

Τα ωραία σου τα μάτια
στον καθρέφτη μην τα δεις
γιατί μόνη σ' αγαπιέσαι
και εμένα λησμονείς




66.   Τι να σε κάνω γαλανή   ( Ρούμελη )    

Τι να σε κάνω γαλανή, να γίνεις μαυρομάτα
να λεν χαρά στα νιάτα
Να σε ζηλεύω κούκλα μου, να σε ρωτώ στη στράτα
να σε ρωτώ στη στράτα

Τι, τι, τι μωρό μου, τι
Μη με ζηλεύεις, μάτια μου, και μη ρωτάς στη στράτα
και μη ρωτάς στη στράτα
Εγώ θα γίνω ταίρι σου, θα γίνω μαυρομάτα
να λεν χαρά στα νιάτα

Τι, τι, τι μωρό μου, τι



67.   Τι σε μέλλει εσένανε   ( Μικρά Ασία - Σμύρνη )  

Τι σε μέλλει εσένανε
από πού είμαι εγώ
απ' το Καραντάσι φως μου
ή απ' το Κορδελιό

Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ' αγαπάς

Απ' τον τόπο που είμαι εγώ
ξέυρουν ν' αγαπούν
ξεύρουν τον καημό να κρύβουν
ξεύρουν να γλεντούν

Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ' αγαπάς

Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
αφού δε με λυπάσαι φως μου
και με τυραγνάς

Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ' αγαπάς

Απ' τη Σμύρνη έρχομαι
να βρω παρηγοριά
να βρω μες στην Αθήνα μας
αγάπη κι αγκαλιά

Τι σε μέλλει εσένανε
κι όλο με ρωτάς
από ποιο χωριό είμαι εγώ
αφού δε μ' αγαπάς



68.   Το λουλούδακι του μπαξέ   ( Κυκλάδες )      

Το λουλουδάκι του μπαξέ
πως θα με πάρει μου τάξε

Το λουλουδάκι του βουνού
δε μ' άφησε καθόλου νου

Έλα να πάμε στο νησί
η μάνα σου εγώ και εσύ

Έλα να πάμε εκεί που λες
που κάνουν τα πουλιά φωλιές




69.   Το Τσιαμπασίν   ( Πόντος )     

Εκάεν και το Τσιαμπασίν
κιεπέμναν τα τουβάρε γιάρ γιάρ αμάν
κιεπέμναν τα τουβάρε ωχ ωχ αμάν.
Κι ερούξαν σο γουρτάρεμαν
τ'Όρτους τα παλληκάρε γιάρ γιάρ αμάν
κι ερούξαν σο γουρτάρεμαν
τ'Όρτους τα παλληκάρε ωχ ωχ αμάν.

Βάι εκάεν και μανίεν
τ'Όρτους το Παρχάρ
καιν εκεί τιδέν κιεπέμνεν
μαναχό σαχτάρ.

Τρανόν γιαγκούν σο Τσιαμπασίν
σπίτε κι θ'απομέν νε γιάρ γιάρ αμάν
σπίτε κι θ'απομέν νε ωχ ωχ αμάν.
Τρανοί μικροί φτωχοί ζεγκίν
όλ' κάθουνταν και κλαίγνε γιάρ γιάρ αμάν
τρανοί μικροί σο χιζεγκίν
όλ' κάθουνταν και κλαίγνε ωχ ωχ αμάν.

Βάι εκάεν και μανίεν
τ'Όρτους το Παρχάρ
καιν εκεί τιδέν κιεπέμνεν
μαναχό σαχτάρ.

Εκάεν και το Τσιαμπασίν
εκεί τιδέν κιεπέμνεν γιάρ γιάρ αμάν
εκεί τιδέν κιεπέμνεν ωχ ωχ αμάν.
Δασά κεράσοκέφαλα
άλλο χορτάρ κι φέρνε γιάρ γιάρ αμάν
Δασα κεράσοκέφαλα
άλλο χορτάρ κι φέρνε ωχ ωχ αμάν.

Βάι εκάεν και μανίεν
τ'Όρτους το Παρχάρ
καιν εκεί τιδέν κι επέμνεν
μαναχό σαχτάρ.






70.   Τον αντρειωμένο μην τον κλαις   ( Κρήτη )      



Τον αντρειωμένο μην τον κλαις
Σαν λάχει κι αστοχήσει
Κι αν ξαστοχήσει μια και δυο
πάλι αντρειωμένος θα 'ναι

Σαν είναι ο τράγος δυνατός
δεν τον βαστάει η μάντρα
Ο άντρας 'ναι που κάνει τη γενιά
κι οχι η γενιά τον άντρα




71.   Του Κίτσου η μάνα

Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
"Ποτάμι μ' για λιγόστεψε, ποτάμι μ' γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,
πόχουν οι κλέφτες σύναξη κι όλοι οι καπεταναίοι,
πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουβλισμένα,
πόχουν κι ένα γλυκό κρασί οπού γλεντούν και πίνουν".

Τον Κίτσο τον επιάσανε, πάνε να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ολοξοπίσω πήγαινε η μαύρη του η μανούλα.
Μοιρολογούσε κι έλεγε, μοιρολογεί και λέει:
-Κίτσο, πού είναι τ' άρματα, τα έρημα τσαπράζια;
-Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη
δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλικαριά μου,
μον' κλαις τα 'ρημα τ' άρματα, τα έρημα τσαπράζια.


72.   Του νεκρού αδελφού   ( Ανατολική Θράκη - Κων/πολη )  

Μάνα με τους εννιά σου γιούς και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη.
Την είχες δώδεκα χρονώ και ήλιος δεν σου την είδε.
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και στον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οκτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος θέλει.
-Μάνα μου κι ας τη δώσουμε την Αρετή στα ξένα.
Στα ξένα εκεί που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
-Φρόνιμος είσαι Κωνσταντή, μ' άσκημα απηλογήθης.
Κι α' μο 'ρτει γιε μου θάνατος κι α' μο 'ρτει γιε μου αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γη χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
-Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γη χαρά, εγώ να σου τη φέρω.

Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα
κι εμπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό και οι εννιά πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωνσταντίνου το μνημιό ανέσπα τα μαλλιά της.
"Ανάθεμά σε Κωνσταντή και μύρια ανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
Το τάξιμο που μου 'ταξες πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους
αν τύχει πίκρα γη χαρά, να πας να μου τη φέρεις".
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχθηκε και ο Κωνσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να την φέρει.

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά την χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
-
ʼιντε αδερφή να φύγουμε, στη μάνα μας να πάμε.
-Αλίμονο αδερφάκι μου και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω.
-Έλα Αρετή στο σπίτι μας κι ας είσαι όπως κι αν είσαι.
Κοντολογίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.

Στην στράτα που διαβαίνανε, πουλάκια κελαηδούσαν,
δεν κελαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σα χελιδόνια,
μον' κελαηδούσαν κι έλεγαν ανθρώπινη ομιλία:
"Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει πεθαμένος"!
-
ʼκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
-Πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε.
Και παρακεί που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:
"Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους"!
-
ʼκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους.
-Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
-Φοβούμαι σ' αδερφάκι μου και λιβανιές μυρίζεις.
-Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Αϊ Γιάννη
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι.
Και παρεμπρός που πήγανε κι άλλα πουλιά τους λένε:
"Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!
Τ' άκουσε πάλι η Αρετή και ράγισε η καρδιά της.
-
ʼκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
-
ʼφησ' Αρέτω τα πουλιά κι ό,τι κι α' θέλ' ας λέγουν.
-Πες μου πού είναι τα κάλλη σου και πού είναι η λεβεντιά σου
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
-Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου!

Αυτού σιμά αυτού κοντά, στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της 'χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δένδρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
και τα σπιτοπαράθυρα, σφιχτά μανταλωμένα.
Χτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
-Αν είσαι φίλος διάβαινε κι αν είσαι εχτρός μου φύγε
κι αν είσαι ο πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
-Σήκω μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα.
-Ποιος είναι αυτός που μου χτυπά και με φωνάζει μάνα;
-
ʼνοιξε μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου.

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.


73.   Τούτο τον μήνα

Τούτο το μήνα, τον από πάνω
τον από πάνω τον παραπάνω
αϊτός εβγήκε να κυνηγήσει,
να κυνηγήσει και να γυρίσει

Δεν εκυνήγα λαγούς και λάφια
μόν' εκυνήγα δυο μαύρα μάτια
μαύρα μου μάτια κι αγαπημένα
και πως περνάτε χωρίς εμένα

Μαύρα μου μάτια κόκκινα χείλη
έβγα μικρή μου στο παραθύρι
να δεις τον ήλιο και το φεγγάρι
να δεις το νέο που θα σε πάρει

Γαϊτάνι πλέκω και δεν αδειάζω
δεν μου βολεί να κουβεντιάζω
ανάθεμά το και το γαϊτάνι
κι απού το πλέκει κι απού το φάνει



74.   Τρυγώνα

Ακεί πέρα σ' ορμανόπον
η τρυγώνα η κορώνα
έστεκεν και εποίνε ξύλα
η τρυγώνα η κορώνα.

Ο άντρας ατσ' έτον μυξέας
η τρυγώνα η κορώνα
τα ξύλα τσ' έταν οξέας
η τρυγώνα η κορώνα.

Πορπατεί και πάει τίκια
η τρυγώνα η κορώνα
τ' ορταρόπα τσ' είν' τιφτίκια
η τρυγώνα η κορώνα.

Η τρυγώνα με τ'ορτάρ(ι)α
η τρυγώνα η κορώνα
πάει σ' ορμάν σωρεύ' χορτάρ(ι)α
η τρυγώνα η κορώνα.

Τα σέρ(ι)α τσ' άμον τσατσία
η τρυγώνα η κορώνα
όλο στούδ(ι)α και πετσία
η τρυγώνα η κορώνα.

Ακεί πέραν ήλιος έν'
η τρυγώνα τίνος έν'
πάει ησαΐα κι ιρεάζ τα ζα
και μαραίναντ' τα δέντρα.

Ακεί πέραν έστεκεν
την κάλτσαν ατσ' έπλεκεν
είπα 'τεν έλα αδά
το λαλόπο μ' χαμελά.

Σκουλαρίκ' φορεί σο ωτί
και σα σέρ(ι)α δαχτύλίδ'
μ' ένα τέρεμαν γλυκίν
σίλια χρόνια έν' βράδυν.


75.   Τώρα που στήσαν το χορό   ( Μακεδονία )      


Τώρα που στή Μαρία μου,
τώρα που στήσαν το χορό,
τώρα που στήσαν το χορό,
να ‘μαν κι εγώ να τραγουδώ.

Να ‘μαν κι εγώ Μαρία μου,
να ‘μαν κι εγώ να τραγουδώ,
να ‘μαν κι εγώ να τραγουδώ,
όλες οι βέργες είναι δω.

Όλες οι βε Μαρία μου,
όλες οι βέργες είναι δω,
δική μου η βέργα δε είναι δω,
πάει εις τη βρύση για νερό.

Πάει εις τη βρυ Μαρία μου,
πάει εις τη βρύση για νερό,
πάει εις τη βρύση για νερό,
κι εγώ στη στράτα καρτερώ.



76.   Ύπνε που παίρνεις τα μωρά   ( Μικρά Ασία - Σμύρνη )      

Ύπνε που παίρνεις τα μωρά
έλα πάρε και τούτο
μικρό-μικρό σου το'δωκα
μεγάλο φέρε μου το
μεγάλο σαν ψηλό βουνό
ίσιο σαν κυπαρίσσι
κι οι κλώνοι του ν'απλώνονται
σ'Ανατολή και Δύση !



77.   Φιλντισοκοκκαλένια μου

Φιλντισοκοκκαλένια μου ] 3χ
και ασημοβεργά μου
Τούρνα   ] 3x
Μας έπιασε φουρτούνα

Το κάστρο της Αστροπαλιάς   ] 3x
έχει κλειδί κλειδώνει
Τούρνα   ] 3x
Μας έπιασε φουρτούνα

Με διαβατάρικα πουλιά   ] 3x
έρωτα να μην πιάνεις
Τούρνα   ] 3x
Μας έπιασε φουρτούνα

Γιατί 'ναι διαβατάρικα   ] 3x
και γρήγορα τα χάνεις
Τούρνα   ] 3x
Μας έπιασε φουρτούνα

Φιλντισοκοκκαλένια μου ] 3χ
και ασημοβεργά μου
Τούρνα   ] 3x
Μας έπιασε φουρτούνα



78.   Ένα παλικάρι είκοσι χρονώ

Ένα παλληκάρι είκοσι χρονώ
Τ' άρματα του δώσαν για τον πόλεμο

Πόλεμο δεν βρήκε πίσω γύρισε
Στα μισά του δρόμου νεροδίψασε

Έσκυψε να πιει νερό στο Γιουλ μπαξέ
Εκεί μία σφαίρα τόνε λάβωσε

Σύρε πες στην μάν μ' την μπαμπόγρια
Και στην αδερφή μου την καλόγρια

Θέλει ας βάλει μαύρα θέλει ας παντρευτεί
Μ' ένα με σκοτώσανε στο Γιουλ Μπαξέ


79.   Δώδεκα ευζωνάκια   ( Ανατολική Θράκη - Κων/πολη )  


Δώδεκα ευζωνάκια τ' αποφασίσανε
στον πόλεμο να πάνε Παναγιά μου
να πολεμήσουνε

Στο δρόμο που πηγαίναν στη Μαύρη θάλασσα
κακιά φουρτούνα πιάνει Παναγιά μου
ξεσκίζει τα πανιά

Δεν κλαίμε το καράβι δεν κλαίμε τα πανιά
μον' κλαίμε τα ευζωνάκια Παναγιά μου
τα νιούτσικα παιδιά

Βοήθα Παναγιά μου να τα γλιτώσουμε
κι όλα σου τα καντήλια Παναγιά μου
θα στ' ασημώσουμε



80.   Πέρα στους πέρα κάμπους

Πέρα στους πέρα κάμπους που είναι οι ελιές
είν' ένα μοναστήρι που παν' οι κοπελιές

Πάω και 'γω ο καημένος για να λειτουργηθώ
να κάνω το σταυρό μου σαν κάθε Χριστιανός

Στο περιβόλι μπαίνω και βλέπω μια μηλιά
με μήλα φορτωμένη και πάνω κοπελιά

Της λέω έλα κάτω να χτίσουμε φωλιά
μα εκείνη κόβει μήλα και με πετροβολά

Ρωτώ ξαναρωτώ τη 'πο που 'σαι κοπελιά
από εδώ κοντά 'μαι π' αυτόν τον μαχαλά

Μα έχω γέρον άντρα και δυο μικρά παιδιά
π' ολημερίς με δέρνει έχει σκληρή καρδιά

Βαρύ σταμνί μου δίνει κι ένα κοντό σχοινί
ν' αργήσω να γεμίσω για να 'βρει αφορμή



81.   τα ευζωνάκια.

Στην Αγιά-Σοφιά αγνάντια
βλέπω τα ευζωνάκια.

Τα ευζωνάκια τα καημένα
μες στους ήλιους μαυρισμένα,

κλέφτικο χορό χορεύουν
και τ’ αντίπερα αγναντεύουν.
Κι αγναντεύοντας την Πόλη
τραγουδούν και λένε:

«Πάλι θα γένει δικιά μας
να η μεγάλη εκκλησιά μας.
Τούτα είν’ οι χρυσοί της θόλοι
αχ κατακαημένη Πόλη.

Στην κυρά την δέσποινά μας
πες να μην λυπάται,

στις εικόνες να μην κλαίνε
τα ευζωνάκια μας το λένε».
Κι ο παπάς που είναι κρυμμένος
μέσα στ’ άγιο βήμα,
τα ευζωνάκια δεν θ’ αργήσει
να βγει να τα κοινωνήσει,
και σε λίγο βγαίνουν τ’ Άγια
μέσα σε μυρτιές και βάγια.




82.  Κάτω στου βάλτου τα χωριά

Κάτω στου βάλτου τα χωριά
Ξηρόμερο και Άγραφα
Και στα πέντε βιλαέτια
Φάτε, πιείτε μωρ’ αδέρφια.

Εκεί είν’ οι Κλέφτες οι πολλοί
ούλοι ντυμένοι στο φλούρι
κάθονται και τρων και πίνουν
και την Άρτα φοβερίζουν.

Πιάνουν και γράφουν μια γραφή
βρίζουν τα γένια του κατή
γράφουνε και στο Κομπότι
προσκυνούνε το δεσπότη.

Βρε Τούρκοι κατσετε καλα
γιατί σας καίμε τα χωριά!
Γρήγορα το αρματολίκι
γιατ’ ερχόμαστε σα λύκοι.


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------

83.  Κλεφτικη ζωή

Μαύρη μωρέ πικρή είν' η ζωή που κάνουμε (δις)
Εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες (δις)

Όλη μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο (δις)
όλη μερούλα πόλεμο, το βράδυ καραούλι (δις)

με φό- μωρέ με φόβο τρώμε το ψωμί(δις)
Με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατάμε (δις)

Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε (δις)
ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε.




84.  Παιδιά της Σαμαρίνας

Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα, (δις)
παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ παιδιά καημένα,
παιδιά της Σαμαρίνας κι ας είστε λερωμένα.

Σαν πάτε πάνω μωρέ στα βουνά, (δις)
ψηλά στη Σαμαρίνα, μωρέ παιδιά καημένα,
ψηλά στη Σαμαρίνα, κι ας είστε λερωμένα.

Τουφέκια να μωρέ μην ρίξετε, (δις)
τραγούδια να μην πείτε, μωρέ παιδιά καημένα,
τραγούδια να μην πείτε, κι ας είστε λερωμένα.

Να μην τ’ ακούσει μωρέ η μάνα μου, (δις)
κι η δόλια η αδελφή μου, μωρέ παιδιά καημένα,
κι η δόλια η αδελφή μου, κι ας είστε λερωμένα.

Και βγουν στη στράτα μωρέ να σας δουν, (δις)
και ’ρθουν και σας ρωτήσουν, μωρέ παιδιά καημένα,
και ’ρθουν και σας ρωτήσουν, κι ας είστε λερωμένα.

Μην πείτε πως μωρέ λαβώθηκα, (δις)
βαριά για να πεθάνω, μωρέ παιδιά καημένα,
βαριά για να πεθάνω, κι ας είστε λερωμένα.

Να πείτε πως μωρέ παντρεύτηκα, (δις)
πήρα καλή γυναίκα, μωρέ παιδιά καημένα,
πήρα καλή γυναίκα, κι ας είστε λερωμένα.

Την πέτρα έχω μωρέ πεθερά, (δις)
τη μαύρη γης γυναίκα, μωρέ παιδιά καημένα,
τη μαύρη γης γυναίκα, κι ας είστε λερωμένα.

Κι αυτά τα μωρέ λιανολίθαρα, (δις)
αδέρφια και ξαδέρφια, μωρέ παιδιά καημένα,
αδέρφια και ξαδέρφια, κι ας είστε λερωμένα.





85.         Ξύπνα Ραγιά

Ραγιά καημένε μου ραγιά για σήκω το κεφάλι
τη δόξα πουχες μια φορά απόκτησε την πάλι.

Ρεφραίν
Ξύπνα καημένε μου ραγιά, ξύπνα να δεις τη λευτεριά.

Διψούν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια
διψούνε και για λευτεριά οι σκλάβοι τόσα χρόνια.

Κοιμούμαι μ’ ένα όνειρο ξυπνώ με μιαν ελπίδα
να ιδώ κι εγώ μια μέρα φως ελεύθερη πατρίδα.

 86.  Ένα παλικάρι 20 χρονών

Ένα παλικάρι 20 χρονών

άρματα του δώσαν για τον πόλεμο.

Πόλεμο δε βρήκε πίσω γύρισε

στα μισά του δρόμου νερό-δίψασε

Έσκυψε να πιει νερό στο Γιούλ μπαξέ·

εκεί μία σφαίρα τον ελάβωσε.

Πάνε πες της μάνας της μπαμπόγριας

και της αδερφής μου της καλόγριας.

Θέλει ας βάλει μαύρα θέλει ας παντρευτεί

μένα με σκοτώσαν μες στο Γιούλ μπαξέ.



87.  Αρχοντογιός - αρχοντογιός παντρεύεται


Αρχοντογιός - αρχοντογιός παντρεύεται (2)
και παίρνει προσφυγούλα
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
και παίρνει προσφυγούλα
προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου

Η μάνα του - η μάνα του σαν τ' άκουσε (2)
πολύ της κακοφάνη
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
πολύ της κακοφάνη
προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου

Πιάνει δυο φι - πιάνει δυο φίδια ζωντανά (2)
τα ξεροτηγανίζει
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
τα ξεροτηγανίζει
προσφυγούλα σε κλαιν τα μάτια μου

Κάτσε νύφη μ'-κάτσε νύφη μ' να φας να πιεις (2)
ψάρια τηγανισμένα
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
ψάρια τηγανισμένα
προσφυγούλα σε κλαίν' τα μάτια μου

Από την πρώ-από την πρώτη πιρουνιά (2)
η κόρη εφαρμακώθη
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
η κόρη εφάρμακώθη
προσφυγούλα σε κλαίν' τα μάτια μου

-Αχ,πεθερά-αχ,πεθερά θέλω νερό (2)
τη φλόγα μου να σβήσω
προσφυγούλα μαυρομάτα μου
τη φλόγα μου να σβήσω
προσφυγούλα σε κλαίν'τα μάτια μου





88.  Μες στου Αιγαίου τα νησιά

Μες στου Αιγαίου πρόβαλε να δεις
Μες στου Αιγαίου,Αιγαίου τα νησιά
Μες στου Αιγαίου τα νησιά
άγγελοι φτερουγίζουν

Και μέσα στο φτε- πρόβαλ' άστρι μου
και μέσα στο φτε- στο φτερούγισμα
Α και μέσα στο φτερούγισμα
τριαντάφυλλα σκορπίζουν

Αιγαίο μου γα- βοήθα Παναγιά
Αιγαίο μου γαλήνεψε
Ε-ε αιγαίο μου γαλήνεψε
τα γαλανά νερά σου

Να 'ρθούνε τα ξε- πρόβαλε να δεις
να 'ρθούνε τα ξε- τα ξενάκια σου
Α, να ρθούνε τα ξενάκια σου
στα ποθητά νησιά σου

Ροδόσταμο να βοήθα Παναγιά
ροδόσταμο να γίνουνε
Α ροδόσταμο να γίνουνε
Αιγαίο τα νερά σου



89.  Αγάπησά την 'πού καρκιάς   ( Κύπρος )  

Αγάπησά την ‘πού καρκιάς αμμά ενκαι εχαρηκά την
τον έναν γρόνον είχα την, τον άλλον έχασά την

Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς

Αγάπησά την ‘πού καρκιάς κι έπινα τον καμόν της
και μέραν νύχταν έρεσσα κρυφά ‘που το στενόν της

Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς

Αγαπημένη τους πολλούς, αγάπα με κι εμέναν
τους άλλους διάς τους δκυό φιλιά, δως μου κι εμέναν έναν
Αα, έλα αγάπα με κι εσούνι μεν με τυραννείς
Αα, κι έλα δως μου έναν φιλούιν άγια να χαρείς

Αα, την καρκιάν μου εχείς καμένην και με τυραννείς
Αα, λυπήθου με κι αρκίνα πκιον να με πονείς




90.  Αγρίμια κι αγριμάκια   ( Κρήτη )

- Αγρίμια κι αγριμάκια μου,
λάφια μου μερωμένα,
πέστε μου πού'ναι οι τόποι σας,
πού'ναι τα χειμαδιά σας;

- Γκρεμνά'ναι εμάς οι τόποι μας,
λέσκες τα χειμαδιά μας,
τα σπηλιαράκια του βουνού
είναι τα γονικά μας.



91.  Η μάνα εν κρύο νερό   
  
Όταν γερά η μάνα και άλλο κε πορεί
Ατότε θέλ' βοήθειαν, ατότε θέλ' ζωήν
Ατότε θέλ' ζωήν
Κι όταν θα έρτε η ώρα και άλλο κι θα ζει
Αμαν κ' ευτας το χρέος σοις θα καίεται η ψύ σ'

Η μάνα εν κρύο νερόν και σο ποτήρ' κε μπαίν'
Η μάνα να μη ίνεται, η μάνα να μη εν
Η μάνα να μη εν

Η μάνα εν βράχος, η μάνα εν ρασίν
Σον δύσκολον την ώρα σ', μανίτσα θα τσαείς
Μανίτσα θα τσαείς
Η μάνα εν το στήριγμαν, τη χαράς το κλαδί
τ' ατηνές η εγάπη κε βρίεται ση γην

Η μάνα εν κρύο νερόν...

Θα δεβαίνε τα χρόνεα, θα γέρουμε και μεις
Ατά είναι με τη σειρά κι θα γλυτών' κανείς
κι θα γλυτών' κανείς
και ολ' πρέπ' να εξέρουμε σ' αούτο την ζωήν
χωρίς τη μάνας την ευχήν κανείς κε λέπ' χαΐρ'

Η μάνα εν κρύο νερόν...

Η μάνα εν κρύο νερόν...



92.   Αϊτέντς επαραπέτανεν   ( Πόντος )

Αϊτέντς επεριπέτανεν
Ψηλά σα επουράνια
Ούι αμάν αμάν.

Είσεν τσαγγία κόκκινα
Και το τσαρκούλ'νατ μαύρον
Ούι αμάν αμάν.

Εκράνε και σα κάρτσια του
Παλικαρί βρασ(ι)όναν
Ούι αμάν αμάν.

Αϊτέ μ' για δωσ' μ' ασό κρατείς
Για πέ(ι)με όθεν κείται
Ούι αμάν αμάν.

Ασό κρατώ κι δίγω σε
Αρ' όθεν κείται λέγω
Ούι αμάν αμάν.

Εκεί σο πέραν το ρασίν
Σε ελάτα επ'εκεί μέρος
Ούι αμάν αμάν.

Τραντέλλεναν εσκότωσαν
Και κείται ματωμένος
Ούι αμάν αμάν.

Μαύρα πουλία τρώγν' ατόν
Και άσπρα τριγυρίσκουν
Ούι αμάν αμάν.

Ση θάλασσα κολυμπετής
Σ' ομάλια πεχλιβάνος
Ούι αμάν αμάν.

Σον πόλεμον Τραντέλλενας
Του πόντου παλληκάρι
Ούι αμάν αμάν.



93.   Βασιλικός θα γίνω

Μωρέ βασιλικός θα γίνω στο παραθύρι σου,
στο παραθύρι σου.
Κι ανύπαντρος θα μείνω για το χατίρι σου,
για το χατίρι σου.
Έβγα στο παραθύρι να δεις τι γίνεται,
να δεις τι γίνεται.
Το αίμα της καρδιάς μου για σένα χύνεται,
για σένα χύνεται.
Έβγα στο παραθύρι κρυφά απ’ τη μανα σου,
κρυφά απ’ τη μανα σου.
Και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου,
τη μαντζουράνα σου.
Τούτο εδώ το καλοκαίρι θέλω να σε κάνω ταίρι.

Το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα,
το φεγγάρι κάνει κύκλο στης αγάπης μου τον κήπο.


94.  Από ξένο μέρος κι' από μακρυνό
ήρθ' ενα κορίτσι δώδεκα χρονώ.
Με τις μαργιολές μου το μαργιόλεψα
και στα γόνατα μου το έκαθησα.
Πιάνω ξεκουμπώνω τα' αργυρά κουμπιά,
βλέπω τις ελίτσες πόχει στα λαιμά.
-Δε με τις δανείζεις, δε με τις πουλείς
μόνε με τις δείχνεις και με τυραννείς ;
-Δε σε τις δανείζω, δε σε τις πουλώ,
μόνο σε τες δείχνω και σε τυραννώ.


95.Στέργιους πισμάνιψι

 Κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά
κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά

Πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά
πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά

Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά
Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά

Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι

Δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι
δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι

Τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι
τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι

Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι
Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι

Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι




96.   Ένα Σάββατο βράδυ


Ένα Σάββατο βράδυ, ένα Σάββατο βράδυ,
μια Κυριακή πρωί, καημένε Μήτσο,
μια Κυριακή πρωί.

Βγήκα να σεργιανίσω, βγήκα να σεργιανίσω,
μέσα στο Γκιούλ μπαχτσέ, καημένε Μήτσο,
μέσα στο Γκιούλ μπαχτσέ.

Βλέπω μια αρχοντοπούλα, βλέπω μια αρχοντοπούλα,
να κλαίει μεσ’ το μπαχτσέ, καημένε Μήτσο,
να κλαίει μεσ’ το μπαχτσέ.

Τι έχεις αρχοντοπούλα, τι έχεις αρχοντοπούλα,
και κάθεσαι και κλαις Βασιλικούλα,
και κάθεσαι και κλαις;



97.  κυρά Βαγγελιώ

Ενα νερό κυρά Βαγγελιώ
ενά νερό κρυό νερό (δις)
κι από πούθε κατεβαίνει
Βαγγελιώ μου η παινεμένη (δις)

Από γκρεμνό κυρά Βαγγελιώ
από γκρεμνό γκρεμίζεται (δις)
σε περιβολάκι μπαίνει
Βαγγελιώ μου η παινεμένη (δις)

Ποτίζει δε κυρά Βαγγελιώ
ποτίζει δέντρα και κλαδιά (δις)
λεμονιές και κυπαρίσια
σαν τα όμορφα κορίτσια (δις)



98.  Μαύρα μου περιστέρια 

Μαύρα μου περιστέρια και άσπρα μου πουλιά 
εσείς όπου πετάτε και διαβαίνετε.
Περάστε απ' το χωριό μου, χαμηλώσετε.
Να γράψω ένα γράμμα μια ψιλή γραφή
να στείλω στη μανούλα, να μην καρτερεί.

Αν θέλει ας βάλει μαύρα, ας μαυροφορεθεί.
Σ' αυτόν τον τόπο που 'ρθα εδώ θα παντρευτώ
θα πάρω ένα κορίτσι δεκαοχτώ χρονώ.
Της μάγισσας θυγατέρα της μάγισσας γαμπρός
που ξέρει και μαγεύει και με μάγεψε.

Μαγεύει τα ποτάμια και δεν τρέχουνε
μαγεύει τα καράβια και δεν έρχονται
με μάγεψε και μένα και δεν έρχομαι.
Ξεκινάω να 'ρθω, μαύρα είν' τα βουνά
γυρίζω να 'ρθω πίσω ήλιος, ξαστεριά.



99.   Γερακίνα 

Κίνησε η Γερακίνα για νερό
ωρε κρύο να φέρει.
Ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ
τα βραχιόλια της βροντούν.
Τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρούγκου ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ.

Κι έπεσε μες το πηγάδι
κι έβγαλε ωρε φωνή μεγάλη.
Ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ
τα βραχιόλια της βροντούν.
Τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρούγκου ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ.

Κι έτρεξε ο κόσμος όλος
κι έτρεξα ωρε κι εγώ ο καημένος.
Ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ
τα βραχιόλια της βροντούν.
Τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρούγκου ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ.

Γερακίνα θα σε βγάλω
και γυναίκα θα σε πάρω.
Ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ
τα βραχιόλια της βροντούν.
Τα βραχιόλια της βροντούν,
ντρούγκου ντρούγκου ντρούγκου
ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ.



100.            ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Τάμαθες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
που ο κύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;
και πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο ξορισμόν εκείνο;

Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκιν εβαστούσαν,
κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου σ'ό,τι ακούσαν.
Και πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι α' θέλω, δε μ' αφήνει
τούτ' η καρδιά που εσύ'βαλες σ' τσ' αγάπης το καμίνι.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' άνθη,
μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδίν εχάθη;

Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέω τώρα,
και γρήγορα μισεύγω σου, μακραίνω από τη χώρα.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου,
μα ένα κερίν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου.
Όπου κι αν πάω, κι αν βρεθώ, και ότι καιρόν κι αν ζήσω,
τάσσω σου άλλη να μη δω, μηδένα ν' αντρανίσω.

Ζωγραφιστή σ' όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,
και δεν μπορώ άλλη να δω παρά την εδική σου.
Eγώ, δεν σ' εζωγράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου
αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η ζωγραφιά μου.

Και βγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι,
με δάκρυα κι αναστεναμούς του Pώκριτου το δίνει.
Λέγει του
• "Nά, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι,
σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου ταίρι.

Kάλλιά'χω εσέ με θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον κόσμον το κορμί μου.

Eγώ'μαι νιά και κοπελιά, και πάλι δε φοβούμαι,
και για θανάτους εκατό τον πόθο δεν αρνούμαι.